ΚΟΣΜΟΣ

Η Τζόρτζια Μελόνι «ανοίγει» δρόμους για τη λαϊκή Δεξιά στην Ευρώπη

Πολιτικό «σεισμό» επιφυλάσσει στην Ευρώπη η Τζόρτζια Μελόνι AP Photo/Gregorio Borgia

Καθώς η Ιταλία οδεύει στις κάλπες που αναμένεται ως όλα δείχνουν να αναδείξουν στην πρωθυπουργία την ακροδεξιά Τζόρτζια Μελόνι, οι συνθήκες μοιάζουν έως και «ιδανικές» για μία γενική επάνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη. Ο τρέχων συνδυασμός κρίσεων -αύξηση του κόστους ζωής, μείωση εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς, ενεργειακή «ανασφάλεια», είναι μία «τέλεια καταιγίδα για τη φιλελεύθερη Δημοκρατία», επισημαίνουν ειδικοί μιλώντας στο CNNi.

Το βράδυ της Κυριακής αναμένεται ευρέως ότι η Τζόρτζια Μελόνι θα γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Η νίκη της θα ήταν ιστορική όχι μόνο λόγω του φύλου της, αλλά επειδή ηγείται ενός κόμματος που κινείται πιο «δεξιά» από οποιοδήποτε άλλο σχηματισμό στο πολιτικό προσκήνιο της Ιταλίας από την εποχή του φασίστα δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι.

Η πολιτική της πλατφόρμα είναι γνώριμη σε όσους έχουν παρακολουθήσει την ακροδεξιά ρητορική τα τελευταία χρόνια: Αμφισβητεί ανοιχτά κοινωνικά δικαιώματα, τάσσεται κατά των αμβλώσεων, στοχεύει να περιορίσει τη μετανάστευση και διακηρρύσει ότι οι παραδοσιακές αξίες και ο τρόπος ζωής τελούν υπό επίθεση.

Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές της είναι ο Στιβ Μπάνον, το πρόσωπο που «έχτισε» σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ιδεολογία του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και πιστώνεται ότι «γέννησε» το αμερικανικό κίνημα alt-right.

Η πιθανή νίκη της ακολουθεί πρόσφατους «θριάμβους» της Ακροδεξιάς σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Παρά το γεγονός ότι η Μαρίν Λεπέν έχασε τις γαλλικές προεδρικές εκλογές από τον Εμανουέλ Μακρόν, οι υποστηρικτές της ανά την Ευρώπη ενθουσιάστηκαν τόσο με το μερίδιό της στη λαϊκή ψήφο, όσο και με το γεγονός ότι μετατόπισε δραματικά το πολιτικό κέντρο της Γαλλίας προς τα δεξιά.

Στη Σουηδία, οι ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες αναμένεται να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στη νέα κυβέρνηση αφότου αναδείχθηκε δεύτερη πολιτική δύναμη στις βουλευτικές εκλογές στις αρχές Σεπτεμβρίου. Το κόμμα, πλέον «κατεστημένο», έχει τις ρίζες του στο νεοναζισμό.

Οι ακροδεξιές δυνάμεις στην Ευρώπη «αναθαρρούν».

«Σίγουρα κάτι συμβαίνει», λέει ο Γκάναρ Μπεκ, μέλος του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αναφέροντας πως από τη Γαλλία και την Ιταλία, μέχρι τη Σουηδία, οι πολίτες φαίνεται να απορρίπτουν τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές πολιτικές.

Το AfD είναι το πρώτο κόμμα που έχει υπό παρακολούθηση από τις γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών από την εποχή των Ναζί. Το Κεντρικό Συμβούλιο Εβραίων στη Γερμανία είχε χαιρετίσει τη σχετική απόφαση, λέγοντας: «Η καταστροφική πολιτική του AfD υπονομεύει τους δημοκρατικούς μας θεσμούς και απαξιώνει η δημοκρατία μεταξύ των πολιτών».

