ΧΡΗΜΑ

Alpha Bank: Εφικτή η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας ακόμη και εντός του 2023

Alpha Bank: Εφικτή η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας ακόμη και εντός του 2023
EUROKINISSI/ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΗΣ

Στους βασικούς παράγοντες που άνοιξαν τον δρόμο ώστε η Ελλάδα να είναι πολύ κοντά στο να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα ακόμα και εντός του 2023 εστιάζει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών.

Ειδικότερα, η πρόωρη επιστροφή σε δημοσιονομική ισορροπία, σε συνδυασμό με την εκτίμηση για επίτευξη πλεονασματικού πρωτογενούς αποτελέσματος το 2023 και η ραγδαία αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία διετία συμβάλλουν σημαντικά στην επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, ενδεχομένως ακόμα και μέσα στο 2023.

Παράλληλα, αναφέρεται στην πρόσφατη έκθεση του οίκου αξιολόγησης S&P για την Ελλάδα, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι «υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών εξελίξεων και εφόσον διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία κατά την περίοδο πρόβλεψης έως το 2026, αναμένεται να αναβαθμιστεί το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας εντός των επόμενων 12 μηνών».

Αύξηση επενδύσεων, ενίσχυση απασχόλησης, μείωση χρέους

Σύμφωνα με την Alpha Bank, κομβικής σημασίας για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης στη χώρα είναι η αξιοποίηση των διαθέσιμων κεφαλαίων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, μια προοπτική που αμβλύνει σημαντικά την αβεβαιότητα σχετικά με το πολιτικό πρόγραμμα που θα προκύψει μετά τις επερχόμενες εκλογές.

Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται ότι τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους αντισταθμίζουν, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, τον επιτοκιακό κίνδυνο. Οι αναλυτές υπογραμμίζουν ακόμη ότι η καθοδική πορεία του λόγου χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να συνεχιστεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αφενός λόγω παραγόντων που οδηγούν σε μείωση του αριθμητή και αφετέρου λόγω παραγόντων που οδηγούν σε αύξηση του παρoνομαστή.

Η ταχύτερη επιστροφή σε δημοσιονομική πειθαρχία και οι εκτιμήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά, σε συνδυασμό με τις μειωμένες ανάγκες για εξυπηρέτηση του χρέους, αναμένεται να μειώσουν τον αριθμητή, διευκρινίζεται.

Εκτίμηση για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% το 2023

Συγκεκριμένα, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 0,7% του ΑΕΠ. Επίσης, η εξυπηρέτηση των τόκων του ελληνικού δημοσίου χρέους ως ποσοστό των συνολικών εσόδων κυμαίνεται στο 4,8%, σημαντικά χαμηλότερα σε σύγκριση με τις χώρες που βρίσκονται στην ίδια επενδυτική βαθμίδα με την Ελλάδα (8,8% ο μέσος των χωρών που βρίσκονται στην ίδια επενδυτική βαθμίδα σύμφωνα με τη Moody’s).

Στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών αναφέρεται ακόμη ότι η ισχυρή οικονομική μεγέθυνση, σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις, αν και σε ηπιότερο βαθμό, αναμένεται να αυξήσουν περαιτέρω το ονομαστικό ΑΕΠ, αυξάνοντας τον παρoνομαστή του κλάσματος και συμπιέζοντας το λόγο χρέους προς ΑΕΠ τα επόμενα έτη.

Οι αναλυτές της Alpha Bank εξηγούν ότι η ισχυρή οικονομική μεγέθυνση, σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις, αν και σε ηπιότερο βαθμό, αναμένεται να αυξήσουν περαιτέρω το ονομαστικό ΑΕΠ, αυξάνοντας τον παρoνομαστή του κλάσματος και συμπιέζοντας το λόγο χρέους προς ΑΕΠ τα επόμενα έτη.

Μελλοντικές προκλήσεις

Αναφορικά με τις κύριες μελλοντικές προκλήσεις για την πορεία των δημόσιων οικονομικών στην Ελλάδα, οι αναλυτές της Alpha Bank τις χαρακτηρίζουν εξωγενείς και κοινές για τα κράτη-μέλη της ΕΕ των 27. Όπως υπογραμμίζουν, οι κίνδυνοι αυτοί απορρέουν κυρίως από την άνοδο των επιτοκίων διεθνώς και τη συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση.

Ωστόσο, η Ελλάδα φαίνεται ανθεκτική σε αυτές τις δυσμενείς εξωτερικές εξελίξεις, καθώς, αφενός η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής δεν αναμένεται να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του χρέους λόγω της ευνοϊκής δομής του και αφετέρου, οι δυσμενείς επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στον κρατικό προϋπολογισμό και στον στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα μετριάζονται μερικώς, λόγω της λιγότερο ενεργοβόρας βιομηχανίας (17,2% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας σε σύγκριση με άλλες μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία, που ξεπερνούν το 25%), του χαμηλού ποσοστού του φυσικού αερίου στην τελική κατανάλωση ενέργειας (7,9%, έναντι 22,6% στην ΕΕ-27) και των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