ΚΟΣΜΟΣ

Διαφώνησαν με τον πόλεμο, άλλαξαν ζωή: Οι Ρώσοι εμιγκρέδες που βρήκαν καταφύγιο στην Αρμενία

O Βλαντιμίρ Σουρούποφ και οι γυναίκα του, Ρίτα, είναι από τους χιλιάδες Ρώσους που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

Εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι Ρώσοι που διαφωνούν με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και αναζητούν μια νέα ζωή στο εξωτερικό.

Τις ημέρες μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Βλαντιμίρ Σουρούποφ, καρδιολόγος από την πόλη Τομσκ στη Σιβηρία, ένιωθε ότι δυσκολευόταν να ανασάνει:

«Είχα κρίσεις πανικού, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το μόνο που ήξερα είναι ότι πρέπει να φύγω από αυτό το περιβάλλον», λέει στην Guardian.

Μέχρι τα 40 του, ο Σουρούποφ αποτελούσε έναν από τους «ήσυχους» επικριτές του Πούτιν και της κυβέρνησης: δεν έχει εμφανιστεί ποτέ σε διαμαρτυρία οποιουδήποτε είδους, φοβούμενος μην τραβήξει την προσοχή και, φυσικά, τρέμοντας τη σύλληψη.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο φόβος του ήταν μην τον στείλουν στο μέτωπο.

«Αν γινόταν επιστράτευση, θα με καλούσαν ως στρατιωτικό γιατρό, κι αυτός δεν είναι ένας πόλεμος που θα ήμουν πρόθυμος να παραστώ», λέει.

Μετά από συζήτηση με τη γυναίκα και τους δύο γιους του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να φύγουν από τη χώρα. Η οικογένεια είχε ελάχιστες οικονομίες αλλά θα μπορούσαν να πουλήσουν το αυτοκίνητο για να εξασφαλίσουν τέσσερα εισιτήρια για το Ερεβάν, την πρωτεύουσα της Αρμενίας.

Τέσσερις ημέρες μετά την πρώτη συζήτηση, πέταξαν από το Τομσκ στο Ερεβάν.

Μόλις έλαβαν τις απαραίτητες βίζες, μετακόμισαν στη Βουλγαρία χωρίς καμία πρόθεση να επιστρέψουν.

Η οικογένεια Σουρούποφ ανήκει στους εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσους που έφυγαν από τη χώρα από τις 24 Φεβρουαρίου.

Αναφερόμενος σε αυτούς, o Πούτιν τους χαρακτήρισε «προδότες και αποβράσματα» προσθέτοντας ότι η αποχώρησή τους θα βοηθήσει στον «καθαρισμό» της ρωσικής κοινωνίας.

Πολλοί από αυτούς είναι δημοσιογράφοι της αντιπολίτευσης ή ακτιβιστές, η δουλειά των οποίων στην ουσία αποτελεί πλέον εγκληματική πράξη σύμφωνα με τους δρακόντειους πολεμικούς νόμους της Ρωσίας.

Άλλοι είναι επιχειρηματίες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις κυρώσεις.

Ή απλώς κάποιοι που δεν θέλουν να αποτελούν μέρος μιας κοινωνίας όπου τα φιλοπολεμικά αισθήματα είναι τόσο ανεπτυγμένα.

Ο Σουρούποφ εκτιμά ότι από τους 30 συναδέλφους του στο νοσοκομείο, μόνο τρεις τάσσονται κατά του πολέμου.

Κάποιοι από εκείνους που έφυγαν τις πρώτες ημέρες της εισβολής, έχουν ήδη επιστρέψει, αλλά πολλοί ήδη φτιάχνουν τη ζωή τους στο εξωτερικό, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξουν πολιτικές αλλαγές στη Ρωσία.

«Δεν θέλω να ζω πίσω από ένα νέο σιδηρούν παραπέτασμα. Απλώς αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει μέλλον στη Ρωσία», λέει ο 39χρονος Βάλερι Ζολοτούκιν, λογοτεχνικός και θεατρικός συγγραφέας που ήρθε στην Αρμενία με τη γυναίκα και την 7χρονη κόρη του.


«Στη Ρωσία ζεις μέσα στη φαντασία των λίγων. Έχουν δημιουργήσει έναν φανταστικό κόσμο και είσαι αναγκασμένος να είσαι μέρος του».

