ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Οι τρεις λόγοι που εκτίναξαν το ελληνικό χρέος

Οι τρεις λόγοι που εκτίναξαν το ελληνικό χρέος
Η Ακρόπολη με τις σημαίες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης INTIME NEWS

Ασυλλόγιστος δανεισμός του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, διαρκή ελλείμματα ανταγωνιστικότητας και τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και ανικανότητα εισπράξεων από στρατηγικούς κακοπληρωτές και «μπαταχτσήδες» είναι το τρίπτυχο που οδήγησε στην εκτίναξη του ελληνικού χρέους.

Από το 22,5% στην έναρξη της μεταπολίτευσης, το ελληνικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασε ακόμη και το 205% μέσα στην πανδημία. Ενώ στο τέλος του 2022, σε απόλυτους αριθμούς, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών εκτινάχθηκε στο ποσό των 400,28 δισ. ευρώ που αποτελεί και ιστορικό ρεκόρ.

Και μπορεί ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος να βαίνει μειούμενο, όμως το γεγονός αυτό οφείλεται στην ανάπτυξη που καταγράφει η χώρα και όχι στην αυξημένη εισπραξιμότητα οφειλών προς το Δημόσιο.

Την ίδια στιγμή, το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα ανέρχεται σε 256 δισ. ευρώ. Αναλυτικά, σύμφωνα και με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το υπόλοιπο δανείων στο τέλος του 2022 έφτανε στα 115 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 72 δισ. ευρώ είναι επιχειρηματικά δάνεια, τα 29,38 δισ. ευρώ είναι στεγαστικά και περίπου 8,6 δισ. ευρώ είναι καταναλωτικά.

Αν στο ποσό αυτό προστεθούν τα 113 δισ. ευρώ που είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, τότε το συνολικό ιδιωτικό χρέος ξεπερνά τα 256 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ένα σημαντικό ποσό προέρχεται από στρατηγικούς κακοπληρωτές και επιχειρήσεις που «φέσωσαν» τράπεζες και δημόσιο, ενώ παράλληλα λειτουργούν κανονικά άλλες δραστηριότητες.

Ο αλόγιστος δανεισμός και η «παγίδα» των χαμηλών επιτοκίων

Παρατηρώντας κανείς το διάγραμμα της πορείας του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και σήμερα, βλέπει ξεκάθαρα την εκτίναξή του κατά το διάστημα 1981 έως και 1993. Από το 31,2% το 1981 φτάνει στο 80,7% το 1990 και εκτινάσσεται πάνω από το 111% του ΑΕΠ το 1993. Είναι η πρώτη εποχή του αλόγιστου δανεισμού, της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, των πολιτικών σκανδάλων και της κατάφορης εκμετάλλευσης των κοινοτικών επιδοτήσεων και προγραμμάτων στήριξης στο βωμό μιας ανάπτυξης που βασιζόταν στην κατανάλωση.

Αυτό που όμως δεν περιγράφεται ξεκάθαρα στο γράφημα είναι η εκτίναξη του χρέους σε απόλυτους αριθμούς το διάστημα 1993-2004, καθώς η -επίπλαστη όπως αποδείχθηκε-ανάπτυξη εκείνης της δεκαετίας υπέσκαψε τα θεμέλια της οικονομίας, οδηγώντας εν συνεχεία στην κρίση και τα μνημόνια.

Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρονται στο άρθρο της «Διανέοσις» με τίτλο
«Πώς Έφτασε Η Ελλάδα Στα Μνημόνια;» το οποίο υπογράφουν οι κ.κ. Τσακλόγλου, Οικονομίδης, Παγουλάτος, Τριαντόπουλος και Φιλιππόπουλος.

Όπως αναφέρουν οι συντάκτες του για εκείνη την περίοδο, «η μεγάλη πιστωτική επέκταση στην οποία οδήγησαν τα χαμηλά επιτόκια, αλλά και οι αισιόδοξες προβλέψεις σχετικά με την πορεία της οικονομίας, οδήγησαν σε αύξηση της εγχώριας ζήτησης, η οποία οδήγησε, με τη σειρά της, σε άνοδο των εισαγωγών. Έπειτα, τα χαμηλά επιτόκια επηρέασαν και τη δραστηριότητα του κράτους, ο δανεισμός του οποίου σιγά-σιγά αυξήθηκε, με αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης».

Για να προσθέσουν χαρακτηριστικά ότι «η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια να δημιουργηθεί μια “φούσκα” (bubble) εγχώριας ζήτησης ή οικονομικής δραστηριότητας, η οποία συντηρήθηκε για αρκετά χρόνια από το δανεισμό (κυρίως τον εξωτερικό), αλλά και από κεφάλαια προερχόμενα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. Η “φούσκα” αυτή οδήγησε σε ασυνήθιστα υψηλούς για τη χώρα μας ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μέχρι και το 2007, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας μακροχρόνιας ευμάρειας. Για τους προσεκτικούς αναλυτές, ωστόσο, ήταν απλώς μια προσωρινή ανάπτυξη που στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα της εγχώριας ζήτησης (demand-driven growth), χωρίς ανάλογη συνεισφορά του τομέα της παραγωγής της οικονομίας».

Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία –δημόσια και ιδιωτική- είδε το «τυρί» των χαμηλών επιτοκίων, όχι όμως και τη «φάκα» του υπερδανεισμού.

Πρόβλημα που επιτάθηκε –και ακόμη επιτείνεται- από το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικά επιχειρηματικά χρέη προς το δημόσιο και τις τράπεζες που παραμένουν ανείσπρακτα, μολονότι οι ίδιοι επιχειρηματίες συνεχίζουν απρόσκοπτοι άλλες δραστηριότητες.

Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και τρεχουσών συναλλαγών

Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, βασικός παράγοντας για την περαιτέρω εκτίναξη του χρέους ήταν η διαρκής έλλειψη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η εκτίναξη των κρατικών δαπανών και η αύξηση των εισαγωγών. Παράγοντες που συνέτειναν στη δημιουργία ενός σταθερού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο και έφτασε να ξεπερνά ακόμη και το 14% του ΑΕΠ, όπως παρουσιάζεται στο παρακάτω γράφημα.

Όπως αναφέρουν οι κ.κ. Τσακλόγλου, Οικονομίδης, Παγουλάτος, Τριαντόπουλος και Φιλιππόπουλος, «η άνοδος του μισθολογικού κόστους του δημοσίου τομέα, η διόγκωση του μεγέθους του μέσω διορισμών, καθώς και η αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, παράλληλα με την αδυναμία του κράτους να εισπράξει τα αναλογούντα στα εισοδήματα φορολογικά έσοδα, λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής από ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, οδήγησαν στην παραγωγή δημοσιονομικών ελλειμμάτων ακόμη και κατά τις περιόδους της ραγδαίας οικονομικής μεγέθυνσης που ακολούθησαν την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος. Δηλαδή, ενάντια σε κάθε οικονομική λογική, η δημοσιονομική πολιτική της δεκαετίας του 2000 ήταν έντονα προ-κυκλική, και άρα αποσταθεροποιητική. Τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα οδήγησαν σταδιακά σε διόγκωση του δημοσίου χρέους, εν μέσω ανάπτυξης της οικονομίας».



Έτσι, το εκρηκτικό κοκτέιλ φθηνού δανεισμού, σε συνδυασμό με την ενίσχυση των ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και τα επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα, έφεραν την κρίση χρέους που βίωσε η χώρα από το 2009 και μετά.

Εκτός όμως από τον δημόσιο, διογκώθηκε και ο ιδιωτικός δανεισμός, οδηγώντας στη ραγδαία αύξηση του εξωτερικού χρέους της ελληνικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 2000.

Με άλλα λόγια, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, η ελληνική οικονομία, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και όλη σχεδόν τη δεκαετία του 2000, βίωσε μια πρωτόγνωρη «φούσκα» οικονομικής δραστηριότητας, την οποία συντηρούσε η δραστική διόγκωση της εγχώριας ζήτησης. Αυτή, με τη σειρά της, βασίστηκε στα πολύ χαμηλά επιτόκια, τα οποία άρχισαν να διαμορφώνονται λίγο πριν, αλλά κυρίως μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος από τη χώρα μας. Τα χαμηλά επιτόκια οδήγησαν στην αλόγιστη και ανεξέλεγκτη αύξηση του δανεισμού, δημοσίου και ιδιωτικού, ο οποίος όμως κατευθύνθηκε κατά κύριο λόγο σε μη παραγωγικές δραστηριότητες».

Η αδυναμία (ή απροθυμία) είσπραξης

Ο τρίτος παράγοντας που οδήγησε στην αύξηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού είναι η αδυναμία –και σε κάποιες περιπτώσεις απροθυμία- είσπραξής του από τους λεγόμενους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Και στην περίπτωση αυτή δεν αναφερόμαστε σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που πραγματικά «λύγισαν» από το δυσβάσταχτο βάρος της κρίσης, αλλά σε επιχειρηματίες που, ενώ είχαν τη δυνατότητα, συνειδητά επέλεξαν να «φεσώσουν» τράπεζες και εφορία, συνεχίζοντας απρόσκοπτα άλλες δραστηριότητες.

Ή που αψήφησαν τα υψηλά πρόστιμα που τους επέβαλαν η δικαιοσύνη και οι ελεγκτικές αρχές, προκαλώντας με το δημόσιο βίο τους και συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας κουλτούρας κακοπληρωτών που ζημιώνει ποικιλοτρόπως τη χώρα.

Η υπόθεση της οικογένειας Μαρινόπολου είναι μια χαρακτηριστική, σκανδαλώδης περίπτωση, με τα βεβαιωμένα χρέη προς δημόσιο, τράπεζες αλλά και προμηθευτές να ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Εξίσου εξόφθαλμη είναι η περίπτωση της Folli Follie και της οικογένειας Κουτσολιούτσου, όπου μπορεί μεν να έχουν επιβληθεί υψηλότατα πρόστιμα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όμως το δικαστικό σκέλος του σκανδάλου έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα, ώστε να υπάρχουν σοβαρότατες πιθανότητες να παραγραφεί.

Μια αντίστοιχη περίπτωση είναι αυτή της Χαλυβουργικής, η οποία αυτή τη στιγμή αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα, μη ρυθμισμένα και ανείσπρακτα επιχειρηματικά χρέη στην Ελλάδα. Μολονότι η επιχείρηση οφείλει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε τράπεζες και δημόσιο, οι μέτοχοί της διεξάγουν λυσσαλέο δικαστικό αγώνα έναντι των τραπεζών ώστε να μην εκχωρήσουν τον έλεγχο σε αυτές, ενώ την ίδια στιγμή δεν αποπληρώνουν τις οφειλές τους. Ενώ ταυτόχρονα, δεν επιτρέπουν να αξιοποιηθεί ένα από τα πιο προνομιακά «φιλέτα» logistics εντός της Αττικής, μολονότι υπάρχει ήδη σχετικό επιχειρηματικό πλάνο.

Και όλα αυτά, ενώ την ίδια στιγμή προχωρούν απρόσκοπτα με τις άλλες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, επιβεβαιώνοντας ότι η μη αποπληρωμή των χρεών δεν γίνεται από ανέχεια αλλά συνειδητά, ώστε να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν καλύτερη αντιμετώπιση από τους πιστωτές. Δηλαδή να «κουρέψουν» ένα χρέος, το οποίο θα έρθει να προστεθεί στα πολλά άλλα που παραμένουν ανείσπρακτα από δημόσιο και τράπεζες.

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας σήμερα

Όλοι οι παραπάνω παράγοντες οδήγησαν στην εκτίναξη του δημόσιου χρέους κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η οποία με τη σειρά της έφερε και την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ και την εποχή των μνημονίων. Η οποία αντίστοιχα προκάλεσε την εξαιρετικά βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και παράλληλα το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, το περίφημο PSI με όποιο τρόπο αυτό έγινε, εις βάρος των ομολογιούχων και των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Η συνεπακόλουθη κρίση και η ύφεση που προκάλεσε στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί μεν –λόγω του PSI- το χρέος σε απόλυτους αριθμούς, να συνεχίσει όμως να αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όπως και στις περισσότερες οικονομίες παγκοσμίως ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκε απότομα, κυρίως εξαιτίας της ραγδαίας μείωσης του παρονομαστή (snowball effect). Πολλές οικονομίες, μεταξύ των οποίων και αυτές των χωρών της Ευρωζώνης, αντέδρασαν σε αυτή την οικονομική κρίση, υιοθετώντας αρχικά πρωτοφανή προγράμματα δημοσιονομικής επέκτασης, αλλά και νομισματικής χαλάρωσης αργότερα. Η δημοσιονομική επέκταση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τους δημοσιονομικούς δείκτες, μεταξύ των οποίων και τον λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και κατά την περίοδο της πανδημίας, όταν η βίαιη συρρίκνωση των παγκόσμιων οικονομιών, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, μείωσε το ΑΕΠ, εκτινάσσοντας το λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε πρωτοφανή επίπεδα άνω του 200% του ΑΕΠ το 2020. Μια εικόνα που όμως φαίνεται να αναστρέφεται το τελευταίο διάστημα, ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Όχι δηλαδή επειδή το χρέος μειώνεται σε απόλυτο ποσό, μια και τεράστια ποσά παραμένουν ανείσπρακτα, αλλά επειδή η ανάπτυξη αυξάνει τον παρανομαστή, δηλαδή το ΑΕΠ της χώρας. Και με βάση τις μακροοικονομικές προβλέψεις, η τάση αυτή θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, όπως φαίνεται και στο παραπάνω γράφημα.

Μένει όμως οι προβλέψεις να επιβεβαιωθούν από την πραγματικότητα.