Κ. Αναγνώστου: Εμείς καήκαμε, το θέμα είναι γιατί
ΠΡΟΣΩΠΑ

Κ. Αναγνώστου: Εμείς καήκαμε, το θέμα είναι γιατί

«Ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ότι από τη στιγμή που βγαίνεις από το νοσοκομείο είσαι καλά. Πιστεύει ότι τα βάσανα και ο πόνος έχουν τελειώσει. Με αυτόν τον τρόπο μας υποδεχόντουσαν κιόλας πολλοί όταν βγαίναμε από το νοσοκομείο. Αυτό που δεν ξέρουν, όμως, είναι πως τα εγκαύματα αποτελούν έναν από τους χειρότερους τραυματισμούς που μπορεί να υποστεί το ανθρώπινο σώμα. Και ενώ επιφανειακά μπορεί να φαίνεται ότι κάποια πράγματα έχουν επουλωθεί -όπως έχουν επουλωθεί- το έγκαυμα συνεχίζει να πονάει και να δημιουργεί προβλήματα για πολύ καιρό μετά»: με τα λόγια αυτά, η Κάλλι Αναγνώστου, μια εκ των εγκαυματιών της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, περιγράφει στο CNN Greece τη ζωή των τραυματιών στην πραγματική της διάσταση.

Σκηνοθεσία: Σεραφείμ Ντούσιας

Η κ. Αναγνώστου, ο 6χρονος γιος της και ο πεθερός της είναι τρεις μόνο από τους 187 «τυχερούς» της φονικής πυρκαγιάς της 23ης Ιουλίου, που μέχρι και σήμερα προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους και να ξαναχτίσουν τις ζωές τους.

Και παρότι η ελληνική κοινωνία έχει αρχίσει να επουλώνει τις «πληγές» της και να ξεπερνάει σιγά-σιγά τον εφιάλτη, οι εγκαυματίες και οι πυρόπληκτοι συνεχίζουν να υποφέρουν –τόσο από τα τραύματά τους και την έλλειψη στήριξης από την Πολιτεία όσο και από το αναπάντητο «γιατί» της τραγωδίας.

Μέσα από την καθηλωτική διήγηση της κ. Αναγνώστου ξεδιπλώνονται δύο διαφορετικές πτυχές της Ελλάδας –το μεγαλείο της εθελοντικής προσφοράς και οι αγκυλώσεις της ελληνικής πολιτείας- ενώ παράλληλα αναδεικνύεται πώς η έλλειψη ενημέρωσης, οι καθυστερήσεις, τα λάθη αλλά και η αδυναμία διαχείρισης της τραγωδίας συνέβαλαν στη δημιουργία της χαοτικής κατάστασης που μετέτρεψε την Ανατολική Αττική σε εκατόμβη νεκρών.

Πέντε μήνες από την καταστροφική πυρκαγιά, μετά από μεταμοσχεύσεις στο 40% του σώματός της και ενώ φέρει ακόμη τραύματα στο 70-80% του κορμιού της, η κ. Αναγνώστου θυμάται τις δραματικές στιγμές που έζησε το καλοκαίρι, διηγείται τον αγώνα της αποκατάστασης, εξηγεί πώς άλλαξε η ζωή της μέσα σε μερικές ώρες και μοιράζεται τις ελπίδες της για το μέλλον.

«Εγώ και ο γιος μου είχαμε έρθει για διακοπές από το Ντουμπάι. Ήμασταν εδώ, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού στο Μάτι – το σπίτι που ήταν και η μόνιμη κατοικία τους. Μας φιλοξενούσαν και είχαμε σκοπό να περάσουμε όλο το καλοκαίρι εδώ» λέει στο CNN Greece η κ. Αναγνώστου, διηγούμενη παράλληλα ότι εκείνο μεσημέρι η οικογένεια ξάπλωσε να ξεκουραστεί αλλά ξύπνησε από τους καπνούς γύρω στις 5:30 το απόγευμα.

«Η αλήθεια είναι ότι επειδή είμαστε συνηθισμένοι να υπάρχουν φωτιές το καλοκαίρι, όχι βέβαια τέτοιες, η πρώτη μου κίνηση ήταν να ανοίξω χαλαρά το κινητό μου και να κοιτάξω αν υπάρχει κάτι» αναφέρει η κ. Αναγνώστου.