Το AfD είχε προκαλέσει «σεισμό» στην Ευρώπη το 2017 εξασφαλίζοντας πάνω από το 12% των ψήφων στις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας -ήταν το τρίτο σε δύναμη πολιτικό κόμμα και η αξιωματική αντιπολίτευση.

Από πού αντλείται η δυναμική αυτή;

«Η κρίση του κόστους ζωής υπονομεύει τις κυβερνήσεις και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Φυσικά ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιδεινώσει την κατάσταση, όμως κινήσεις όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχαν ωθήσει προς τα πάνω τον πληθωρισμό πριν από τον πόλεμο. Η διάβρωση του βιοτικού επιπέδου σημαίνει ότι οι άνθρωποι γίνονται φυσικά δυσαρεστημένοι με τις κυβερνήσεις τους και το πολιτικό κατεστημένο», λέει ο Γκούναρ Μπεκ.

Η κρίση πάντα δημιουργεί ευκαιρίες για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας. Αλλά η πολιτική του φόβου, στο πλαίσιο κρίσης, τείνει να «αξιοποιείται» καλύτερα από τους δεξιούς λαϊκιστές.

«Στην περίπτωση της Μελόνι και του κόμματός της, μπόρεσε να επικρίνει τόσο το κατεστημένο του Μάριο Ντράγκι, ενός μη εκλεγμένου τεχνοκράτη που διορίστηκε πρωθυπουργός, όσο και τους λαϊκιστές που είχαν στηρίξει την κυβέρνηση συνασπισμού του [σ.σ. Κίνημα 5 Αστέρων]», αναφέρει η Ιταλίδα Μαριάνα Γκριφίνι, λέκτορας στο Τμήμα Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών στο King's College του Λονδίνου.

Η ίδια επισημαίνει ότι τα πρόσφατα προβλήματα της Ιταλίας την έχουν καταστήσει ιδιαίτερα ευάλωτη σε αντι-συστημικές ιδέες. «Υποφέραμε πολύ άσχημα ως χώρα στην πανδημία, ειδικά πολύ νωρίς. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν, πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν. Ήταν δύσκολο να λάβουμε υποστήριξη από την υπόλοιπη ΕΕ. Από τότε, το κατεστημένο και οι κυβερνήσεις του, τόσο του [Τζουζέπε] Κόντε, όσο και του [Μάριο] Ντράγκι ήταν εύκολοι στόχοι για 'λιθοβολισμό'», αναφέρει.

Γιατί η κρίση δημιουργεί μια τόσο μοναδική ευκαιρία στους δεξιούς λαϊκιστές;

«Οι περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι οι συντηρητικοί ψηφοφόροι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για βεβαιότητα και σταθερότητα. Όταν η κοινωνία μας αλλάζει, οι συντηρητικοί είναι ψυχολογικά 'συντονισμένοι' να το βλέπουν ως απειλή. Επομένως, είναι πολύ πιο εύκολο να ενωθούν αυτοί οι άνθρωποι ενάντια σε πραγματικές αλλαγές ή θεωρούμενες απειλές, όπως η ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, έλλειψη τροφίμων ή μετανάστες», σημειώνει από πλευράς της η Αλις Στολμέγιερ, εκτελεστική διευθύντρια του Defend Democracy.

Και υπάρχουν πολλές απειλές ώστε οι λαϊκιστές «να κουνήσουν το δάχτυλο» αυτή τη στιγμή.

«Η αύξηση των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων, η μείωση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς, η αυξανόμενη ανισότητα, η μείωση της ταξικής κινητικότητας και οι ανησυχίες για τη μετανάστευση έχουν δημιουργήσει μια αίσθηση απόγνωσης που μπορούν εύκολα να εκμεταλλευτούν αδίστακτοι ηγέτες», συμπληρώνει ο Νικ Τσίζμαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, στην κεντρική Αγγλία.

Ο ίδιος πιστεύει ότι ο τρέχων συνδυασμός κρίσεων είναι μία «τέλεια καταιγίδα για τη φιλελεύθερη Δημοκρατία -και θα χρειαστούν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες από όσους πιστεύουν στην ενσωμάτωση, στην υπεύθυνη διακυβέρνηση και στα ανθρώπινα δικαιώματα για να την αντιμετωπίσουν».

Το γεγονός ότι γίνεται λόγος για το πλέον πρόσφατο κύμα λαϊκισμού σημαίνει ότι, εξ ορισμού, έχουμε δει δεξιούς λαϊκιστές να φθάνουν στην εξουσία στο παρελθόν και στη συνέχεια τους έχουμε δει να χάνουν. Γιατί, λοιπόν, η προοπτική ενός άλλου κύματος είναι τόσο ανησυχητική;

«Το παράδοξο του λαϊκισμού είναι ότι συχνά εντοπίζει πραγματικά προβλήματα, αλλά επιδιώκει να τα αντικαταστήσει με κάτι χειρότερο», λέει ο Φεντερίκο Φινχελστάιν, κορυφαίος ειδικός στον λαϊκισμό και συγγραφέας του βιβλίου «Από το Φασισμό στον Λαϊκισμό στην Ιστορία».

«Επιδιώκουν να αντικαταστήσουν τις αποτυχίες της πολιτικής ελίτ και των θεσμών, με με σκληρή, τύπου 'λατρευτική', ηγεσία. Ο Τραμπ ήταν αυθεντία σε αυτό και ενθάρρυνε άλλους όπως ο Ερντογάν, ο Μπολσονάρο και ακόμη και ο Όρμπαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο», προσθέτει ο Φινχελστάιν, αναφερόμενος στους αυταρχικούς ηγέτες της Τουρκίας, της Βραζιλίας και της Ουγγαρίας, όπου τα δημοκρατικά πρότυπα έχουν υπονομευτεί σοβαρά τα τελευταία χρόνια.

Επισημαίνει, επίσης, ότι οι λαϊκιστές είναι «συνολικά πολύ κακοί στη διαχείριση κυβερνήσεων, όπως είδαμε με τον Τραμπ και άλλους κατά τη διάρκεια της πανδημίας».

Αυτός, συμπερασματικά, είναι ο πιθανός κίνδυνος αυτού του λαϊκιστικού κύματος.

Σε μια περίοδο σοβαρής κρίσης, όσοι ισχυρίζονται ότι έχουν λύσεις μπορεί να κάνουν τα πάντα πολύ χειρότερα για τους πολίτες που τελικά εξυπηρετούν. Και αν τα πράγματα επιδεινωθούν, περισσότερες κρίσεις είναι αναπόφευκτες, γεγονός που σημαίνει ότι είναι αναπόφευκτος περισσότερος φόβος, μαζί με περαιτέρω ευκαιρίες για τους λαϊκιστές.

Στην Ιταλία, δεν σημαίνει πολλά ότι η Τζόρτζια Μελόνι είναι απλώς η τελευταία -παρότι η πιο ακραία- σε μια μακρά λίστα επιτυχημένων λαϊκιστών πολιτικών. Όσοι πέτυχαν πριν από αυτήν και εισήλθαν στην κυβέρνηση έγιναν στόχος της στην αντιπολίτευση.

Εάν ο κύκλος της κρίσης στην Ευρώπη συνεχιστεί, τότε είναι εύλογο ότι σε λίγα χρόνια από τώρα θα συζητάμε την άνοδο ενός άλλου ακραίου λαϊκιστή που εκμεταλλεύεται τους φόβους των πολιτών. Και όποιος παρακολουθεί στενά την ευρωπαϊκή πολιτική γνωρίζει πολύ καλά ότι εκατοντάδες τέτοιοι άνθρωποι περιμένουν στην ουρά, ενδυναμωμένοι και ενθαρρύνονται κάθε φορά που κάποιος από τις τάξεις του αντεπιτίθεται στο κατεστημένο και καρδίζει, καταλήγει ο Λουκ ΜακΓκι του CNNi.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης