Αντιμέτωπος με μεγάλες προκλήσεις ο νέος υπουργός Οικονομικών
Ο νέος υπουργός Οικονομικών που θα αναλάβει τα ηνία του υπουργείου στις 8 Ιουλίου δεν θα έχει «περίοδο χάριτος», καθώς θα έρθει άμεσα αντιμέτωπος με μεγάλες προκλήσεις που σχετίζονται με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και την αντιμετώπιση των κινδύνων που πηγάζουν από τις τράπεζες.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε έναν εκτεταμένο κύκλο παροχών περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών της νέας κυβέρνησης. Τα 840 εκατ. ευρώ της λεγόμενης 13ης σύνταξης δεν επιβαρύνουν μόνο τον προϋπολογισμό του 2019, αλλά και τον προϋπολογισμό του 2020, η απώλεια εσόδων 430 εκατ. ευρώ για τη μισή φετινή χρονιά από τις μετατάξεις προϊόντων και υπηρεσιών σε χαμηλότερους συντελεστές έχει διπλάσιο κόστος για το επόμενο έτος, η ρύθμιση οφειλών στην εφορία αρχίζει να δημιουργεί τρύπα στα έσοδα, παρά τις προβλέψεις για αυξημένες εισπράξεις και οι στόχοι παραμένουν επί του παρόντος αμετάβλητοι.
Η Ελλάδα έχει δεσμευθεί σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και οι τρύπες τώρα αρχίζουν να φαίνονται. Σε επίπεδο διαρροών, το προηγούμενο διάστημα οι Θεσμοί προειδοποίησαν για τον κίνδυνο σημαντικών αποκλίσεων θέτοντας ερωτηματικά για τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της «13ης σύνταξης», δηλώνοντας ευθέως την προτίμησή τους σε «μετρημένες» παρεμβάσεις φιλικές προς την ανάπτυξη, παρά σε επιδόματα. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, η προνομοθετημένη μείωση του αφορολογήτου από το 2020, η οποία είχε αρχίσει να απομακρύνεται ως «αναγκαίο κακό» επανέρχεται στο προσκήνιο.
Ανεξαρτήτως αποτελέσματος στις εθνικές εκλογές, το νέο οικονομικό επιτελείο καλείται να βάλει τη δική του σφραγίδα για να κερδίσει το στοίχημα της ανάπτυξης. Χωρίς εδραίωση ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής, προοπτική για μείωση της ανεργίας, καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και ριζική ελάφρυνση των φορολογικών βαρών δεν υπάρχει, συμφωνούν οι οικονομολόγοι. Τον Σεπτέμβριο το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να στείλει το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού στην Κομισιόν και μέσω αυτού να δώσει ένα ξεκάθαρο στίγμα της νέας οικονομικής πολιτικής.
Παράλληλα, το νέο οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να αντιμετωπίσει «σκελετούς κρυμμένους στο ντουλάπι», όπως αυτούς των τραπεζών. Η μερική ανάκαμψη των τραπεζικών μετοχών δεν είναι μια ένδειξη ότι έχουν γίνει οι απαιτούμενες διορθωτικές ενέργειες, καθώς η πρόοδος στη μείωση των επισφαλών δανείων παραμένει οδυνηρά αργή. Με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 3%, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, στην Ελλάδα συνεχίζουν να ξεπερνούν το 40%, οι πλειστηριασμοί κατέβασαν ταχύτητα λόγω εκλογών και το σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για δραστική μείωση των κόκκινων δανείων χρειάζεται ακόμα μήνες για να τεθεί σε τροχιά εφαρμογής.