Ένα αιώνα πριν, μετά την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία, εκατομμύρια μετανάστες έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη, την Πράγα και την κινεζική Χαρμπίν.

Αυτό το μεταναστευτικό «κύμα» γίνεται ορατό τώρα καθώς τα καφέ στο Βίλνιους, την Τιφλίδα και το Ερεβάν γεμίζουν Ρώσους που βρίσκονται στα πρώτα στάδια ανοικοδόμησης μιας νέας ζωής.

Η Αρμενία είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς, καθώς εκεί δεν απαιτείται βίζα.

Έχει επίσης δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις πληροφορικής, προκαλώντας τη μετεγκατάσταση χιλιάδων Ρώσων επαγγελματιών της τεχνολογίας τους τελευταίους δύο μήνες.

«Στην αρχή, περπατούσες στο δρόμο και έβλεπες όλους τους φίλους σου από τη Μόσχα και τους ανθρώπους από την Αγία Πετρούπολη και το Νίζνι Νόβγκοροντ που συνήθως βλέπεις μόνο στις κλήσεις Zoom», λέει η Μάγια Γκορόντοβα, πρώην εμπορική διευθύντρια σε ρωσικές νεοφυείς επιχειρήσεις.

Η Μάγια δημιούργησε έναν χώρο εργασίας στο Ερεβάν με θέα στο όρος Αραράτ.

Και οι 70 σημερινοί ενοικιαστές του είναι πρόσφατες αφίξεις από τη Ρωσία και η Γκορόντοβα έχει λάβει κλήσεις από Ρώσους στο Βελιγράδι, την Τιφλίδα, το Τελ Αβίβ και το Μπαλί, λέει, οι οποίοι ζητούν συμβουλές για τη δημιουργία νέων χώρων εργασίας για μετανάστες.

Η εκροή επαγγελματιών της τεχνολογίας είναι πιθανό να αποτελέσει τεράστιο πλήγμα για τη Ρωσία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε μια εξαιρετικά ψηφιοποιημένη οικονομία.

Αλλά η αντίθεση στον πόλεμο, ο φόβος πιθανής επιστράτευσης και η απώλεια συμβάσεων με ξένους πελάτες λόγω κυρώσεων προσμετρήθηκαν για να ωθήσουν πολλούς προς την έξοδο.

Στο Hummus Kimchi, ένα νέο εστιατόριο που διευθύνεται από δύο αδέλφια που μετανάστευσαν από τη Μόσχα, οι προσφάτως αφιχθέντες στο Γερεβάν συζητούν τις επόμενες κινήσεις τους.

Μερικοί έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στη βίζα Global Talent της Βρετανίας και έχουν πληρώσει χιλιάδες λίρες σε πράκτορες που υπόσχονται να φτιάξουν τα έντυπά τους, ώστε να ταιριάζουν με τη λίστα ελέγχου του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών.

Άλλοι παρατηρούν ότι η Γερμανία προσφέρει υπηκοότητα εντός πέντε ετών για εισαγόμενους ειδικούς πληροφορικής.

«Φυσικά αυτές είναι όλες περιορισμένες επιλογές», λέει ένας νεαρός επαγγελματίας της τεχνολογίας, πίνοντας μπίρα. «Ας ελπίσουμε ότι ο Πούτιν θα πεθάνει σύντομα και θα μπορέσουμε όλοι να επιστρέψουμε».

Για πολλούς που έφυγαν, η μετανάστευση ήταν η τελική πράξη μιας ζωής σκληρής αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων συλλήψεων και ερευνών σε σπίτια.

Για άλλους ήταν η αρχή μιας πολιτικής αφύπνισης.

Μια γυναίκα στα 30 της, που δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί το όνομά της, είπε ότι πάντα ήταν αντίθετη στον Πούτιν, αλλά φοβόταν πολύ να παρευρεθεί σε διαδηλώσεις ή να αναρτήσει κάτι στο Facebook.

Τη δεύτερη μέρα του πολέμου φόρεσε στη δουλειά ρούχα με ουκρανικά χρώματα και οι συνάδελφοί της άρχισαν να την προσβάλλουν.

Κατάλαβε ότι κανείς στην κοινωνική της ομάδα δεν μοιράστηκε την αποστροφή της για την εισβολή.

«Είναι αδύνατο να μιλήσω με κάποιον από τους φίλους μου, άρχισα να συζητώ με κάποιους και ένιωθα σαν να πατούν απλώς control C, control V (σ.σ. copy, paste). Όλοι επαναλαμβάνουν τις ίδιες φράσεις», είπε.

Εκτός από τους φίλους της, άφησε πίσω κι έναν μακροχρόνιο φίλο που εργάζεται στις υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας.

Προηγουμένως δεν είχαν συζητήσει πολύ για πολιτική, αλλά πριν φύγει του έγραψε μια μακροσκελή επιστολή στην οποία εξέθεσε την αντίθεσή της στον πόλεμο.

Από τότε δεν έχουν μιλήσει σχεδόν καθόλου.

«Σε σύντομο χρονικό διάστημα εδώ γνώρισα περισσότερους ανθρώπους που σκέφτονται όπως εγώ από ό,τι τα τελευταία χρόνια στη Μόσχα. Και συνειδητοποίησα ότι εδώ σταμάτησα να υπολογίζω πάντα τι πρέπει να πω με βάση το σε ποιον μιλάω. Νιώθω πολύ πιο ελεύθερη», λέει.

Πολλοί Ρώσοι στο Ερεβάν περνούν πολλές ώρες στα καφέ και τα μπαρ της πόλης, φιλοσοφώντας για το αν υπήρχε τρόπος να σταματήσουν τον Πούτιν νωρίτερα και αν έπρεπε να είχαν κάνει περισσότερα.

Κάποιοι εξακολουθούν να ανησυχούν για τις επιπτώσεις πίσω στην πατρίδα και μιλούν με ευφημισμούς για «τα ατυχή γεγονότα» ή «την κατάσταση στην Ουκρανία».

Άλλοι είναι πρόθυμοι να εκφράσουν την ολόψυχη υποστήριξή τους στην Ουκρανία.

Στη Μόσχα, η Έλενα Καμάι διηύθυνε την Lambada Markets, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε λαϊκές αγορές που αγαπούν τη λεγόμενη «δημιουργική τάξη» της πόλης που έχει αναδυθεί την τελευταία δεκαετία.

Οι πάγκοι πωλούσαν vintage ρούχα, αντικείμενα ντόπιων σχεδιαστών και άλλα χειροποίητα αντικείμενα.

«Φυσικά ήταν όλα μια βιτρίνα, ζούσαμε σε μια φούσκα. Και τώρα όλα τελείωσαν», είπε.

Η Καμάι μετακόμισε στο Ερεβάν στις αρχές Μαρτίου, και, όπως πολλοί, ανακαλούν στη μνήμη τους την τελευταία δεκαετία.

Δέχτηκε ότι το να εργάζεται κανείς στη Μόσχα συνεπάγεται με το «να κάνεις μια συμφωνία με τη συνείδησή σου», αν και είπε ότι συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις από το 2011.

Πρόσφατα, είπε, ξαναδιάβαζε μηνύματα που είχε ανταλλάξει με την Οσκάνα Παουλίνα, μια Ρωσίδα ακτιβίστρια και δημοσιογράφο που έφυγε από τη Ρωσία πριν από δύο χρόνια και σκοτώθηκε από ρωσική αεροπορική επιδρομή στο Κίεβο τον Μάρτιο, ενώ έκανε ρεπορτάζ.

«Πάντα πίστευα ότι υπερέβαλε λίγο όταν περιέγραφε τις απόψεις της για τη Ρωσία και το πολιτικό σύστημα, αλλά αποδεικνύεται ότι είχε δίκιο από τότε», είπε.

Η Έλενα Τσεγκοντάιεβα έφτασε επίσης στο Ερεβάν τον Μάρτιο και λίγες εβδομάδες αργότερα δημιούργησε ένα σχολείο από ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.

Οι 50 μαθητές και οι 20 δάσκαλοι έφτασαν όλοι πρόσφατα από τη Ρωσία.

Η Τσεγκοντάιεβα είπε ότι συλλογιζόταν την έννοια της συλλογικής ευθύνης από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος.

«Είμαστε όλοι Ρώσοι και θα πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη για αυτό, όπως έπρεπε να την αναλάβουν και οι Γερμανοί μετά τον πόλεμο». «Από την άλλη πλευρά, ήμουν δύο ετών όταν εξελέγη ο Πούτιν, οπότε δεν είναι απολύτως σαφές τι περισσότερο θα μπορούσα να κάνω».

