ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Το στοίχημα της απολιγνιτοποίησης

Το στοίχημα της απολιγνιτοποίησης
Στην Ελλάδα, ιδίως οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, η τοπική οικονομία έχει εγκλωβιστεί στην εξόρυξη και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΣΙΔΗΣ

Τη δημιουργία ενός νέου, «πράσινου» ενεργειακού χάρτη για τη χώρα μέσα στην επόμενη δεκαετία προβλέπει το σχέδιο της απολιγνιτοποίησης.

Στην πραγματικότητα η απολιγνιτοποίηση είναι η προβλεπόμενη μείωση και τελικά παύση της χρήσης του λιγνίτη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Η απεξάρτηση της οικονομίας από το ρυπογόνο καύσιμο του λιγνίτη αποτελεί βασική προτεραιότητα της Ελληνικής Κυβέρνησης ,η δε εθνική πολιτική αποτυπώθηκε στο Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ) , στο οποίο ενσωματώθηκε ο στόχος της πλήρους απολιγνιτοποίησης της χώρας έως το 2028.

Η μετάβαση αυτή μακριά από τον λιγνίτη είναι εφικτή και θα μπορέσει να υποστηριχθεί λόγω του ισχυρού δυναμικού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας που διαθέτει η Ελλάδα, οι οποίες θα αποτελούν το βασικό εθνικό ενεργειακό μας πόρο στο ενεργειακό μείγμα.

Γιατί Απολιγνιτοποίηση

Ανάμεσα στους λόγους που επιβάλουν την απολιγνιτοποίηση, κυρίαρχη θέση έχουν τα ζητήματα που αφορούν την υγεία και το περιβάλλον. Το «βρώμικο» κάρβουνο έφερε πάρα πολλά προβλήματα υγείας όλα αυτά τα χρόνια στους εργαζόμενους και τους κατοίκους των λιγνιτικών περιοχών. Η αιωρούμενη σκόνη στην ατμόσφαιρα είναι η κύρια απόδειξη. Απ΄την άλλη, το να εκλύονται περίπου 300.000 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα που ισοδυναμούν με 1,1 εκατομμύρια στρέμματα δάσους, επιβαρύνει αφάνταστα το περιβάλλον, επιτείνοντας τις συνθήκες που οδηγούν στην κλιματική κρίση που ζούμε τελευταία.

Επιπλέον, ο λιγνίτης έχει φθίνουσα οικονομική απόδοση. Όντας χαμηλής θερμιδικής απόδοσης και με την εντυπωσιακή πρόοδο στις τεχνολογίες ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας το κόστος των οποίων βαίνει συνεχώς μειούμενο, η καύση λιγνίτη για την παραγωγή ενέργειας έχει ολοένα και υψηλότερο οικονομικό κόστος. Σ’ αυτό συντελεί και η υποχρεωτική εφαρμογή και στη χώρα μας μετά το 2013 του συστήματος (ETS) των αγορών δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (CO2), με αποτέλεσμα, αν ξεπερνιέται ο δείκτης εκπομπών ρύπων, να επιβαρύνεται το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.

Επίσης, στην Ελλάδα, ιδίως οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, η τοπική οικονομία έχει εγκλωβιστεί εδώ και δεκαετίες στην κυριαρχία της δραστηριότητας εξόρυξης και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη. Η εξάρτηση αυτή είναι αδιέξοδη και στερεί τις περιοχές αυτές από άλλες οικονομικές δραστηριότητες με μεγαλύτερες προοπτικές για τους κατοίκους και την ποιότητα ζωής τους.

Με ποιους πόρους

Ως επενδυτικός πυλώνας της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, το επενδυτικό σχέδιο «Βιώσιμη Ευρώπη» θα κινητοποιήσει βιώσιμες επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 1 τρισ.ευρώ κατά την προσεχή δεκαετία. Το εν λόγω ποσό χρηματοδότησης για την πράσινη μετάβαση επιτυγχάνεται μέσω δαπανών στο πλαίσιο του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ, το ένα τέταρτο των οποίων θα διατεθεί για σκοπούς που σχετίζονται με το κλίμα, ενώ περιλαμβάνεται ποσό ύψους 39 δισ. ευρώ περίπου για περιβαλλοντικές δαπάνες. Οι διαπραγματεύσεις για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-27 έχουν αρχίσει. Επιπλέον, το σχέδιο θα προσελκύσει πρόσθετη ιδιωτική χρηματοδότηση μέσω της αξιοποίησης της εγγύησης από τον προϋπολογισμό της ΕΕ στο πλαίσιο του προγράμματος InvestEU.

Πώς θα αντιμετωπισθεί η δύσκολή εξίσωση της μετάβασης

Ωστόσο, η πορεία προς μια πράσινη οικονομία και κλιματική ουδετερότητα, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες δυσκολίες τις οποίες πρέπει να αντιμετωπισθούν επειγόντως. Για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλος αριθμός περιφερειών που εξακολουθούν να εξαρτώνται από βιομηχανικές διεργασίες έντασης ορυκτών καυσίμων ή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η μετάβαση των περιφερειών αυτών σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία συνιστά, συνεπώς, τεράστια πρόκληση. Οι οικονομικές δραστηριότητες έντασης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ή οι οικονομικές δραστηριότητες που βασίζονται στην παραγωγή και χρήση ορυκτών καυσίμων, όπως για παράδειγμα άνθρακα και λιγνίτη, θα πρέπει αναπόφευκτα να περιοριστούν από άποψη επιπέδων τόσο οικονομικής παραγωγής όσο και απασχόλησης

Τι προβλέπεται για τις περιοχές υπό μετάβαση

Στην πρόταση της Επιτροπής για τη θέσπιση Μηχανισμού και Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης στην περίοδο χρηματοδότησης μετά το 2020 δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε αυτές τις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις ώστε να υπάρξει κοινή απόκριση της ΕΕ στην ανάγκη για δίκαιη μετάβαση. Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα χρησιμοποιηθεί πρωτίστως για να στηρίξει δραστηριότητες στους τομείς της οικονομικής διαφοροποίησης, της απόκτησης νέων δεξιοτήτων από τους εργαζομένους και της περιβαλλοντικής αποκατάστασης.

Πρόκειται για ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ειδικότερα επενδύσεις: σε ΜΜΕ, σε δραστηριότητες Ε&Κ, στην ανάπτυξη τεχνολογίας και υποδομών που σχετίζονται με την ενέργεια, στην ψηφιοποίηση, στην αναγέννηση, στην ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας, στην αναβάθμιση δεξιοτήτων και στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων από τους εργαζομένους, καθώς και στην παροχή συνδρομής για την αναζήτηση εργασίας σε όσους αναζητούν εργασία και στην ενεργητική συμπερίληψή τους στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, ο κατάλογος των δραστηριοτήτων δεν θα πρέπει να είναι εξαντλητικός, θα πρέπει δε να διευρυνθεί, ώστε να περιλαμβάνει πανεπιστήμια και δημόσια ερευνητικά ιδρύματα, επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην παραγωγή ενέργειας και κατασκευή υποδομών, καθώς και σε φιλικά προς το περιβάλλον μέσα μεταφοράς.


Το πρόγραμμα της απολιγνιτοποίησης της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής προβλέπει και την παράλληλη υιοθέτηση ολοκληρωμένων προγραμμάτων για τη στήριξη των ελληνικών λιγνιτικών περιοχών για αυτή τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο. Ειδικότερα, δέσμευση της Ελληνικής Κυβέρνησης είναι η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων έως το έτος 2028 με τρόπο συντεταγμένο και υπεύθυνο. Την ίδια στιγμή η διασφάλιση των θέσεων εργασίας και η αξιοποίηση του υψηλής τεχνογνωσίας ανθρωπίνου δυναμικού των περιοχών αυτών αποτελούν μέγιστη προτεραιότητα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