Έρχονται αλλαγές στην αξιολόγηση των διοικήσεων των ελληνικών τραπεζών
Στον εμπλουτισμό των κριτηρίων αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζικών διοικήσεων αναμένεται να προχωρήσουν κυβέρνηση και Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, καθώς στις 20 Νοεμβρίου 2017 εκπνέει η διετής περίοδος που έθετε ως διορία για την αναθεώρηση των κριτηρίων ο νόμος του ΤΧΣ.
Η τελευταία αξιολόγηση των τραπεζικών διοικήσεων από το ΤΧΣ έγινε τον Ιούλιο του 2016 και βασίσθηκε στα κριτήρια που έθετε ο νόμος 4346/2015. Ο συγκεκριμένος νόμος απαιτούσε (και απαιτεί) μεταξύ άλλων τα μέλη των Διοικήσεων των τραπεζών να διαθέτουν δεκαετή εμπειρία σε ανώτερες διευθυντικές θέσεις στους τομείς της τραπεζικής, της ελεγκτικής, της διαχείρισης κινδύνων, ή των επισφαλών περιουσιακών στοιχείων, αλλά και να μην είναι «πολιτικά» πρόσωπα, ήτοι να μην έχουν ασκήσει, ούτε να τους έχει ανατεθεί κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια πριν το διορισμό τους, σημαντικό δημόσιο λειτούργημα.
Ο νόμος 4346 που τέθηκε σε ισχύ στις 20 Νοεμβρίου 2015 προβλέπει ωστόσο πως η διαδικασία αξιολόγησης των τραπεζικών διοικήσεων θα έχει δυναμική, ήτοι τα κριτήρια επιλογής θα εμπλουτίζονται. «Τα κριτήρια θα πρέπει να ενημερώνονται τουλάχιστον μία φορά ανά διετία και συχνότερα εάν υπάρχει ουσιαστική μεταβολή στη χρηματοοικονομική θέση του πιστωτικού ιδρύματος», τονίζει ο νόμος.
Μετά από 24 μήνες έχει έρθει πλέον η ώρα να αναθεωρηθούν τα σχετικά κριτήρια επιλογής. Μπορεί το διαρκώς διοικητικά υποστελεχωμένο ΤΧΣ να προέβη πέρσι τον Ιούλιο στην αξιολόγηση των διοικήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία έχει υπογράψει συμφωνία πλαισίου συνεργασίας, ωστόσο η αξιολόγηση που ολοκληρώθηκε με την υποστήριξη ανεξάρτητου συμβούλου δεν έχει κριθεί απόλυτα ικανοποιητική από την κυβέρνηση.
Στη βάση αυτή, πηγές από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης καθιστούν σαφές πως στόχος είναι με αφορμή τη διετή αναθεώρηση των κριτηρίων αξιολόγησης των τραπεζικών διοικήσεων να εφαρμοστούν κατά γράμμα από το ΤΧΣ οι απαιτήσεις ικανότητας και καταλληλότητας που απορρέουν από την οδηγία σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Directive - CRD IV).
Όπως εξηγούν, με τον τρόπο αυτό η εποπτεία της ικανότητας και καταλληλότητας των μελών των διοικητικών οργάνων των πιστωτικών ιδρυμάτων θα είναι απόλυτα συμβατή με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) και δεν θα αμφισβητούνται από κανέναν.
Η οδηγία για την CRD IV ορίζει πέντε ουσιώδη κριτήρια αξιολόγησης της ικανότητας και καταλληλότητας:
- Γνώση, δεξιότητες και εμπειρία. Διαθέτει ο υποψήφιος τα θεωρητικά και πρακτικά προσόντα για την ανάληψη συγκεκριμένων καθηκόντων στην τράπεζα;
- Φήμη. Έχει ο υποψήφιος ποινικό μητρώο ή ιστορικό διοικητικών ή φορολογικών παρατυπιών; Εμπλέκεται ο υποψήφιος σε εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες;
- Συγκρούσεις συμφερόντων. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου πρέπει να είναι σε θέση να δρουν ανεξάρτητα κατά τη λήψη αποφάσεων. Έχει ο υποψήφιος συγκρουόμενα συμφέροντα, τα οποία πιθανώς θίγουν την τράπεζα;
- Διάθεση χρόνου. Μπορεί ο υποψήφιος να αφιερώσει επαρκή χρόνο για να ασκήσει τα προτεινόμενα καθήκοντα εντός της τράπεζας;
- Συλλογική καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου. Εξετάζοντας την προστιθέμενη αξία ενός συγκεκριμένου υποψηφίου για το διοικητικό όργανο ως σύνολο, πώς ταιριάζει ο υποψήφιος στη γενική σύνθεση του συμβουλίου;
Υπό το φως υποθέσεων που προέκυψαν μετά την ενεργοποίηση του Ν. 4346, στελέχη του οικονομικού επιτελείου κρίνουν επιβεβλημένη τη ρητή αναφορά των κριτηρίων της οδηγία CRD IV στις νέες διατάξεις που θα αναπροσαρμόσουν τα κριτήρια αξιολόγησης της ικανότητας και καταλληλότητας των τραπεζικών στελεχών, ειδικά από τη στιγμή που η αξιολόγηση του SSM (fit and proper supervision) δεν γίνεται τακτικά και το αρμόδιο Τμήμα Εποπτικής Έγκρισης της ΕΚΤ και η αρμόδια Μεικτή Εποπτική Ομάδα δεν επιλαμβάνονται εάν δεν υπάρξει πρώτα αναφορά από την οικεία εθνική εποπτική αρχή.