FOCUS

Οι αντιφάσεις στο έργο των τηλεοπτικών αδειών

Κινέζοι εργάτες μαζεύουν παλιές τηλεοράσεις προς ανακύκλωση στο χωριό Dong Xiao Kou του Πεκίνου, την Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014 Kevin Frayer/Getty Images

Στην ταινία «Εξολοθρευτής Άγγελος» του Λουίς Μπουνιουέλ του 1962 μια παρέα μεγαλοαστών, αφού ολοκληρώσουν το δείπνο τους, μεταφέρονται σε ένα σαλόνι από το οποίο για έναν ανεξήγητο λόγο αδυνατούν να εξέλθουν.

Ο εγκλεισμός τους στη διάρκεια των επόμενων ημερών οδηγεί στην απώλεια της αξιοπρέπειάς τους και την υποταγή στα ένστικτά τους.

Η απώλεια της αξιοπρέπειας και η υποταγή στα ένστικτα αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια την κανονικότητα στα τηλεοπτικά πράγματα της χώρας.

Θα έλεγε κανείς ότι οι μεγάλοι της τηλεόρασης παραμένουν εγκλωβισμένοι στα σαλόνια της εξουσίας, αδυνατώντας να εξέλθουν, προσφέροντας παράλληλα στο κοινό ένα τηλεοπτικό θέαμα το οποίο χρόνο με τον χρόνο απογυμνώνεται όχι ως η γυμνή αλήθεια της πολιτικής ζωής αλλά ως ο ωμός κυνισμός της διαπλοκής.

Η αντίφαση των λύτρων

Σε αντίθεση με την κλασική ταινία, στο εγχώριο σενάριο υπάρχει πάντα μία εξήγηση πίσω από τις κλειστές πόρτες. Υπάρχει δε πολύ πριν οι καναλάρχες –πρώην, νυν και επόμενοι– εξαναγκαστούν σε τριήμερο εγκλεισμό στα γραφεία της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, μετατρεπόμενοι από πάροχοι θεάματος σε θέαμα οι ίδιοι.

Πρόκειται για την κοινή πεποίθηση ότι τη χώρα δεν κυβερνούν αυτοί που εκλέγονται για τον σκοπό αυτό, πεποίθηση που μετατράπηκε σε βεβαιότητα τα τελευταία χρόνια.

Αν μη τι άλλο, το θέαμα στην Αλεξάνδρου Πάντου απέκτησε έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, καθώς για πρώτη φορά μια εκλεγμένη κυβέρνηση (αυτο)προβλήθηκε ωσάν να έχει αυτή το πάνω χέρι σε υπόθεση που άπτεται των συμφερόντων της οικονομικής ελίτ, όπως δεν είχε καταφέρει παλαιότερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν έκανε λόγο για «διαπλεκόμενα συμφέροντα» που έριξαν την κυβέρνησή του ή ο Κώστας Καραμανλής όταν έστελνε μήνυμα ότι δεν θα αφήσει «πέντε νταβατζήδες να χειραγωγήσουν την πολιτική ζωή της χώρας».

Για πολλούς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ήταν εξ αρχής ο βασικός σκοπός της κυβέρνησης: να δείξει ότι αυτή κάνει κουμάντο.

Η πιο σκληρή κατηγορία που ακούστηκε κατά των κυβερνητικών χειρισμών είναι πως εκβιάζει με αυτήν τη διαδικασία τους υπάρχοντες σταθμούς, απαιτώντας λύτρα για να τους επιτρέψει να λειτουργούν. Η μομφή αυτή μεταδόθηκε κατά κόρον από τον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, που όπως αποδείχτηκε ήταν ο πρώτος που κατοχύρωσε άδεια.

Η απάντηση της κυβέρνησης μπορεί να αναζητηθεί στο άτυπο σημείωμα του Μεγάρου Μαξίμου μία εβδομάδα πριν από τον διαγωνισμό, όπου ανέφερε ότι το φάσμα συχνοτήτων είχε καταλήξει στην κοινοπραξία της DIGEA έναντι μόλις 18,5 εκατ. ευρώ , καθώς σε εκείνον τον διαγωνισμό προβλεπόταν ότι σε περίπτωση που δεν υπήρχε άλλος υποψήφιος (και με την ΕΡΤ κλειστή), πλειοδότης θα ανακηρυσσόταν ο μοναδικός υποψήφιος με τίμημα την τιμή εκκίνησης.

Σε μια εποχή όπου παγκοσμίως τα μικρομεσαία στρώματα –και κατεξοχήν τηλεθεατές– εμφανίζονται εξοργισμένα με το «σύστημα» –όπως αυτό επιμέρισε ευθύνες και διαχειρίστηκε την οικονομική κρίση– είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί κανείς γιατί όταν τέσσερις επιχειρηματίες, πάροχοι περιεχομένου πληρώνουν 246 εκατ. ευρώ για ένα δημόσιο αγαθό είναι «λύτρα» και όταν επτά επιχειρηματίες, πάροχοι πολυπλεξίας πληρώνουν 18,5 εκατ. ευρώ για ένα δημόσιο αγαθό είναι η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή.

