Το DNA μας «όπλο» κατά της παχυσαρκίας
Γιατί μερικοί άνθρωποι χάνουν βάρος εύκολα, ενώ άλλοι όχι, ακόμη κι όταν ακολουθούν την ίδια διατροφή;
Ευθύμιος Καπάνταης
Παθολόγος με εξειδίκευση στον Σακχαρώδη
Διευθυντής Τμήματος Διαβήτη-Παχυσαρκίας-Μεταβολισμού Νοσοκομείο Metropolitan
Σε κάθε παρέα υπάρχει κάποιος που, με την παραμικρή αλλαγή στη διατροφή του, βλέπει άμεσα διαφορά. Και κάποιος άλλος που προσπαθεί με πείσμα, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Παρόμοιο βάρος, ίδια ηλικία, κοινό πρόγραμμα διατροφής — όμως τελείως διαφορετική ανταπόκριση. Αυτό δεν είναι αδικία. Είναι βιολογία. Και πιο συγκεκριμένα, είναι γενετική.
Η παχυσαρκία, σήμερα, αποτελεί έναν από τους σοβαρότερους παράγοντες κινδύνου για την υγεία, με πολλές και ποικίλες επιπτώσεις. Σχετίζεται με χρόνια νοσήματα, όπως ο διαβήτης τύπου 2, οι καρδιαγγειακές νόσοι, τα αναπνευστικά προβλήματα, ακόμα και οι μυοσκελετικές διαταραχές.
Όμως η απώλεια βάρους δεν είναι πάντα απλή υπόθεση. Και ακόμη κι όταν επιτυγχάνεται, πολλοί άνθρωποι βλέπουν τα κιλά τους να αυξάνονται μετά από λίγο καιρό.
Ο λόγος γι’ αυτό είναι συχνά γενετικός. Ο τρόπος με τον οποίο κάθε άνθρωπος μεταβολίζει την τροφή, αποθηκεύει το λίπος, ρυθμίζει την όρεξη ή ανταποκρίνεται στη σωματική άσκηση, επηρεάζεται σημαντικά από το DNA του.
Και εδώ έρχεται να βοηθήσει η διατροφογενετική — ένα πεδίο που συνδέει τη γενετική επιστήμη με τη διατροφή, φέρνοντας νέα δεδομένα στην κατανόηση και διαχείριση της παχυσαρκίας.
Μέσα από μια απλή γενετική ανάλυση, μπορούμε σήμερα να αναγνωρίσουμε γονιδιακές προδιαθέσεις που επηρεάζουν την απώλεια ή την επαναπρόσληψη βάρους.
Για παράδειγμα, γιατί κάποιος πεινάει περισσότερο, γιατί αποθηκεύει πιο εύκολα το λίπος, γιατί δυσκολεύεται να «κάψει» θερμίδες ακόμα και με άσκηση. Οι απαντήσεις δεν είναι γενικές — είναι προσωπικές. Και πάνω σε αυτές μπορεί να στηθεί ένα διατροφικό πλάνο με πραγματικά ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας.
Η προσέγγιση αυτή δεν είναι μόνο πιο αποτελεσματική, αλλά και πιο βιώσιμη.
Εξηγεί, για παράδειγμα, γιατί πολλοί άνθρωποι που καταφέρνουν να χάσουν βάρος, καταλήγουν να το ξαναπαίρνουν: το σώμα τους έχει συγκεκριμένες γενετικές ρυθμίσεις που το οδηγούν να επιστρέψει στο «προγραμματισμένο» βάρος.
Όταν όμως ο σχεδιασμός βασίζεται στο DNA, τότε ο έλεγχος του βάρους γίνεται πιο ρεαλιστικός, πιο στοχευμένος και – το κυριότερο – πιο σταθερός στο χρόνο.
Η διαδικασία είναι εύκολη και άμεση, με λήψη δείγματος από το εσωτερικό του μάγουλου (παρειακό επίχρισμα).
Στην Ελλάδα, είναι διαθέσιμο πιστοποιημένο in vitro διαγνωστικό τεστ (CE IVD), το οποίο προσφέρει διατροφογενετική ανάλυση που οδηγεί σε εξατομικευμένες προτάσεις διατροφής, βοηθώντας τον κάθε άνθρωπο να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητές του και να διαχειριστεί το βάρος του με επιστημονική ακρίβεια.
Η παχυσαρκία δεν είναι θέμα αδυναμίας ή χαρακτήρα. Είναι μια σύνθετη κατάσταση, όπου η γενετική παίζει καθοριστικό ρόλο.
Και όσο περισσότερο γνωρίζει κανείς για τον δικό του οργανισμό, τόσο πιο κοντά έρχεται στη λύση. Γιατί όταν η προσέγγιση βασίζεται στο DNA, η προσπάθεια γίνεται πιο στοχευμένη — και η επιτυχία πιο πιθανή.
Αναφορές
- Yengo L, Sidorenko J, Kemper KE, Zheng Z, Wood AR, Weedon MN, Frayling TM, Hirschhorn J, Yang J, Visscher PM; GIANT Consortium. Meta-analysis of genome-wide association studies for height and body mass index in ∼700000 individuals of European ancestry. Hum Mol Genet. 2018 Oct 15;27(20):3641-3649
- Loos, R.J.F., Yeo, G.S.H. The genetics of obesity: from discovery to biology. Nat Rev Genet23, 120–133 (2022).
- Górczyńska-Kosiorz, S., Kosiorz, M., & Dzięgielewska-Gęsiak, S. (2024). Exploring the Interplay of Genetics and Nutrition in the Rising Epidemic of Obesity and Metabolic Diseases. Nutrients, 16(20), 3562
Social media accounts
Facebook: https://www.facebook.com/idna.laboratories
Instagram: https://www.instagram.com/idna_laboratories/