ΠΡΟΣΩΠΑ

Guhdar Ibrahim: Η συγκλονιστική μαρτυρία ενός Κούρδου πρόσφυγα

Guhdar Ibrahim: Η συγκλονιστική μαρτυρία ενός Κούρδου πρόσφυγα
Mohammad Ghannam/MSF

Ο Guhdar Ibrahim περνάει τις μέρες του ψαρεύοντας στο λιμάνι της Σάμου, ώστε η οικογένειά του να μπορέσει να φάει αξιοπρεπώς

«Με λένε Guhdar Ibrahim. Είμαι από το Κουρδιστάν του Ιράκ. Είμαι 45 χρονών και έχω έξι παιδιά: τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια.

Η ζωή μου ήταν καλή. Είχα δικό μου κατάστημα και ζούσα μια φυσιολογική ζωή, μέχρι που ο αδελφός μου ερωτεύτηκε το λάθος κορίτσι στο Zakho, την πόλη μας. Ήταν πολύ όμορφη, όμως οι γονείς της δεν ήθελαν να τον παντρευτεί. Έτσι οι δύο ερωτευμένοι κλέφτηκαν και έφυγαν από τη χώρα.

Λίγες μέρες μετά, οι γονείς της νύφης ήρθαν σπίτι μου, οπλισμένοι, και μου είπαν ότι είχα δύο επιλογές: είτε να δώσω μία από τις κόρες μου για να την παντρευτεί ο γιος τους, είτε να πληρώσω 6.000 δολάρια σαν πρόστιμο, διαφορετικά θα με σκότωναν σε μια εβδομάδα.

Δεν είμαι πλούσιος, ήταν αδύνατο να τους δώσω αυτά τα χρήματα, ούτε υπήρχε περίπτωση να δώσω την κόρη μου με αυτόν τον τρόπο. Έτσι φύγαμε, παρόλο που το Zakho είναι το σπίτι των παιδιών μου και το μέρος όπου η ψυχή μου γαληνεύει.

Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα. Πήγαμε στην Τουρκία τον Σεπτέμβριο του 2016, ξέροντας ότι θα μέναμε εκεί για λίγο μόνο. Οι τουρκικές αρχές συλλαμβάνουν όποιον έχει μπει παράνομα, και οι Κούρδοι έχουν τη χειρότερη μεταχείριση.

Πήγαμε στη Σμύρνη στα παράλια και καταφέραμε να βρούμε έναν διακινητή που υποσχέθηκε να μας πάει όλους στην Ιταλία. Έτσι θα αποφεύγαμε να παγιδευτούμε στην Ελλάδα. Η αμοιβή του ήταν πολύ μεγάλη, αλλά έδειχνε σίγουρος, οπότε τον εμπιστευτήκαμε.

Ένα βράδυ μπήκαμε σε μια ξύλινη βάρκα, γεμάτοι φόβο κι ελπίδα καθώς αφήναμε πίσω μας την Τουρκία.

Ο διακινητής ισχυριζόταν ότι θα φτάναμε στην Κατάνια, το λιμάνι της Σικελίας, μέσα σε 24 ώρες. Τα πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι. Τέσσερις ώρες αφότου φύγαμε από τη Σμύρνη, τα κύματα έγιναν πολύ μεγάλα, η βάρκα μας πήγαινε πέρα-δώθε και φοβηθήκαμε ότι θα πνιγούμε.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να καλέσουμε την ελληνική ακτοφυλακή. Μας έσωσαν και μας πήγαν στη Σάμο. Τώρα είμαστε τέσσερις μήνες εγκλωβισμένοι εδώ. Μας είπαν ότι πρέπει να κάνουμε αίτηση για άσυλο στην Ελλάδα, διαφορετικά δεν θα μας επιτραπεί να φύγουμε από τη Σάμο. Μας προειδοποίησαν επίσης ότι δεν θα έχουμε πρόσβαση σε κατάλληλη φροντίδα υγείας αν δεν κάνουμε αίτηση.

Ο στόχος μας όμως δεν ήταν να ζητήσουμε άσυλο εδώ.Μέχρι σήμερα, η μόνη εμπειρία που έχουμε από την Ελλάδα είναι να μας κρατάνε εδώ οι ελληνικές Αρχές χωρίς λόγο. Θέλουμε να πάμε σε ένα μέρος σαν τη Γερμανία, τη Γαλλία ή τη Σουηδία, όπου οι πρόσφυγες είναι περισσότερο ευπρόσδεκτοι.

Δείτε τον καταυλισμό εδώ στη Σάμο: μοιάζει με κέντρο κράτησης, όχι με έναν φιλόξενο καταυλισμό προσφύγων όπως θα έπρεπε να είναι. Κανείς από εμάς δεν ήρθε εδώ στη Σάμο επειδή ήθελε. Ήρθαμε επειδή θέλαμε να μείνουμε ζωντανοί και να δώσουμε στα παιδιά μας την ευκαιρία να έχουν ένα μέλλον.

Δεν περιμέναμε να μας αντιμετωπίσουν με αυτόν τον τρόπο. Το φαγητό δεν είναι για ανθρώπους. Δεν μπορούμε να φάμε αυτά που μας δίνουν. Έτσι κάθε μέρα πηγαίνω στο λιμάνι για οχτώ με δώδεκα ώρες, για να αδειάσει το μυαλό μου και να ψαρέψω για την οικογένειά μου, ώστε να φάμε κάτι φρέσκο και αξιοπρεπές.

Κάθε μέρα τα παιδιά μου με ρωτάνε γιατί ήρθαμε εδώ. Λένε ότι η ζωή μας θα ήταν καλύτερη αν είχαμε μείνει στην πατρίδα. Για μένα όμως όλες οι επιλογές είναι κακές: αν δεν ήμασταν φυλακισμένοι εδώ, θα είχα σκοτωθεί στην πατρίδα μου.

Ο γιος μου, που είναι 18 χρονών, έχει άσθμα και δεν είναι καλά ψυχολογικά. Τον περασμένο μήνα κόπηκε με ένα μαχαίρι και είπε «Δεν θέλω να ζω εδώ».Οι κόρες μου επίσης έχουν κατάθλιψη.

Λέω όμως συνέχεια στα παιδιά μου ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσουμε στο Κουρδιστάν ή την Τουρκία. Έχω ζητήσει ιατρική φροντίδα για τον γιο μου, αλλά μας λένε να περιμένουμε.

Όταν παραπονέθηκα, μου είπαν ότι θα πρέπει να κάνουμε αίτηση για άσυλο για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες. Αυτό όμως δεν είναι σωστό.

Όπως στις φυλακές σε όλο τον κόσμο, οι αρχές του καταυλισμού δεν μας αφήνουν να μιλήσουμε σε δημοσιογράφους. Δεν θέλουν να μάθει κανείς πόσο απαίσια είναι τα πράγματα εδώ. Όταν διαμαρτυρόμαστε ζητώντας καλύτερο φαγητό και καλύτερες συνθήκες, η αστυνομία μάς χτυπάει.

Είναι σαν να μας κρύβουν, ώστε να μπορεί ο καθένας να προσποιείται ότι δεν υπάρχουμε.

Δεν θα έπρεπε να συμβαίνει αυτό. Ελπίζω ο κόσμος να μας λυπηθεί και να καταλάβει τι περνάμε».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