Η 24χρονη Τσεγκοντάγιεβα λέει ότι έχασε μέρος του μισθού της στο πανεπιστήμιο επειδή διαφώνησε με τον καθηγητή της για το αν η προσάρτηση της Κριμαίας είναι παράνομη και δέχτηκε επισκέψεις στο διαμέρισμά της τα ξημερώματα από την αστυνομία μετά τη συμμετοχή της σε διαδηλώσεις.

Είπε ότι η περίπτωση ενός καλλιτέχνη της Αγίας Πετρούπολης που αντιμετωπίζει 10 χρόνια φυλάκιση επειδή αντικατέστησε τις τιμές των σούπερ μάρκετ με αντιπολεμικά συνθήματα έδειξε ότι η διαμαρτυρία στη Ρωσία πλέον είναι μάταιη.

Θα επιστρέψει στη Ρωσία μόνο «αν υπάρξει επανάσταση στον αέρα», λέει.

Αντί να προσπαθήσει να πείσει τους πολίτες του να μείνουν, ο Πούτιν πανηγύρισε την εκροή εκατοντάδων χιλιάδων μορφωμένων Ρώσων που τάσσονται κατά του πολέμου.

Μιλώντας μέσω βίντεο στα μέσα Μαρτίου, ο Ρώσος πρόεδρος επέκρινε όσους μετακόμισαν στο εξωτερικό ή υποστήριξαν τη Δύση στην τρέχουσα αντιπαράθεσή της με τη Μόσχα.

«Οποιοσδήποτε λαός, και ιδιαίτερα ο ρωσικός λαός, είναι σε θέση να ξεχωρίσει τους αληθινούς πατριώτες από τα αποβράσματα και τους προδότες, και απλώς να τους φτύσει σαν μύγα που μπήκε στο στόμα τους», είπε, χρησιμοποιώντας μια ασυνήθιστα ακόμη και γι’ αυτόν σκληρή γλώσσα. Θα υπήρχε μια «φυσική και απαραίτητη κάθαρση της κοινωνίας», είπε ο Πούτιν, κάτι που θα ήταν ωφέλιμο για τη χώρα μακροπρόθεσμα.

Το ερώτημα τώρα είναι αν αυτοί που έφυγαν θα αποσυνδεθούν σταδιακά από τη Ρωσία ή θα σχηματίσουν μια ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στον Πούτιν και το καθεστώς του απ' έξω, συσπειρώνοντας γύρω από πολιτικές δυνάμεις όπως οι συνεργάτες του φυλακισμένου ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, οι οποίοι ως επί το πλείστον τώρα εδράζουν στο Βίλνιους.

«Για 100 χρόνια, αυτό που έγινε κατανοητό για τη μετανάστευση ήταν ότι οι άνθρωποι έχασαν γρήγορα την επαφή με τη Ρωσία και δεν την καταλάβαιναν, επομένως κανείς δεν πίστευε ότι η πολιτική μετανάστευση μπορεί να είχε την ευκαιρία να παίξει κάποιο ρόλο στη ρωσική πολιτική», δήλωσε ο Αντρέι Σολντάτοφ, ένας από τους συγγραφείς μαζί με την Ιρίνα Μπορογκάν ενός πρόσφατου βιβλίου για την ιστορία των Ρώσων εκτός Ρωσίας.

Τώρα, ωστόσο, το Διαδίκτυο δημιουργεί πολύ διαφορετικές δυνατότητες.

«Η χώρα εξακολουθεί να είναι συνδεδεμένη με τον κόσμο. Τόσοι πολλοί Ρώσοι δημοσιογράφοι έφυγαν από τη χώρα και εξακολουθούν να έχουν επαφή με το κοινό τους, και αυτή είναι μια εντελώς νέα εξέλιξη για το Κρεμλίνο», σημειώνει ο Σολντάτοφ.

Πριν προσπαθήσουν να αλλάξουν το καθεστώς, πολλοί από τους μετανάστες επικεντρώνονται πρώτα στην προσπάθεια να αλλάξουν τη γνώμη των μελών της οικογένειας που υποστηρίζουν τον πόλεμο και έχουν μείνει πίσω, αρνούμενοι να φύγουν.

Ο Σουρούποφ ελπίζει ότι η μητέρα του θα ενταχθεί τελικά στην οικογένεια στην Ευρώπη, ωστόσο μέχρι στιγμής αντιστέκεται.

«Δεν κατάφερα να την πείσω για τον πόλεμο και δεν θέλει να φύγει. Για μένα, αυτό είναι μια πραγματική τραγωδία».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης