Βγαίνουν μπροστά όσο το Παρίσι αντιμετωπίζει τους δαίμονές του
Ανατροπή του σκηνικού στις διεθνείς σχέσεις συνιστά η διήμερη σύνοδος των G20 που ολοκλήρωσε την περασμένη Δευτέρα τις εργασίες της στην Αττάλεια της Τουρκίας.
Ύστερα από ενάμιση χρόνο κυρώσεων επί της Ρωσίας και προσπάθειας απομόνωσης της Μόσχας, οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη κατάλαβαν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στη Συρία χωρίς τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι αίρονται οι ανταγωνισμοί ή ότι συγκλίνουν οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί στόχοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, Ανατολής και Δύσης.
Μόσχα και Ουάσιγκτον αναγνωρίζουν ότι η πρώτη σύγκρουσή τους πάνω στη Συρία είναι προς το παρόν καταδικασμένη στην ισοπαλία. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο γενικευμένης αστάθειας που θέτει σε κίνδυνο σημαντικότερα σχέδιά τους, σπεύδουν τώρα να συνεννοηθούν, αναβάλλοντας τη μετωπική σύγκρουση σε μελλοντικό χρόνο.
State of play
Οι ηγέτες των G20 τηρούν ενός λεπτού σιγή για τα θύματα της τρομοκρατίας, στην έναρξη της συνόδου κορυφής της Αττάλειας, στις 15 Νοεμβρίου 2015 - Πηγή: REUTERS/Jonathan Ernst
Η επίσημη ατζέντα της συνόδου στην Αττάλεια επισκιάστηκε από τα τραγικά γεγονότα στη Γαλλία.
Η διοργανώτρια Τουρκία είχε θέσει ως προτεραιότητά της το τρίπτυχο συμμετοχικότητα, υλοποίηση και αναπτυξιακές επενδύσεις, τα λεγόμενα τρία «i» (inclusiveness, implementation, investment for growth) με τον Ταγίπ Ερντογάν να προβάλλεται ως ο «βετεράνος» της δέκατης αυτής από τον Νοέμβριο του 2008 συνόδου κορυφής των G20.
Από τη διασφάλιση χρηματοδοτικών πλαισίων για την εκκίνηση των δημοσίων επενδύσεων με τη σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα έως την πάταξη της διαφθοράς, από την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας έως την ισότητα των φύλων στην εργασία, από την ενδυνάμωση του παγκόσμιου εμπορίου έως την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, από την αντιμετώπιση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης των νέων έως την επισιτιστική ασφάλεια, από την ενεργειακή επάρκεια έως την κλιματική αλλαγή (και ενόψει της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το κλίμα στο Παρίσι τον Δεκέμβριο) και από την προσφυγική κρίση έως τον πόλεμο στη Συρία και τις επεκτάσεις του στο μέτωπο της τρομοκρατίας, η τουρκική ατζέντα ήταν υπέρ το δέον φιλόδοξη.
Εστιάζοντας στην οικονομία ή, κατά το ιδιόλεκτο της περίστασης, στη διασφάλιση της βιώσιμης και εξισορροπημένης ανάπτυξης μέσω συλλογικών δράσεων, οι ηγέτες των 19 μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη και η Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν να συζητήσουν πολλά και, κυρίως, να αποδείξουν ότι μπορούν να αλλάξουν την αρνητική τροπή που πήραν οι υποθέσεις τους το 2015.
Ένα χρόνο πριν, στην αντίστοιχη σύνοδο κορυφής στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας (16-17/11/2014), οι G20 είχαν υποσχεθεί να αυξήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να «πέσουν» 2 τρισ. δολάρια στην παγκόσμια οικονομία εντός πενταετίας.
Αλλά, τα πράγματα μες στο 2015 δεν εξελίχθηκαν όπως προβλεπόταν στο Σχέδιο Δράσης του Μπρίσμπεϊν (Brisbane Action Plan). Οι ρυθμοί ανάπτυξης συνέχισαν να αναθεωρούνται προς τα κάτω, το παγκόσμιο εμπόριο υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα της εξαετίας, οι αναπτυγμένες οικονομίες των G7 έχασαν το βηματισμό τους, οι αναπυσσόμενες βρέθηκαν εκτός τροχιάς, Βραζιλία και Ρωσία μπήκαν σε ύφεση, ενώ κανείς δεν ήταν (και δεν είναι) σε θέση να προσδιορίσει τη χρυσή τομή ανάμεσα στη δημοσιονομική σύσφιξη και την νομισματική επέκταση, με το ενδεχόμενο μιας απότομης ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων να προκαλεί εκνευρισμό στους επενδυτές και υψηλή μεταβλητότητα στα χρηματιστηριακά ταμπλό.
Έχοντας μετά την Αττάλεια να επισκεφτεί Μανίλα (17-20/11) και Κουάλα Λουμπούρ (20-22/11), ο Μπαράκ Ομπάμα προσήλθε στη σύνοδο με το τρόπαιο της συμφωνίας συνεργασίας δώδεκα χωρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Parternship - TPP) άνευ Κίνας, που είχε ανακοινωθεί έξι εβδομάδες νωρίτερα στις 5 Οκτωβρίου, με τον Λευκό Οίκο να δημοσιεύει προσχέδιο αυτής στις 6 Νοεμβρίου.
Από το 2012, οι ΗΠΑ έχουν διακηρύξει τη στρατηγική στροφή από τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη προς την Ασία και τον Ειρηνικό (“Pivot to Asia”), αφήνοντας το Βερολίνο να επιτηρεί την απαιτούμενη σταθερότητα στην Ευρώπη δυτικά της Ρωσίας, όσο η Ουάσιγκτον θα εστιάζει ανατολικά στον σινορωσικό άξονα. Η TPP, που τώρα μπαίνει στην τελική φάση των υπογραφών και της επικύρωσης από τα κράτη-μέρη, είναι η σημαντικότερη παράμετρος για την επιτυχία αυτής της στροφής.
Όμως, η Ευρώπη αναδεικνύεται πια η ίδια σε παράγοντα αστάθειας. Το πολυδιαφημισμένο ευρωπαϊκό success story του 2014 δεν συνεχίστηκε το 2015. Ο ρόλος της Ευρώπης στην Ουκρανία περιγράφηκε με ακρίβεια από την αμερικανίδα υφυπουργό Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ (Victoria Nuland). Η οικονομία της Ευρωζώνης εξακολουθεί να κρέμεται από μία κλωστή, η ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ δεν τραβάει παρά την ποσοτική χαλάρωση του Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi) και η πολιτική διαδικασία παλινδρομεί ανάμεσα στο πλήθος διαφορετικών προτεραιοτήτων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στα δημοσιονομικά και τα ζητήματα ασφάλειας, με τη Γαλλία να ζητά εδώ και μήνες αλλαγές και στα δύο και να μην παίρνει τίποτα (σ.σ. μέχρι το χτύπημα στο Παρίσι).
Παρά τα ηχηρά μηνύματα της Ουάσιγκτον προς το Βερολίνο να μην θέτει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή σταθερότητα, η Γερμανία παραμένει άκαμπτη, με το προσφυγικό να απειλεί πλέον και την πολιτική σταθερότητα στο εσωτερικό της.
Οι G20 ομονοούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας
Ο απόηχος των επιθέσεων στο Παρίσι άλλαξε το βηματισμό της διεθνούς κοινότητας, που τα τελευταία χρόνια πασχίζει να συντονίσει δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, εν μέσω ανησυχιών για επιστροφή της φούσκας που οδήγησε στην κατάρρευση του 2008. Όπως ήταν αναμενόμενο, εκτός από το κοινό ανακοινωθέν επί των γενικών συμπερασμάτων της συνόδου, οι G20 εξέδωσαν κοινή δήλωση κατά της τρομοκρατίας.
Σε κείμενο εννέα σημείων οι ισχυροί του πλανήτη, αφού πρώτα καταδίκασαν τις «αποτρόπαιες» τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι (13/11) και την Άγκυρα (10/10), ξεχνώντας την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους στη Βυρηττό (12/11), δήλωσαν ότι «παραμένουν ενωμένοι» στη μάχη κατά της τρομοκρατίας, καθώς η «σημαντική αύξηση παγκοσμίως» των τρομοκρατικών πράξεων «υπονομεύει την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια» και «θέτει σε κίνδυνο της τρέχουσες προσπάθειες ενδυνάμωσης της παγκόσμιας οικονομίας» για τη «διασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης».
Δηλώνοντας ότι η μάχη κατά της τρομοκρατίας αποτελεί «μέγιστη προτεραιότητα», οι G20 «επανέλαβαν» την αποφασιστικότητά τους να εργαστούν «από κοινού για την πρόληψη και την καταστολή τρομοκρατικών ενεργειών με περισσότερη διεθνή αλληλεγγύη και συνεργασία και με πλήρη αναγνώριση του κεντρικού ρόλου του ΟΗΕ.
Επιπλέον, επανέλαβαν ότι δεσμεύονται για την καταπολέμηση των καναλιών χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, απαιτώντας εκτός άλλων την πλήρη εφαρμογή των προτύπων της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF), που ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1989 από τη Σύνοδο των G7 στο Παρίσι, και τα οποία προβλέπουν δέσμη αυστηρών οικονομικών κυρώσεων με στόχο τα έσοδα από τρομοκρατικές και άλλες παράνομες δραστηριότητες, όπως το ξέπλυμα μαύρου χρήματος (σ.σ. εξηγούνται σε έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης εδώ).
Υπενθυμίζεται ότι η κοινή καταδίκη της τρομοκρατίας δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται οι απόψεις στα στρατόπεδα ΗΠΑ και Ρωσίας για το ποιοι είναι οι τρομοκράτες, ποιος τους στηρίζει και για ποιον σκοπό.
Το μικρό/μεγάλο κόστος της τρομοκρατίας...
Γιατί, όμως η τρομοκρατία εμποδίζει τις προσπάθειες ενδυνάμωσης της παγκόσμιας οικονομίας;
Το 2014, το οικονομικό κόστος της τρομοκρατίας ανήλθε σε επίπεδα ρεκόρ, αγγίζοντας τα 52,9 δισ. δολάρια παγκοσμίως. Σύμφωνα με την έκθεση Global Terrorism Index 2015 που δημοσιεύτηκε στις 17 Νοεμβρίου από το έγκυρο Institute for Economics and Peace (think-tank με έδρα το Σίδνεϊ της Αυστραλίας), οι οικονομικές επιπτώσεις από την τρομοκρατία αυξήθηκαν 61% το 2014 σε σχέση με το 2013 και δεκαπλασιάστηκαν από το 2000.
Παρόλα αυτά, όπως τονίζεται στην έκθεση, το κόστος της τρομοκρατίας είναι μικρότερο από άλλες μορφές βίας και 32 φορές μικρότερο από αυτό των ανθρωποκτονιών. Επιπλέον, τα κόστη για την καταπολέμηση και τον περιορισμό της τρομοκρατίας είναι «σημαντικά μεγαλύτερα», καθώς τα ποσά που δαπανώνται στον τομέα της εθνικής ασφάλειας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας εκτιμώνται παγκοσμίως στα 117 δισ. δολάρια το 2014. Το ποσό αυτό συγκρίνεται ευθέως με τα 100 δισ. ευρώ που εξοικονόμησε η Γερμανία μεταξύ 2010-2015 από την υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων της εξαιτίας της κρίσης χρέους στον Νότο της ευρωζώνης.
Οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη δεν θεωρούν ότι κινδυνεύουν από τέτοια ποσά, αν και έχουν κάθε λόγο να πατάξουν οτιδήποτε αφαιρεί πόρους από τους εθνικούς τους προϋπολογισμούς, όντας σε συνθήκες παγκόσμιας στασιμότητας και γενικευμένης δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων/καταναλωτών που φορτώθηκαν το κόστος διάσωσης των ιδιωτικών τραπεζών.
Το διακύβευμα για τους G20 από την έξαρση της τρομοκρατίας είναι ο τρόπος που οι γεωπολιτικές ισορροπίες μεταφέρονται στο εσωτερικό των χωρών τους. Αν και σε συγκεκριμένες περιστάσεις οι ισχυροί παίκτες διατίθενται να ανατρέψουν τις ισορροπίες αυτές προς όφελός τους (όπως πχ στην Ουκρανία, τη Λιβύη ή τη Συρία), μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση βαραίνει σημαντικά στις προσπάθειες ανάκαμψης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας· όπως ακριβώς το εξηγούν στην κοινή τους ανακοίνωση.
Το οικονομικό κόστος της τρομοκρατίας δεν αφορά, λοιπόν, στα μεγάλα κόστη ασφαλείας, τα οποία ούτως ή άλλως οι ισχυροί δεν δείχνουν διάθεση να περιορίσουν, αλλά στο κλίμα ανασφάλειας που μεταδίδεται στην οικονομία.
Η υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, του επενδυτικού κλίματος και του τουρισμού υπό τον φόβο τρομοκρατικών επιθέσεων που μετατρέπει πόλεις όπως το Παρίσι και τις Βρυξέλλες σε πολεμικές ζώνες κυριαρχεί στις αναλύσεις των ημερών, με τα αντίστοιχα ρεπορτάζ να εστιάζουν στην υποχώρηση των μετοχών των μεγάλων αεροπορικών εταιρειών, αλλά και το δυσάρεστο ενδεχόμενο μειωμένων πωλήσεων και κερδών για φίρμες όπως οι Christian Dior και LVMH Moët Hennessy Louis Vuitton, εξαιτίας των κλειστών καταστημάτων. Αντίστοιχα, οι ειδήσεις πως τελικά κάποιες μετοχές δεν υποχώρησαν όσο αναμενόταν προκαλεί ανακούφιση.
Είναι, άραγε, λόγος να τρομάζουν οι κυβερνήσεις για το αν θα πωληθούν λιγότερες τσάντες Louis Vuitton στο Σεν Ζερμέν εξαιτίας ενός Βέλγου τρομοκράτη που περνά χωρίς έλεγχο τα γαλλοβελγικά σύνορα;
...και μια ιστορία όχι τόσο μακρινή
Την ώρα που έχει εξαπολυθεί ανθρωποκυνηγητό σε Βρυξέλλες και Παρίσι για τον εντοπισμό υπόπτων τρομοκρατών, λίγοι θυμούνται τον σάλο που είχε ξεσπάσει τον Οκτώβριου του 2012 στη Γαλλία από την απόφαση του CEO της LVHM Μπερνάρ Αρνό (Bernard Arnault) να ζητήσει τη βελγική υπηκοότητα. Με αυτόν τον τρόπο, το αφεντικό της Louis Vuitton και πλουσιότερος Γάλλος στον κόσμο ήθελε να στείλει ένα μήνυμα στον Γάλλο πρόεδρο.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο Φρανσουά Ολάντ είχε υποσχεθεί προεκλογικά υπερφόρο 75% στα εισοδήματα άνω του ενός εκατ. ευρώ. Το προτεινόμενο μέτρο προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και ανάμεσα στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους που απείλησαν με απεργία, ενώ για το ίδιο θέμα ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας, κρατώντας το νέο του ρωσικό διαβατήριο και δίνοντας στήριξη στην προσάρτηση της Κριμαίας αγκαλιά με τον Πούτιν, κινήσεις που εξόργισαν το Κίεβο, το οποίο ανακοίνωσε ότι ο δημοφιλής Γάλλος μπαίνει σε μαύρη λίστα.
Τον Νοέμβριο του 2014, ο Αρνό ανακοίνωσε ότι αποσύρει τελικά την αίτησή του για βελγικό διαβατήριο, καθώς όπως είπε δεν ήθελε η κίνησή του αυτή να εκληφθεί ως προσπάθεια φοροαποφυγής σε μια δύσκολη οικονομικά και κοινωνικά περίοδο για τη Γαλλία και, επιπλέον, γιατί τελικά ο φόρος δεν θα επιβληθεί στα φυσικά πρόσωπα, αλλά σε επιχειρήσεις και για μόλις δύο χρόνια. Πράγματι, ο νόμος που είχε ψηφιστεί προέβλεπε ότι οι επιχειρήσεις θα πλήρωναν φόρο 50% για τους μισθούς άνω του ενός εκατ. ευρώ, που ανέβαινε στο 75% μαζί με τις εισφορές, αλλά συνολικά είχε ταβάνι στο 5% επί του τζίρου. Όπως σχολίασε τότε ο γαλλικός Τύπος, ο φόρος είχε καταστεί «συμβολικός».
Οι συμβολισμοί είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς εδώ. Ο σημερινός μεταρρυθμιστής Γάλλος υπουργός Οικονομίας και σύμβουλος του Ολάντ το 2012, Εμανουέλ Μακρόν (Emmanuel Macron), τον προειδοποιούσε ότι ο υπερφόρος θα μετέτρεπε τη Γαλλία σε «Κούβα χωρίς ήλιο». Τα μόλις 420 εκατ. ευρώ έσοδα που έφερε τελικά ο φόρος στα γαλλικά ταμεία το 2013 και 2014, οι αντιδράσεις των ιδιωτών επενδυτών και το κάλεσμα του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον (Daivd Cameron) σε γαλλικές επιχειρήσεις να μετεγκατασταθούν στο Λονδίνο, ανάγκασαν στις αρχές του έτους τον Ολάντ να μην ανανεώσει τον σχετικό νόμο, η ισχύς του οποίου έληγε με το πέρας του Ιανουαρίου του 2015, ενός μήνα όπου στις ειδήσεις κυριαρχούσε το τρομοκρατικό χτύπημα στο Charlie Hebdo.
Οι παγκόσμιες υποσχέσεις του 2014
Ποια είναι, όμως, αυτή η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη που τίθεται εν αμφιβόλω από τις διάφορες διαστάσεις της εγχώριας και διεθνούς τρομοκρατίας;
Τον Φεβρουάριο του 2014, οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες των G20 είχαν ανακοινώσει από το Μπρίσμπειν της Αυστραλίας έναν φιλόδοξο στόχο.
Για την ακρίβεια, είχαν δεσμευτεί να αυξήσουν το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα πέντε χρόνια, ή 0,5% ετησίως, επί του ΑΕΠ που προέβλεπε το βασικό σενάριο του ΔΝΤ για το 2013 (World Economic Outlook, Οκτώβριος 2013), ώστε να διοχετευτούν 2 τρισ. δολάρια στην παγκόσμια οικονομία· με την προϋπόθεση, βεβαίως, να συνεχιστεί η εφαρμογή του ενδεδειγμένου μίγματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μακροοικονομικών πολιτικών.
Εκείνο το βασικό σενάριο του ΔΝΤ προέβλεπε 3,6% για το 2014 και μέσο όρο 4,1% για το 2015-2018, δηλαδή η υπόσχεση πάνω κάτω έβγαινε στην πενταετία.
Όμως, οι χαμηλές τιμές πετρελαίου, ο κίνδυνος αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη, η αποθέρμανση κινεζικής οικονομίας, η ανατίμηση του δολαρίου, η έξοδος κεφαλαίων από τις αναδυόμενες, οι γεωπολιτικές εντάσεις και, τελικά, η μερική επιβεβαίωση όλων αυτών των κινδύνων τα επόμενα τρίμηνα οδήγησαν σε αναθεωρήσεις προς τα κάτω.
Κάπως έτσι, το παγκόσμιο ΑΕΠ καταγράφηκε στο 3,4% το 2013 και το 2014, με πρόβλεψη 3,8% για το 2015 και μέσον όρο 3,9% για το 2017-2020 (World Economic Outlook, Απρίλιος 2015). Τον περασμένο Ιούλιο, το ΔΝΤ κατέβασε κι άλλο τις προβλέψεις του για το 2015 στο 3,3%, κρατώντας το 2015 στη θέση του. Τον προηγούμενο μήνα (World Economic Outlook, Οκτώβριος 2015), κατέβασε και το 2015 στο 3,1% -τη χειρότερη πρόβλεψη από το 2009-, διατηρώντας το μέσον όρο 2017-2020 στο 3,9%, μέχρι νεοτέρας.
Έτσι, η υπόσχεση, που έδωσαν οι οικονομικοί εγκέφαλοι των G20 και επανέλαβαν οι πολιτικοί στη σύνοδο των G20 τον Νοέμβριο του 2014, κινδυνεύει να μείνει όπως και τόσες άλλες στα χαρτιά.
Αξίζει εδώ να θυμηθεί κανείς ότι τέτοια εποχή πέρυσι, στην αντίστοιχη σύνοδο κορυφής των G20 στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δέχτηκε τόσες πιέσεις για το ουκρανικό που αποχώρησε πριν από το τέλος της συνόδου, επικαλούμενος το μακρύ ταξίδι προς Μόσχα μέσω Βλαδιβοστόκ και την ανάγκη να ξεκουραστεί πριν επανέλθει στα προεδρικά του καθήκοντα.
Είχε μεσολαβήσει η κατάρριψη του αεροσκάφους των μαλαισιανών αερογραμμών στην Ουκρανία το καλοκαίρι πριν, με το Κίεβο να κατηγορεί τη Μόσχα ότι στηρίζει «τρομοκράτες», εννοώντας τους αποσχιστές του Ντονιέτσκ.
Η ένταση τότε ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση άγγιζε ψυχροπολεμικά επίπεδα. Στις 12 Νοεμβρίου 2014, τα αυστραλιανά ΜΜΕ μετέδωσαν ότι στολίσκος υπό τη ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου του Ειρηνικού είχε καταπλεύσει απροειδοποίητα στα διεθνή ύδατα έξω από το Μπρίσμπεϊν.
Οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο ο Πούτιν ήθελε να τρίξει τα δόντια στους Δυτικούς, καθώς όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρχαν κύκλοι που ζητούσαν ακόμα και την αποπομπή της Ρωσίας από την επικείμενη σύνοδο των G20.
Η απομόνωση της Μόσχας στη σύνοδο των G20 στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής © Glenn Hunt / Getty Images
Οι αμερικανικές απαντήσεις του 2015
Ένα χρόνο μετά, και με δεδομένη τη στασιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας, η Ρωσία θα αιφνιδίαζε τη Δύση, ξεκινώντας αεροπορικούς βομβαρδισμούς στη Συρία, στο πλευρό του Άσαντ.
Στις 8 Οκτωβρίου, από τη σύνοδο των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ο Αμερικανός υπουργός Άστον Κάρτερ (Ashton Carter) προειδοποιούσε τη Μόσχα ότι θα πληρώσει την επέμβαση αυτή: «αυτό θα έχει συνέπειες για την ίδια τη Ρωσία, η οποία δικαίως φοβάται τις επιθέσεις. Τις επόμενες ημέρες, οι Ρώσοι θα αρχίσουν να υποφέρουν από τις απώλειες».
Η δήλωση αυτή τροφοδότησε πλήθος συνωμοσιολογικών σεναρίων, όταν τρεις εβδομάδες μετά κατέπεσε το ρωσικό αεροσκάφος στο Σινά, με τις πρώτες ενδείξεις να δείχνουν τρομοκρατική ενέργεια των τζιχαντιστών.
Μέρες μετά, ο Μπαράκ Ομπάμα είπε ότι είναι «σίγουρα πιθανό» να πυροδοτήθηκε βόμβα εντός του αεροπλάνου, εκδοχή που πρώτοι προέβαλαν οι Βρετανοί προκαλώντας την αντίδραση Ρώσων και Αιγυπτίων, αλλά «θα πάρει πολύ καιρό» μέχρι να γίνουν «οριστικές δηλώσεις» επί των αιτίων της αεροπορικής τραγωδίας που κόστισε τη ζωή 224 επιβατών.
Στις 30 Οκτωβρίου, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας ξεκίνησε 8ήμερη περιοδεία στον Ειρηνικό, με αφετηρία την Αλάσκα, όπου μιλώντας στη στρατιωτική βάση Fort Wainwright υποστήριξε ότι η Ρωσία «είναι καταδικασμένη να αποτύχει» στη Συρία και ότι «το Ισλαμικό Κράτος πρέπει να ηττηθεί», κάνοντας λόγο για την «ανάγκη επανακατάληψης της Ράκα», της πρωτεύουσας του ISIS στη Συρία.
Ο Κάρτερ συνέχισε σε Νότια Κορέα, Μαλαισία (για τη συνάντηση των υπουργών Άμυνας της ASEAN) και Χαβάη, όπου μιλώντας στην στρατιωτική βάση του Περλ Χάρμπορ εξήγησε το θέμα της περιοδείας «Asia-Pacific Rebalance» («Εξισορρόπηση Ασίας-Ειρηνικού). Όπως είπε, «η περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού θα είναι ο κινητήριος μοχλός της παγκόσμιας οικονομίας τα επόμενα χρόνια». Υπενθυμίζεται ότι, μετά από επτά χρόνια διαπραγματεύσεων κεκλεισμένων των θυρών, οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ και χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου TPP (Transpacific Partnership) ολοκληρώθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου και στις 5 Νοεμβρίου δημοσιοποιήθηκε μια εκδοχή του τελικού κειμένου προς υπογραφή.
Στη συνέχεια, ο Κάρτερ επισκέφτηκε εν πλω μαζί με τον Μαλαισιανό ομόλογό του το αεροπλανοφόρο USS Theodor Roosevelt στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η επίσκεψη αυτή ερχόταν μια εβδομάδα μετά τις περιπολίες αμερικανικού αντιτορπιλικού κοντά σε κινεζικές εγκαταστάσεις στα νησιά Σπάρτλι που διεκδικούνται από Κίνα, Βιετνάμ, Ταϊβάν και Φιλιππίνες, κίνηση που είχε προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις του Πεκίνου.
Σε αυτό το κλίμα οικονομικής ολοκλήρωσης, ο Κάρτερ τόνιζε πάνω στο αεροπλανοφόρο ότι ο μοναδικός παράγοντας διατήρησης της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή αυτή τις τελευταίες επτά δεκαετίες είναι ο κεντρικός ρόλος της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος και «εξισορρόπηση σημαίνει η πρόθεσή μας να τον επεκτείνουμε στο μέλλον».
Είπε, τέλος, ότι κανείς δεν αποκλείεται από «αυτήν την περιφερειακή αρχιτεκτονική που διατηρεί την ειρήνη»: «είναι όλοι ευπρόσδεκτοι, και η Κίνα». Τους κάλεσε δε όλους να λύσουν τις διαφορές τους με διπλωματικά μέσα, εξηγώντας ότι «οι ΗΠΑ θα επιχειρούν ελεύθερα οπουδήποτε προβλέπεται από την θάλασσα της Νότιας Κίνας έως την Αρκτική», όπου η Ρωσία ανακοίνωσε τις προάλλες ότι επαναλειτουργεί τις πρώην σοβιετικές βάσεις που είχαν κλείσει το 1991.-
Στα εξισορροπημένα βήματα του Ρόναλντ Ρήγκαν
Το ταξίδι του Αμερικανού υπουργού, το τρίτο σε Ασία-Ειρηνικό σε οκτώ μήνες, ολοκληρώθηκε στην Καλιφόρνια, με ομιλία στο τρίτο Reagan National Defense Forum στην προεδρική βιβλιοθήκη Ρόναλντ Ρήγκαν στο Σίμι Βάλεϊ (Simi Valley), την πόλη όπου είναι θαμμένος ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ. «Η πυρηνική διάθεση εκδίκησης της Μόσχας εγείρει ερωτήματα για τη δέσμευση των Ρώσων ηγετών στη στρατηγική σταθερότητα και το σεβασμό των κανόνων κατά της χρήσης πυρηνικών», είπε στο ακροατήριό του, με τον διεθνή Τύπο να κάνει λόγο για τα σκληρότερα σχόλια που έχουν απευθυνθεί έως σήμερα προς τη Μόσχα.
«Φυσικά, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα μπορούν να ανατρέψουν την τάξη πραγμάτων, αλλά και οι δύο αποτελούν διαφορετικές προκλήσεις», υποστήριξε ο Αμερικανός αξιωματούχος. Εξήγησε δε, ότι οι ΗΠΑ προσαρμόζονται στις ρωσικές προκλήσεις, εκσυγχρονίζοντας το πυρηνικό τους οπλοστάσιο. «Επενδύουμε σε τεχνολογίες, όπως μη επανδρωμένα συστήματα, νέα συστήματα ηλεκτρονικού, διαστημικού και κυβερνοχωρικού πολέμου και μερικά άλλα που εκπλήσσουν αλλά πραγματικά δεν μπορώ να τα περιγράψω εδώ».
Αυτό που ο Κάρτερ είπε ξεκάθαρα ήταν ότι «φέρνουμε τα καλύτερα και πιο καινούρια στρατιωτικά περιουσιακά στοιχεία απ’ όλα τα τμήματα του στρατού στην περιοχή του Ειρηνικού».
Για την Κίνα, «τον πιο επιδραστικό παίκτη στο μέλλον της Ασίας», ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας επανέλαβε αυτό που είχε πει στη Χαβάη, ότι «ως ανερχόμενη δύναμη είναι φυσικό να έχει αυξανόμενες φιλοδοξίες και εκσυγχρονισμένο στρατό», αλλά το «αληθινό τεστ για τη δέσμευσή της στην ειρήνη και την ασφάλεια θα εξαρτηθεί από τη συμπεριφορά της».
Ο Κάρτερ εξήγησε με λεπτομέρειες την αντίληψη των ΗΠΑ για το νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, αναφέροντας δύο φορές τη Γερμανία ως έδρα των αναβαθμισμένων επιχειρησιακών μονάδων της Συμμαχίας για την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στη Δύναμη Δράσης Εξαιρετικά Υψηλής Ετοιμότητας (Very High Readiness Joint Task Force), η δημιουργία της οποία είχε συναποφασιστεί στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουαλία, στις 4-5 Νοεμβρίου 2014, λίγες ημέρες πριν από τη σύνοδο των G20 στην Αυστραλία των υψηλών διπλωματικών τόνων.
Το πιο ενδιαφέρον μέρος εκείνων των τοποθετήσεων ήταν αυτές που αφορούσαν στη Ρωσία. Από την αρχή της ομιλίας του ο Κάρτερ εξήρε την πολιτική Ρήγκαν στην αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης, ζητώντας από το κοινό να θυμηθεί το δόγμα «ειρήνη μέσω της δύναμης» του πρώην Αμερικανού προέδρου. Όπως είπε, ο Ρήγκαν είχε αποκαλέσει την ΕΣΣΔ «αυτοκρατορία του κακού» και σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών εξέδωσε προεδρική οδηγία με την οποία άλλαξε όλο το στρατηγικό δόγμα του Ψυχρού Πολέμου. Από την άλλη, όμως, ο ίδιος πρόεδρος αποφάσισε να διαπραγματευτεί με τους Σοβιετικούς για να «προστατεύσει και να ενισχύσει» τα αμερικανικά συμφέροντα. «Αυτός ο συνδυασμός ισχυρών και εξισορροπημένων καινοτόμων ιδεών βοήθησε τις ΗΠΑ να κερδίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο».
Ο Κάρτερ εξήγησε ότι «μετά από δεκατέσσερα χρόνια καταπολέμησης της τρομοκρατίας είμαστε στη μέση μιας στρατηγικής μετάβασης, ανταποκρινόμενοι στις προκλήσεις ασφαλείας που θα καθορίσουν το μέλλον μας».
Δίνοντας το μέτρο των συγκρίσεων, χαρακτήρισε το σήμερα «πρόκληση για μια γενιά, όπως τον καιρό του Ρήγκαν». Σ’ αυτό το σημείο είναι που αναφέρθηκε στις προκλήσεις που δέχονται οι ΗΠΑ από τις Κίνα και Ρωσία, εμμένοντας στην επιθετικότητα της δεύτερης και ξεδιπλώνοντας τις τεχνολογικές απαντήσεις της χώρας του. Δεν παρέλειψε δε να τονίσει ότι «μοχλεύουμε και άλλες δυνατότητες της κυβέρνησης που περιλαμβάνουν εκστρατείες ενημέρωσης, ώστε να διασφαλιστεί ότι η αλήθεια ακούγεται, αλλά και στοχευμένες κυρώσεις στη Ρωσία».
Και όλα αυτά τα κάνουν οι ΗΠΑ, υποστήριξε, αλλά με «εξισορροπημένη προσέγγιση της Ρωσίας, όπως έκανε ο Ρήγκαν». Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν τη συνεργασία «όπου και όταν συγκλίνουν τα συμφέροντά μας με τη Ρωσία», αναφέροντας ως ένα παράδειγμα το πρόγραμμα πυρηνικών του Ιράν. Κάπου εκεί θα έκανε και τη δήλωση της ημέρας (7 Νοεμβρίου): «είναι πιθανόν –θα δούμε- η Ρωσία να παίξει έναν εποικοδομητικό ρόλο στη λύση του εμφυλίου στη Συρία»· και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο «η Ρωσία να αναλάβει τον ρόλο της υπεύθυνης δύναμης στη διεθνή τάξη».
Σε σχετική ερώτηση του κοινού, ο Κάρτερ αναφέρθηκε και στον Βλαντιμίρ Πούτιν, εκφράζοντας την «προσωπική άποψη» ότι «δεν σκέφτηκε καλά τι κάνει στη Συρία», ενώ περιέγραψε τη ρωσική στρατηγική ως «εκτός τροχιάς».
Κλείνοντας τις τοποθετήσεις αυτές αναφέρθηκε ανοιχτά στην αμερικανική στρατηγική κατά του Ισλαμικού Κράτους: «Μπορούμε να νικήσουμε το ISIL, αλλά το δύσκολο μέρος είναι να τους κρατήσουμε ηττημένους. Το ξέρουμε από το Αφγανιστάν και το Ιράκ». Επομένως, αυτό που θέλει να κάνει η Ουάσιγκτον είναι «υποστηρίξει ικανές δυνάμεις με κίνητρο», κάτι που «αποδεικνύεται δύσκολο».
Οι ανεπίσημες συναντήσεις που αλλάζουν τον χάρτη της Συρίας
Στις 12 Νοεμβρίου, μία ημέρα πριν από το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι και εν όψει της συνόδου στην Αττάλεια αλλά και του δεύτερου γύρου συνομιλιών στη Βιέννη για το συριακό, ειπώθηκαν αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα στην ενημέρωση των δημοσιογράφων του Λευκού Οίκου, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας περιστράφηκε γύρω από την TPP και τον Πούτιν.
Εκτός από τον εκπρόσωπο Τζος Έρνεστ (Josh Earnest), μίλησε και η Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Σούζαν Ράις (Susan Rice). Η Ράις αναφέρθηκε στο ταξίδι της αμερικανικής αντιπροσωπείας, που μετά την Αττάλεια θα συνεχιστεί επί έξι ημέρες σε Μαλαισία και Φιλιππίνες για τη σύνοδο ΗΠΑ-ASEAN (Ένωση των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας και τη διάσκεψη κορυφής σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων του Φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC).
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου γιατί δεν προβλέπεται επίσημη συνάντηση Ομπάμα-Πούτιν Αττάλεια και στο σχόλιο «απ’ ό,τι φαίνεται η προσπάθειά σας να τον απομονώσετε φαίνεται να έχει αποτύχει», η Ράις απάντησε ότι το πρόγραμμα ήταν ήδη βεβαρημένο, αλλά, όπως είθισται, οι δύο ηγέτες θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν στο περιθώριο. Επισήμανε δε ότι δεν υπάρχουν « ενδείξεις ότι περιορίζεται η απομόνωση του προέδρου Πούτιν», τονίζοντας ότι «οι κυρώσεις παραμένουν ανέπαφες».
Η Ράις ανέφερε ότι η Ουάσιγκτον θα εντείνει τη στήριξή της «στον συριακό στρατό της αντιπολίτευσης, ώστε να αυξηθεί η πίεση στη Ράκα, μέσω της ανάπτυξης μικρής δύναμης ειδικών δυνάμεων που λειτουργούν ως σύνδεσμος» και στους Κούρδους του Ιράκ, ενώ απάντησε «δεν νομίζω» στην ερώτηση για το αν υπάρχει πιθανότητα λύσης με τον Άσαντ στην εξουσίας.
«Οι Ρώσοι έχουν τις δικές τους ιδέες, εμείς τις δικές μας, άλλοι έχουν τις δικές τους», είπε εξηγώντας ότι οι ΗΠΑ συνεργάζονται με όλους τους παίκτες-κλειδιά συμπεριλαμβανομένων των Ρώσων για την ουσία της πολιτικής μετάβασης στη Συρία.
Τελικά, οι δύο ηγέτες όχι απλώς συζήτησαν σε ένα τραπεζάκι στο λόμπι του ξενοδοχείου για πάνω από μισή ώρα, αλλά ο διεθνής Τύπος αναγνώρισε ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν βγαίνει κερδισμένος από την υπόθεση Συρία.
Η προσπάθεια δύο Αμερικανών αξιωματούχων να σταθούν μπροστά στην κάμερα που τραβούσε τις ανεπίσημες συνομιλίες προκάλεσε θυμηδία στο παγκόσμιο κοινό, που σχολίασε το περιστατικό δεόντως. Το αστείο αυτό στιγμιότυπο δύσκολα ταιριάζει στη σοβαρότητα της κατάστασης, όπως τέθηκε επί τάπητος στην Αττάλεια. Μετά και το δείπνο εργασίας το βράδυ της Κυριακής, η σύγκλιση Ουάσιγκτον και Μόσχας είχε πλέον βγει στον αέρα.
«Τους προσφέραμε συνεργασία κατά του Ισλαμικού Κράτους, αλλά δυστυχώς οι εταίροι μας στις ΗΠΑ αρχικά αρνήθηκαν», δήλωσε ο Βλαντιμίρ Πούτιν στους δημοσιογράφους και συμπλήρωσε με νόημα: «Μας έστειλαν μήνυμα ότι απορρίπτουμε την πρότασή σας. Αλλά, η ζωή αλλάζει γρήγορα και συχνά μας δίνει μαθήματα». Όπως τόνισε, «όλοι τώρα αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι μπορούμε να πολεμήσουμε μόνο αν είμαστε αποτελεσματικά ενωμένοι».
Στις δικές του δηλώσεις, ο Αμερικανός πρόεδρος εμφανίστηκε ως παγκόσμιος υπερασπιστής των κατατρεγμένων, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τη Συρία είναι τα μεγαλύτερα θύματα της τρομοκρατίας, είναι οι πιο ευάλωτοι στις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και των συγκρούσεων».
«Δεν κλείνουμε τις καρδιές μας στα θύματα αυτής της βίας, εξισώνοντας το ζήτημα των προσφύγων με το ζήτημα της τρομοκρατίας», είπε καταγγέλλοντας εμμέσως πλην σαφώς δηλώσεις του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου για το προεδρικό χρίσμα Τζεμπ Μπους (Jeb Bush).
Ο Μπαράκ Ομπάμα εκνευρίστηκε από την επιμονή των δημοσιογράφων να τον ρωτούν επανειλημμένα για τη στρατηγική των ΗΠΑ στη Συρία, την οποία παρουσίασαν ως ετερεχρονισμένη. Ο Ομπάμα αντέτεινε ότι επιταχύνεται η αναζήτηση συμμάχων στο συριακό μέτωπο, καθώς μια χερσαία επέμβαση «θα ήταν λάθος, όχι γιατί ο στρατός μας δεν μπορεί να προελάσει στη Μοσούλη, στη Ράκα και στο Ραμάντι και προσωρινά να τις εκκαθαρίσει από τον ISIL, αλλά γιατί δεν θέλουμε να δούμε να επαναλαμβάνονται όσα είδαμε στο παρελθόν».
Αξιωματούχος του Λευκού Οίκου ανέφερε ότι Μπαράκ Ομπάμα και Βλαντιμίρ Πούτιν συμφώνησαν για διαδικασία πολιτικής μετάβασης στη Συρία, που «θα οριστεί και πραγματοποιηθεί από το συριακό λαό», με διαμεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών ανάμεσα στη Δαμασκό και την συριακή αντιπολίτευση, αφού προηγουμένως έχει κηρυχθεί εκεχειρία στο μέτωπο των συγκρούσεων.
Το Bloomberg αναφέρει ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο του διαφορετικού κλίματος που επικράτησε ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα. Η Σούζαν Ράις είπε ότι, μετά από συνάντησή της με Ρώσο αξιωματούχο, εκείνος ξέχασε μια σακούλα με δώρα, την οποία οι Τούρκοι διοργανωτές παρέδωσαν στην αμερικανική αποστολή. «Συνήθως, θα την κλέβαμε», είπε η Ράις γελώντας, αλλά «την επιστρέψαμε για το συμφέρον της αμοιβαίας συνεργασίας».
Δεν διευκρινίστηκε αν η τσάντα ήταν αγορασμένη από κάποια ακριβή μπουτίκ ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.
Μια εβδομάδα μετά και συγκεκριμένα το Σάββατο 21 Νοεμβρίου, το Reuters θα μετέδιδε, επικαλούμενο διπλωματικές πηγές, ότι στο περιθώριο της συνόδου στην Αττάλεια οι Μπαράκ Ομπάμα, Άγκελα Μέρκελ, Ντέιβιντ Κάμερον, Ματέο Ρέντσι (Matteo Renzi) και ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς (Laurent Fabious) που αντικαθιστούσε τον Ολάντ στη σύνοδο, αποφάσισαν να επεκτείνουν κατά έξι μήνες τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, παρά τις εκκλήσεις για μεγαλύτερη συνεργασία με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Στις 24 και 26 Νοεμβρίου αντίστοιχα, ο Φρανσουά Ολάντ θα επισκεφτεί την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα αντίστοιχα για να ζητήσει κοινό μέτωπο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.