ΚΟΣΜΟΣ

ΗΠΑ - Η «Μεγάλη Παραίτηση»: Νέα κανονικότητα ή παροδικό φαινόμενο;

ΗΠΑ - Η «Μεγάλη Παραίτηση»: Νέα κανονικότητα ή παροδικό φαινόμενο;
Pixabay

Η «Μεγάλη Παραίτηση» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από τις αρχές του 2021 και το κυρίαρχο στοιχείο αυτού του φαινομένου είναι τα υψηλότερα ποσοστά παραιτήσεων που παρατηρήθηκαν στην αμερικανική αγορά εργασίας, κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού.

Τα υψηλότερα ποσοστά παραιτήσεων καταγράφονται στους τομείς της διαμονής και εστίασης, του λιανικού εμπορίου και της ψυχαγωγίας, ενώ τα χαμηλότερα στον χρηματοοικονομικό και ασφαλιστικό κλάδο και στην εκπαίδευση.

Όπως σημειώνεται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, η περίπτωση των ΗΠΑ αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, γενικότερα, σε ό,τι αφορά στις μεταβαλλόμενες τάσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες διαφαίνονταν πριν την πανδημία, αλλά ενισχύθηκαν μετά από αυτήν.

Ο λόγος των παραιτήσεων (δηλαδή ο αριθμός των ατόμων που εγκατέλειψαν οικειοθελώς τη θέση εργασίας τους) ως προς τη συνολική απασχόληση ανήλθε στο 3%, τον Νοέμβριο του 2021 (πάνω από 4,5 εκατ. εργαζόμενοι), το οποίο συνιστά το υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της έρευνας, το 2000.

Σημειώνεται ότι, πριν τον Μάρτιο του 2021, το ποσοστό αυτό δεν είχε υπερβεί ποτέ το 2,4%. Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία (U.S. Bureau of Labor Statistics), οι κλάδοι στους οποίους παρατηρούνται τα υψηλότερα ποσοστά παραίτησης είναι εκείνοι της διαμονής και εστίασης, του λιανικού εμπορίου και της ψυχαγωγίας, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στον χρηματοοικονομικό και ασφαλιστικό κλάδο και στην εκπαίδευση.

Το εν εξελίξει αυτό φαινόμενο επηρεάζει και το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (ο λόγος των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω που απασχολούνται ή αναζητούν εργασία προς το σύνολο του εργατικού δυναμικού). Το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό κυμαινόταν στο εύρος 62,9%-63,4%, πριν την πανδημία, υποχώρησε στο 60,2%, τον Απρίλιο του 2020, δηλαδή στο χαμηλότερο ποσοστό από το 1973, ενώ έκτοτε ανέκαμψε, διαμορφούμενο, ωστόσο, σε χαμηλότερα από τα προ της πανδημίας επίπεδα (Δεκέμβριος: 61,9%). Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενδεχόμενη διατήρηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, σε συγκριτικά χαμηλά επίπεδα, λειτουργεί επιβαρυντικά για τις προοπτικές της οικονομίας των ΗΠΑ.

Οι πιθανές ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί για την εμφάνιση αυτού του φαινομένου, έχουν τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές διαστάσεις:

Πρώτον, η αναζήτηση καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας συνιστά, σύμφωνα με έρευνα της συμβουλευτικής εταιρείας PwC (Future of work: PwC), το σημαντικότερο λόγο αύξησης του ποσοστού παραίτησης. Τούτο μπορεί να οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην προσπάθεια ενός ποσοστού εργαζόμενων να καλύψουν, σε ατομικό επίπεδο, την απώλεια εισοδήματος έναντι των πληθωριστικών πιέσεων.

Δεύτερον, στην επιθυμία για μεγαλύτερη ευελιξία και επιλογή τηλεργασίας, γεγονός που αποτυπώνεται και στην αυξητική τάση αλλαγής των εργασιακών συμβολαίων σε καθεστώς τηλεργασίας, όπου προσφέρεται η δυνατότητα.

Τρίτον, στην αλλαγή επαγγέλματος ή στην αποχώρηση από το εργατικό δυναμικό. Ο λόγος αυτός, ενδεχομένως, να σχετίζεται περισσότερο με κοινωνιολογικές και ψυχολογικές αιτίες. Η απώλεια χρόνου στην περίοδο της πανδημίας και η αλλαγή των προτεραιοτήτων, μετά τη δύσκολη αυτή περίοδο, οδήγησε πολλούς ανθρώπους σε επαναπροσδιορισμό των επαγγελματικών τους επιλογών, όπως για παράδειγμα, επένδυση σε μία άλλη επαγγελματική δραστηριότητα ή αποχώρηση από το εργατικό δυναμικό, δυνατότητα που παρέχει η συσσώρευση αποταμιεύσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Προς το παρόν, δεν μπορεί να προσδιοριστεί εάν η «Μεγάλη Παραίτηση» είναι ένα παροδικό φαινόμενο ή εάν σχετίζεται με νέες τάσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες θα λάβουν μονιμότερα χαρακτηριστικά. Η βαθμιαία εξασθένηση της πανδημίας, εντός του 2022 και, κατά συνέπεια, η πλήρης επιστροφή στην κανονικότητα αναμένονται να αποσαφηνίσουν το συγκεκριμένο ζήτημα.

Η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας στις ΗΠΑ και η εξέλιξη του φαινομένου της «Μεγάλης Παραίτησης»

Ωστόσο, όπως σημειώνεται, τα πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη συνεχή βελτίωση που παρουσιάζει η αγορά εργασίας των ΗΠΑ, καθώς το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό της ανεργίας υποχώρησε, τον Δεκέμβριο του 2021, στο 3,9%, από 4,2% τον Νοέμβριο του 2021 και 6,7%, τον Δεκέμβριο του 2020. Αξίζει να σημειωθεί ότι, πριν το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, το ποσοστό της ανεργίας κυμαινόταν στο εύρος 3,5%-3,6%, δηλαδή στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 ετών. Ωστόσο, τα περιοριστικά μέτρα που εισήχθησαν, κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, οδήγησαν σε εκτίναξη του ποσοστού της ανεργίας στο 14,8%, τον Απρίλιο του 2020, το οποίο αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί στα χρονικά της έρευνας, ενώ έκτοτε βαίνει σταδιακά μειούμενο.

Παράλληλα, προστέθηκαν περίπου 199 χιλ. θέσεις απασχόλησης στην οικονομία των ΗΠΑ, τον Δεκέμβριο του 2021 και 6,4 εκατ. θέσεις απασχόλησης, συνολικά για το 2021, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του 2020 (-9,4 εκατ.). Στην παροχή υπηρεσιών αναψυχής και φιλοξενίας, προστέθηκαν 2,6 εκατ. θέσεις απασχόλησης, το 2021, υστερώντας, ωστόσο, κατά 1,2 εκατ. θέσεις έναντι του Φεβρουαρίου του 2020, καθώς ο συγκεκριμένος κλάδος επλήγη σφοδρά από την πανδημία.

Η ταχύτητα με την οποία ανέκαμψε η αγορά εργασίας είναι αξιοσημείωτη, δεδομένης της έντασης της διαταραχής που υπέστη κατά το ξέσπασμα της πανδημίας. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην εξαιρετικά επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που υιοθέτησαν οι αμερικανικές αρχές, από τον Μάρτιο του 2020, μέρος της οποίας διατηρείται μέχρι σήμερα.

Η ισχυροποίηση της αγοράς εργασίας, όπως αντανακλάται στην προσέγγιση του ποσοστού της ανεργίας στα προ της πανδημίας επίπεδα, ενδεχομένως να σηματοδοτήσει την επιτάχυνση της άρσης των υποστηρικτικών μέτρων, στο πεδίο τόσο της δημοσιονομικής, όσο και της νομισματικής πολιτικής. Εξάλλου, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, στην τελευταία συνεδρίασή της (26 Ιανουαρίου 2022), τόνισε ότι, δεδομένης της ισχυρής αγοράς εργασίας και του πληθωρισμού, ο οποίος κινείται σημαντικά υψηλότερα από το στόχο του 2%, είναι πολύ πιθανή η αύξηση των επιτοκίων, αρχής γενομένης από τη συνεδρίαση του Μαρτίου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