Εκείνη την ώρα, όμως, οι ειδησεογραφικές ιστοσελίδες δεν είχαν ακόμη μεταδώσει την είδηση της φωτιάς στην περιοχή της Νταού Πεντέλης, επικεντρωμένες ακόμη στην πύρινη λαίλαπα στην Κινέτα…

Λίγη ώρα αργότερα, και ενώ ακόμη η κ. Αναγνώστου συζητούσε με τον πεθερό της τη σοβαρότητα της κατάστασης, κόπηκε το ρεύμα.

«Σε αυτό το σημείο είπαμε ότι κάτι δεν πάει καλά» εξηγεί η κ. Αναγνώστου, και συνεχίζει: «Ανεβαίνω πάνω για να πάρω ρούχα του παιδιού και κατεβαίνοντας πάλι κάτω βλέπω ότι οι φλόγες έχουν περάσει πλέον τη δική μας τη βεράντα (…). Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είδα και τη γειτόνισσα, που η καημένη είχε βγει με το λάστιχο να προσπαθούσε να σβήσει τις φλόγες. Από τη δική μας πλευρά, η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να “γλύφει” το σπίτι».

Τη δραματική εκείνη ημέρα, αρκετοί κάτοικοι αλλά και επισκέπτες της περιοχής εγκλωβίστηκαν στους στενούς δρόμους με αποτέλεσμα ορισμένοι εξ αυτών να βρουν φρικτό θάνατο στα αυτοκίνητά τους.

«Εμείς τα προβλήματα αυτά της κίνησης δεν τα βιώσαμε γιατί ήμασταν στον κεντρικό, στην οδό Κυανής Ακτής, όπου είχε διακοπεί η κυκλοφορία και δεν περνούσε κανείς προς τα κάτω. Το θέμα ήταν, όμως, ότι τα αυτοκίνητα ήταν και τα δύο στο γκαράζ, που λειτουργούσε με ρεύμα και δεν μπορούσαμε να το ανοίξουμε. Έντρομοι και με ότι είχαμε προλάβει να φορέσουμε πάνω μας – να φανταστείτε ότι στο παιδί πρόλαβα να φορέσω μόνο ένα κοντό σορτσάκι, δεν πρόλαβα να του βάλω μπλούζα ή παπούτσια ούτε και εγώ πρόλαβα να βάλω παπούτσια- βγήκαμε στο δρόμο».

Βγαίνοντας από το σπίτι, η κ. Αναγνώστου έβλεπε τις φλόγες να τυλίγουν τα δέντρα και τα φυτά της αυλής.

«Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τρέξουμε προς τα κάτω. Δεδομένου ότι η φωτιά ήταν κυριολεκτικά στα δύο μέτρα πίσω μας, δεν είχαμε πολλά περιθώρια. Από τα πρώτα μέτρα που αρχίσαμε να τρέχουμε είχε κοπεί η αναπνοή μας και δεν βλέπαμε πού πηγαίναμε. Ευτυχώς, για καλή μας τύχη, εκείνη την ώρα έβγαινε από το σπίτι του ένας γείτονας, ο οποίος μας είδε σταμάτησε με αυτοκίνητο -μετά μας είπε είχε δει μόνο σκιές, δεν κατάλαβε ποιοι ήταν- μπήκαμε και του είπαμε: “φύγε, θα καούμε”» λέει η κ. Αναγνώστου.

Ημάχη στο νοσοκομείο και η συνειδητοποίηση

«Χρειάστηκε να μείνουμε πάρα πολύ καιρό μέσα στο νοσοκομείο. Ο μικρός μου έμεινε 35 ημέρες στο Παίδων Αγία Σοφία, ο πεθερός μου νοσηλεύτηκε γύρω στις 45-50 ημέρες και εγώ 66 ολόκληρες ημέρες…» λέει η κ. Αναγνώστου, και συμπληρώνει: «Είναι βίαιο. Η όλη εμπειρία μέσα στο νοσοκομείο ήταν βίαιη, έχοντας όλα αυτά στο μυαλό σου, τις φωνές, τις κραυγές, την αγωνία, τον φόβο… Δεν γνωρίζαμε τι είχαμε αφήσει πίσω μας. Δεν ξέραμε τι είχε γίνει στο σπίτι ή γενικότερα στην περιοχή. Στην αρχή δεν είχαμε επαφή με τον έξω κόσμο γιατί δεν υπήρχε τηλεόραση μέσα στο δωμάτιο της μονάδας αυξημένης φροντίδας».

Όπως εξηγεί η ίδια, γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό «μετρούσαν» τις κουβέντες τους και τους μετέφεραν ελάχιστες πληροφορίες, φοβούμενοι ότι δεν θα μπορέσουν να διαχειριστούν το μέγεθος της τραγωδίας.

«Η τελευταία σκηνή που έχω εγώ από το παιδί μου είναι να το παίρνουν οι διασώστες με το ασθενοφόρο και εγώ να μην προλαβαίνω καν να του πω μια κουβέντα, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά» θυμάται η ίδια, εξηγώντας παράλληλα ότι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα είχε μόνο τηλεφωνική επαφή με το παιδί της.

Και πώς έφτασε η κ. Αναγνώστου στο νοσοκομείο; Με τη βοήθεια ενός ιδιώτη, διηγείται η ίδια, αναδεικνύοντας μέσα από τα λεγόμενά της τις οργανωτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε εκείνες τις ώρες ο κρατικός μηχανισμός.

«Ο πρώτος μήνας πέρασε πάρα πολύ άσχημα…» αναφέρει η εγκαυματίας, και συνεχίζει: «Ανέλαβε να με πάει νοσοκομείο ένα ιδιωτικό βανάκι -εμένα και άλλους τρεις εγκαυματίες. Περιμέναμε στα σκαλιά στο Ναόμα στον δρόμο και πέρασε ένας άνθρωπος -δεν περνούσε ασθενοφόρο, δεν περνούσε τίποτα- και είπε μόνος του ότι θα μάς μεταφέρει στο νοσοκομείο, εφόσον κανένας άλλος δεν αναλάμβανε την ευθύνη. Με τη συνοδεία περιπολικού, πήγαμε στο Σισμανόγλειο. Οι άνθρωποι μας προσέφεραν τις πρώτες βοήθειες αλλά μη έχοντας γνώση του πώς να διαχειριστούν εγκαύματα δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα. Μπήκαμε μέσα, καθάρισαν τις πληγές μας με μπεταντίν και φυσιολογικό ορό, μας έδωσαν κάποια παυσίπονα αλλά επί της ουσίας δεν μπορούσαν να μας προσφέρουν κάτι περισσότερο. Την επόμενη ημέρα, μεταφέρθηκα στο Γεννηματά, στη μονάδα αυξημένης φροντίδας στην πλαστική χειρουργική, όπου έζησα την πρώτη δραματική στιγμή… Με πήγαν στα επείγοντα όπου ήταν ένας γιατρός -δεν θα τον ξεχάσω ποτέ- ο οποίος μου είπε: “Kράτα μου το χέρι, σφίξε με, βρίσε με, θα γίνω ο χειρότερος εχθρός σου αν θες. Δύο πράγματα μόνο: μη λιποθυμήσεις και άφησέ τους να κάνουν τη δουλειά τους”. Και αυτό μου το είπε γιατί έπρεπε να μου τραβήξουν το καμένο δέρμα στα πόδια, στα χέρια και την πλάτη. Εκείνη την ώρα αυτό δεν μπορούσε να γίνει με αναισθησία ή με κάποιον άλλο τρόπο. Έγινε παρουσία 10 γιατρών».

Μετά από αυτή την τρομακτική εμπειρία, η κ. Αναγνώστου μεταφέρθηκε στη μονάδα, σε έναν ειδικό θάλαμο.

«Το πρώτο βράδυ που έμεινα μόνη μου εκεί μέσα, άρχισα να σκέφτομαι όλα όσα γινόντουσαν και το μόνο που ήθελα ήταν να μάθω το γιατί…» αναφέρει η ίδια.

Τα δεινά, όμως, δεν είχαν τελειώσει ακόμη, καθώς η υγεία της κ. Αναγνώστου επιδεινώθηκε και μεταφέρθηκε στην εντατική του Θριασίου όπου και διασωληνώθηκε λόγω αναπνευστικών προβλημάτων αλλά και μιας λοίμωξης που παρουσίασε.

Η συνειδητοποίηση όλων όσων είχαν συμβεί ήρθε αργότερα, όταν πια είχε βγει από τη ΜΕΘ και είχε επιστρέψει στο Γεννηματά. Όπως αναφέρει η ίδια, το πρώτο μεγάλο σοκ ήρθε όταν έπρεπε να δει τον αυτό της όπως ήταν, χωρίς δέρμα, ενώ το δεύτερο όταν άρχισε να μαθαίνει όλα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο διάστημα και τον κόσμο που είχε κινητοποιηθεί.

«Άνοιξα το κινητό μου και βρήκα τουλάχιστον 100 αναπάντητες και 50 μηνύματα από ανθρώπους που ρωτούσαν να μάθουν πώς είμαστε» λέει η κ. Αναγνώστου.

«Μαμά,με υποδέχτηκαν σαν αγωνιστή. Αγωνιστής είμαι;»

«Ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ότι από τη στιγμή που βγαίνεις από το νοσοκομείο είσαι καλά. Πιστεύει ότι τα βάσανα και ο πόνος έχουν τελειώσει. Με αυτόν τον τρόπο μας υποδεχόντουσαν κιόλας πολλοί όταν βγαίναμε από το νοσοκομείο. Αυτό που δεν ξέρουν, όμως, είναι πως τα εγκαύματα αποτελούν έναν από τους χειρότερους τραυματισμούς που μπορεί να υποστεί το ανθρώπινο σώμα. Και ενώ επιφανειακά μπορεί να φαίνεται ότι κάποια πράγματα έχουν επουλωθεί -όπως έχουν επουλωθεί- το έγκαυμα συνεχίζει να πονάει και να δημιουργεί προβλήματα για πολύ καιρό μετά» αναφέρει η κ. Αναγνώστου.

Οι πρώτοι επίδεσμοί της βγήκαν περίπου δύο μήνες μετά τη φονική πυρκαγιά ενώ ορισμένοι υπάρχουν ακόμα.

Κάποιες πληγές παραμένουν ανοιχτές, άλλες που είχαν «επουλωθεί» ανοίγουν ξανά και παρά τις αλοιφές και τις κρέμες, ο πόνος αποτελεί μια οδυνηρή πραγματικότητα.

Και πως είναι πλέον η καθημερινότητα για την κ. Αναγνώστου; «Η ρουτίνα κάθε ανθρώπου το πρωί είναι να σηκωθεί και να πάει να πλυθεί. Η δική μου ρουτίνα όταν ξυπνάω είναι να αρχίσω να γυμνάζω το σώμα μου για να αντέξει να σηκωθώ από το κρεβάτι» εξηγεί, και συμπληρώνει: «Δεν μπορείς να κάνεις μπάνιο σαν άνθρωπος -κάνω μπάνιο με μπεταντίν ακόμα. Πρέπει να προσέχω πάρα πολύ το κρύο, τον καιρό και δεν μπορώ να κάνω βασικά πράγματα, όπως να μαγειρέψω ή να πάω μια βόλτα. Για εμένα όλα αυτά είναι πράγματα που απαιτούν πάρα πολύ σκέψη και οργάνωση. Να μαγειρέψω δεν μπορώ, θα πρέπει να βάλω κάποιον άλλον να το κάνει γιατί εγώ δεν πρέπει να έρθω σε καμία επαφή με ατμό ή με τον φούρνο».

Στην περίπτωση της κ. Αναγνώστου, οι δυσκολίες της ζωής ενός εγκαυματία συνδυάζονται και με το γεγονός ότι η οικογένεια ξεκινά στην ουσία από το «μηδέν».

«Εγώ με τον σύζυγό μου και τον μικρό μας ζούσαμε στο εξωτερικό μια όμορφη, ήσυχη ζωή χωρίς πολλά περιττά. Ήταν, όμως, μια ζωή που είχαμε αρχίσει και φτιάχναμε. Ο μικρός πήγαινε στο σχολείο, είχαμε τις δραστηριότητές μας και εγώ ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω τη δική μου εταιρεία. Ασχολούμαι με το coaching και είχα σκοπό από Σεπτέμβρη να ανοίξω τη δική μου επιχείρηση. Μάλιστα, ακριβώς πριν φύγω από το Ντουμπάι για να έρθουμε για διακοπές είχα αναθέσει σε ένα γραφείο να κάνει τις διαδικασίες ώστε όταν θα επέστρεφα να προχωρούσε η ίδρυση της εταιρείας» αναφέρει η ίδια, και συμπληρώνει: «Η ζωή που ήξερα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Για εμένα και τον μικρό απαγορεύεται η ζέστη και απαγορεύεται ο ήλιος. Στο Ντουμπάι έχει και ζέστη και ήλιο».

Έτσι, νοίκιασαν ένα σπίτι και εξετάζουν τώρα τις ευκαιρίες και τα επόμενα βήματά τους στην Αθήνα. «Το μόνο ευχάριστο είναι ότι τα πράγματά μας ήταν όλα στο Ντουμπάι και έτσι δεν κάηκαν…» λέει η ίδια.

«Ο μεγάλος μας φόβος ήταν πώς θα επέστρεφε ο μικρός στο σχολείο γιατί όπως και εγώ και εκείνος έχουμε αρκετά εμφανή σημάδια στο σώμα μας. Το έλεγε και ο ίδιος: “Πώς θα μπορέσω να πάω, πώς θα με δεχτούν τα παιδάκια, πώς θα τους εξηγήσω τι συμβαίνει…”. Ευτυχώς, όμως, είχαμε μιλήσει με το σχολείο, υπήρχε και ψυχολόγος και τον υποδέχτηκαν πολύ καλά. Σε σημείο που την πρώτη ημέρα γύρισε στο σπίτι και μου είπε: “Μαμά, με υποδέχτηκαν σαν αγωνιστή. Αγωνιστής είμαι;” και του είπα “ναι, αγάπη μου”».

Ταπροβλήματα και το μεγαλείο των εθελοντών

Μέχρι στιγμής, η κ. Αναγνώστου δεν έχει λάβει κάποια οικονομική στήριξη από την πολιτεία. Τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της θεωρούνται κάτοικοι εξωτερικού και συνεπώς είναι πολίτες… φαντάσματα για την Πολιτεία, χωρίς ασφαλιστική κάλυψη και δικαιώματα. «Εμείς δεν δικαιούμαστε των αποζημιώσεων που δίνονται για τις καμένες περιουσίες ή το ποσό που δόθηκε για τις πρώτες ανάγκες των πυρόπληκτων. Αυτό που έχει ακουστεί ότι μπορεί να γίνει κάποια στιγμή είναι να δοθούν κάποια χρήματα για τους εγκαυματίες. Ευτυχώς, τουλάχιστον, δεν χρειάστηκε να πληρώσουμε για τη νοσηλεία μας» λέει η κ. Αναγνώστου, αποκαλύπτοντας παράλληλα ότι αλοιφές, γάζες, επίδεσμοι πληρώνονται όλα από την τσέπη τους εκτός εάν απευθυνθούν στο κοινωνικό φαρμακείο που έχει δημιουργηθεί.

«Μας έχει βοηθήσει πολύ ο κόσμος. Δεν μιλάω μόνο για εμένα, αλλά γενικότερα. Υπάρχει πολύς κόσμος που ιδιωτικά παίρνει πρωτοβουλίες. Και υπάρχει η συντονιστική επιτροπή στο Μάτι, μια ομάδα ατόμων, που έχει αναλάβει να δει ποιες είναι οι ανάγκες όλων των πυρόπληκτων και πώς μπορούν να καλυφθούν. Χάρη σε εκείνους εμείς είδαμε να γίνονται κάποια πράγματα, χάρη σε εκείνους υπάρχει η μέριμνα για το κοινωνικό φαρμακείο και χάρη σε εκείνους υπήρξαν κάποιες βοήθειες ιδιωτικές».

Αυτές οι ιδιωτικές βοήθειες επιτρέπουν και την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών, όπως η αγορά ειδικών γαντιών και μανικιών που απαιτούνται για την πλήρη αποκατάσταση της κ. Αναγνώστου και του γιου της, κάτι που δεν καλύπτεται από το κράτος γιατί θεωρούνται κοσμητικά: «Μόνο που για εμένα το να βρω την κίνηση στο αριστερό μου χέρι δεν είναι κάτι που είναι αισθητικό αλλά καθαρά λειτουργικό».

«Η Πολιτεία, δυστυχώς, μέχρι στιγμής δεν έχει δείξει κάποια συγκριμένα πράγματα και δεν έχει κάνει κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Σίγουρα ο τρόπος με τον οποίο συνέβη το συγκεκριμένο γεγονός, ο αριθμός των εγκαυματιών και ο τρόπος με τον οποίο έπρεπε να διαχειριστούν όλα αυτά τα πράγματα ήταν κάτι που δεν είχαν συναντήσει. Από τη στιγμή που γίνεται, όμως, πρέπει να υπάρξει άμεση πρόβλεψη και άμεση διαχείριση. Δεν μπορείς να αφήνεις για τόσο καιρό αυτούς τους ανθρώπους να ζουν με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή περιμένοντας ιδιωτικές πρωτοβουλίες» αναφέρει η ίδια.

Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι πρέπει να υπάρξει μια κάποια μέριμνα ώστε οι εγκαυματίες τουλάχιστον να μπορούν να καλύπτουν βασικές ανάγκες: «Έχω τον πόνο μου αλλά τουλάχιστον να μην έχω και την ανησυχία ότι μου τελείωσαν οι γάζες και θα πρέπει να πάω να τις πληρώσω… Αυτά είναι υπαρκτά προβλήματα, σοβαρά προβλήματα».

Μέσα στο επόμενο διάστημα, η ίδια ελπίζει ότι θα καταφέρει να «ξεπληρώσει» την καλοσύνη και τη στήριξη που δέχτηκε από τους εθελοντές, βοηθώντας και αυτή με τη σειρά της τους πυρόπληκτους.

«Πώς θα ήθελα να γίνει από εδώ και πέρα η ζωή μας; Ξέρω αρχικά ότι θα πρέπει να κάνουμε υπομονή γιατί ο χρόνος αποκατάστασης και για εμένα και για τον μικρό θα είναι μεγάλος» αναφέρει και συνεχίζει: «Ιδανικά θα ήθελα να μπορούμε να ξαναφύγουμε. Οφείλω ένα τεράστιο ευχαριστώ σε όλους τους ανθρώπους εδώ, τους Ματιώτες και τους εθελοντές, αλλά η αλήθεια είναι ότι λόγω όσων έχω δει από την πολιτεία δεν θα ήθελα να μείνω εδώ. Θα ήθελα να μπορώ να ξαναφύγω. Μέχρι τότε, και επειδή εγώ βρέθηκα στη θέση που είμαι, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βοηθήσω και εγώ. Μέσω της δουλειάς μου, μέσω του χρόνου που μπορώ να διαθέσω να σταθώ και εγώ στο πλευρό αυτών που έχουν αντίστοιχα προβλήματα και να βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ» αναφέρει η ίδια.

«Εμείς καήκαμε. Το θέμα είναι γιατί καήκαμε»

Και ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να στείλει η Κάλλι Αναγνώστου;

«Είναι πάρα πολύ σημαντικό κάποια στιγμή να αποδοθούν ευθύνες. Εμείς καήκαμε. Το θέμα, όμως, είναι γιατί καήκαμε, το πώς φτάσαμε να καούμε. Πρέπει να αποδοθούν κάποια στιγμή κάποιες ευθύνες, πρέπει κάποιοι άνθρωποι να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες για τα λάθη που έγιναν. Δεν είμαστε οι Ματιώτες που καήκαμε επειδή εμείς κάναμε λάθη. Ακούστηκε πάρα πολύ έντονα κάποια στιγμή ότι τα περισσότερα σπίτια στο Μάτι είναι αυθαίρετα, ότι πήγαμε και χτίσαμε μέσα στο δάσος, ότι δεν φροντίσαμε να υπάρχουν δίοδοι ώστε να μπορεί ο κόσμος να σωθεί. Αυτά δεν είναι αληθή στοιχεία. Είναι ένας οικισμός που είχε δοθεί νόμιμα στους περισσότερους -τουλάχιστον- κατοίκους. Τους είχαν παραχωρηθεί κάποια οικόπεδα, χτίσανε και είχαν άδειες. Ο λόγος για τον οποίο εγκλωβίστηκαν είναι επειδή κάποιοι άλλοι τους οδήγησαν εκεί. Και εγώ δεν ντρέπομαι ούτε θα αισθανθώ άσχημα να το πω: υπήρχαν τροχονόμοι που οδηγούσαν τον κόσμο από τους κεντρικούς δρόμους, κάτω στο Μάτι, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν και να καούν. Αυτό δεν έγινε από εμάς. Όπως δεν βάλαμε και εμείς τη φωτιά…».