Αν μη τι άλλο, ο ΣΚΑΪ αποδείχτηκε ό,τι πιο κοντά στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους θεσμούς. Πήρε άδεια σε μια διαδικασία που δεν έπαψε ούτε στιγμή να καταγγέλλει. Και αυτή είναι μια πρώτη μεγάλη αντίφαση, καθώς οι τηλεοπτικοί σταθμοί που πρωτοστάτησαν τα τελευταία χρόνια στο να πειστεί η κοινή γνώμη ότι μόνο μέσα από την τήρηση των κανόνων των δανειστών είναι δυνατή η επιστροφή στην κανονικότητα, ευρισκόμενοι εκείνοι πλέον στο ρόλο του έγκλειστου εμφανίζονται να διεκδικούν μια κανονικότητα χωρίς κανόνες.

Η αντίφαση της επικοινωνίας

Η δεύτερη αντίφαση στο θρίλερ των τηλεοπτικών αδειών είναι πως για να λειτουργήσει η διαδικασία των δημοπρασιών στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας έπρεπε να διακοπεί κυριολεκτικά κάθε ενημέρωση και επικοινωνία.

Ο ίδιος ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς υποστήριξε με το πέρας της διαδικασίας ότι η επιτυχής της έκβαση οφείλεται ακριβώς στην αδυναμία κάθε επικοινωνίας εντός και εκτός κτιρίου για τους καλεσμένους.

Αποτελεί κάποιου είδους ειρωνεία ότι το νέο τηλεοπτικό οικοδόμημα, που φιλοδοξεί να επικοινωνήσει νέα τηλεοπτικά και ενημερωτικά ήθη, θεμελιώνεται στην απουσία της επικοινωνίας, όπως εκτιμήθηκε ότι έπρεπε να επιβληθεί ώστε να διασφαλιστεί το αδιάβλητο του διαγωνισμού, αλλά και τελικά –όπως αποδείχτηκε– του μέγιστου δυνατού τιμήματος.

Εκτέθηκαν έτσι όχι μόνο όσοι διακινούσαν πληροφορίες για την εξέλιξη του διαγωνισμού, το πότε κατοχυρώθηκε η κάθε άδεια κοκ («πληροφορίες» που δεν επιβεβαιώθηκαν), αλλά και όσοι το προηγούμενο διάστημα διακινούσαν διψήφια νούμερα υποπολλαπλάσια του τελικού τιμήματος. Δεν χρειάζεται κανείς να αναφέρει την περίπτωση του Άδωνι Γεωργιάδη που με περίσσεια αυτοπεποίθηση δήλωνε σε εκπομπή του ΣΚΑΪ ότι πρωτοκλασάτος υπουργός τού είπε πως ο διαγωνισμός έγινε για να αποκλειστεί ο συγκεκριμένος σταθμός.

Ενθυμούμενοι το ποσό των 350 εκατ. ευρώ που είχε εγγράψει πέρυσι η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα στις προτάσεις της προς τους θεσμούς ως έσοδα από την δημοπράτηση των τηλεοπτικών αδειών, πολλοί σχολιαστές ειρωνεύτηκαν την προοπτική να δοθούν οι άδειες πανελλαδικής εμβέλειας για έως και δέκα φορές λιγότερα. Η Ενωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας είχε χαρακτηρίσει ανεδαφικό τον στόχο εκείνο της κυβέρνησης, εξηγώντας ότι το έσοδο από διαφημίσεις –ο μόνος προβλεπόμενος από τη νομοθεσία πόρος για τους μη κρατικούς τηλεοπτικούς σταθμούς– ανέρχονταν το 2014 σε περίπου 250 εκατ. ευρώ.

Θα μπορούσε να πει κανείς σκωπτικά ότι η πιο πετυχημένη αποκρατικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών άργησε 27 χρόνια και όταν ήρθε προκάλεσε έκπληξη για το τίμημα.

Μέχρι να εισπραχθούν τα ποσά αυτά, το τίμημα ως ονομαστική αξία δεν έχει τόση σημασία όσο έχει σημασία ως αντιστοίχιση στο μέγεθος της πρόθεσης του κάθε διεκδικητή να εκπέμπει σήμα. Και αυτή η πρόθεση αποκαλύφθηκε στις πραγματικές της διαστάσεις μόνο όταν έπαψαν να ακούγονται όλα τα άλλα.

Η αντίφαση των αριθμών

Ο διευθύνων συμβουλος του ΣΚΑΪ σχεδόν υπερηφανεύτηκε για το γεγονός πως το σχήμα του κέρδισε την πρώτη άδεια με το μικρότερο τίμημα από όλους. Αν ο σταθμός του Φαλήρου έβαζε άλλα 2 εκατ. ευρώ θα μπορούσε να εξαγοράσει την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η οποία δίνεται στην κρατική ιταλική εταιρεία σιδηροδρόμων για 45 εκατ. ευρώ.

Η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων ανέφερε με ανακοίνωσή της ότι, αν δοθούν 30 εκατ. ευρώ από τις δεσμευτικές προσφορές, τότε κανένα παιδί δεν θα μείνει για την τρέχουσα περίοδο εκτός παιδικών σταθμών.

Από την περυσινή του πορεία στο Champions League ο Ολυμπιακός εισέπραξε από τηλεοπτικά δικαιώματα και πριμ περί τα 30 εκατ. ευρώ.

Στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου οι υπουργοί Οικονομικών ενημερώνονταν για «τρύπα» 70 εκατ. ευρώ λόγω της μη αναδρομικής επιστροφής του ΕΚΑΣ.

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έσπευσε χθες να ανακοινώσει ότι το σύνολο των εσόδων από τη δημοπράτηση των τηλεοπτικών αδειών θα κατευθυνθεί για έκτακτες δράσεις για τη στήριξη ευπαθών ομάδων.

Η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ότι για να κατευθυνθεί οποιοδήποτε αντίστοιχο ποσό οπουδήποτε θα πρέπει να δοθεί το πράσινο φως από τους δανειστές.

Όπως έχει κατατεθεί στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής, τα χρέη των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ προς τις τράπεζες ανέρχονται στα 400 εκατ. ευρώ.

Με χθεσινό του μήνυμα στο Twitter o εκπρόσωπος της ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος αναρωτιέται: «Το τίμημα είναι πράγματι υψηλό, τόσο που γεννά ερωτηματικά. Τι προσδοκά κάποιος που δίνει τόσα πολλά χρήματα; #adeies»

Για την ιστορία, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλει στις τράπεζες περί τα 211 εκατ. ευρώ.

Στο σαλόνι όπου παραμένει εγκλωβισμένη η πολιτική τάξη της χώρας όλα καταγράφονται ως αξίες αλλά όχι ως τάξεις μεγέθους. Κι ας είναι οι συγκρίσεις πάντα που κάνουν τη διαφορά.

Αν υπάρχει μια αντίφαση εδώ είναι πως τα νούμερα έρχονται και φεύγουν χωρίς ποτέ να μπαίνουν δίπλα δίπλα, ώστε να γίνεται αντιληπτή η ιεράρχηση των αξιών.

Θα πρέπει, βεβαίως, να παραθέσει κανείς πολλά τέτοια νούμερα για να αποφύγει άκαιρες ή άδικες κρίσεις. Σε κάθε, όμως, περίπτωση δεν γίνεται να μην αναρωτηθεί από πού θα προέλθουν 250 εκατ. ευρώ ώστε ο Έλληνας να βλέπει τηλεόραση.

Η αντίφαση του ερωτήματος

Στο σενάριο εκείνης της ταινίας του 1962, προτού καταφτάσουν οι καλεσμένοι στο δείπνο, οι υπηρέτες του σπιτιού έχουν ήδη αρχίσει ένας ένας να το εγκαταλείπουν, όπως ακριβώς οι τηλεθεατές δείχνουν να έχουν σήμερα εγκαταλείψει την ιδιωτική τηλεόραση.

Για να σερβιριστεί το τηλεοπτικό πρόγραμμα χρειάζονται εκείνοι που είναι πρόθυμοι να το καταναλώσουν. Η βιωσιμότητα της ιδιωτικής τηλεόρασης εξαρτάται από τα διαφημιστικά έσοδα. Την τελευταία δεκαετία αυτά έχουν συρρικνωθεί δραματικά.

Και σε αυτήν την περίπτωση, η γυμνή αλήθεια δίνει τη θέση της στον ωμό κυνισμό. Το μέλλον των εργαζομένων στους σταθμούς που θα κλείσουν είναι το πιο σημαντικό ερώτημα που προκύπτει στην όλη υπόθεση.

Η μεγαλύτερη, ίσως, αντίφαση είναι ότι ακούγεται από όσους τα τελευταία χρόνια υπερθεμάτιζαν για το κλείσιμο της ΕΡΤ, την απελευθέρωση των απολύσεων, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τον εργασιακό μεσαίωνα, την κινεζοποίηση της κοινωνίας και τον σταδιακό αποκλεισμό όλο και περισσότερων με όρους κατ' απονομήν ηθικής υπεροχής σε ολοένα και λιγότερους.

Οι δε ομιλούσες κεφαλές των τηλεοπτικών σταθμών που κατήγγειλαν τα κακώς κείμενα του οικονομικού μοντέλου της χώρας, η οποία εισάγει και καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει, δεν σχολίασαν ποτέ το γεγονός πως η εγχώρια τηλεόραση λειτούργησε ως μια πιστή μικρογραφία του παραγωγικού μοντέλου που ξορκίζουν.

Και ούτε ποτέ κανένας τιμητής δεν ένιωσε εγκλωβισμένος και στοχοποιημένος όταν το πλήθος των απολυμένων απ’ έξω προσπαθούσε να καταλάβει τι γινόταν μέσα στο σαλόνι της εξουσίας.

Για να δοθεί μια σωστή απάντηση, θα πρέπει προηγουμένως να έχει τεθεί σωστά το ερώτημα. Και αυτό μάλλον δεν είναι τι τηλεόραση θέλουμε.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης