ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πλεονάσματα: Ο «άσος» των ομολόγων και ο «γρίφος» της ανάπτυξης

PIXABAY

Σε νέα ιστορικά χαμηλά υποχώρησαν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Το δεκαετές διαμορφώνεται στο 1,31% και το 5ετές στο 0,74%.

Οι ελληνικοί τίτλοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι στο έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται για κρατικό χρέος. Οι ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομία, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ - Κίνας και οι αναταράξεις στον Περσικό Κόλπο στρέφουν τους επενδυτές σε ασφαλή επενδυτικά καταφύγια, όπως τα ομόλογα και ο χρυσός. Αναφορικά με τα ευρωπαϊκά ομόλογα, ευνοούνται και από την απόφαση που έλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προχωρήσει σε ένα νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης.

Είναι χαρακτηριστικό πως συνολικά, η αξία των ομολόγων (κρατικών και εταιρικών) διεθνώς που έχουν σήμερα αρνητικές αποδόσεις έχει εκτοξευθεί στα 17 τρισ. δολάρια. Στην ευρωζώνη ομόλογα αξίας 5,6 τρισ. ευρώ από το σύνολο των 8,2 τρισ. ευρώ έχουν αρνητικές αποδόσεις, ενώ σε ό,τι φορά τα κρατικά ομόλογα το 49% έχουν αποδόσεις χαμηλότερες από το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ, που διαμορφώνεται στο -0,4%. Ετσι το 1,3% που προσφέρουν απόδοση τα ελληνικά 10ετή ομόλογα, είναι άκρως ελκυστική για τους επενδυτές.

Οι ειδικοί του οίκου αξιολόγησης S&P Global υπολογίζουν ότι έως το 2021 το εξαιρετικά χαμηλό κόστος δανεισμού θα προσφέρει ένα δώρο αξίας 140 δισ. ευρώ στα κράτη- μέλη της νομισματικής ένωσης. Θα το αξιοποιήσουν;

Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να διατεθούν για σειρά έργων από νέους δρόμους, λιμένες και άλλες υποδομές, αλλά και για τη στροφή σε πράσινη τεχνολογία και πιο καθαρή ενέργεια.

Σύμφωνα με ανάλυση τoυ Frank Gill, διευθυντή της ομάδας κρατικών αξιολογήσεων, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα εξοικονομήσουν κατά μέσο όρο στην καταβολή τόκων ποσό που αντιστοιχεί στο 0,10% του ΑΕΠ ή 12 δισ. ευρώ. Τα επόμενα χρόνια η εξοικονόμηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη, φτάνοντας το 0,25% του ΑΕΠ το 2020 και στο 0,80% το 2021. Αθροιστικά και τα τρία έτη το ποσό είναι 140 δισ. ευρώ.

Τα νέα δεδομένα στη βιωσιμότητα του χρέους

Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα το όφελος από τη ραγδαία αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού είναι διπλό. Από τη μία πλευρά σχεδόν εξαλείφεται το country risk της χώρας και από την άλλη δημιουργούνται νέα δεδομένα αναφορικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη διαπραγμάτευση που επιδιώκει η κυβέρνηση με τους θεσμούς για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η απόδοση του 10ετούς διαμορφώνεται στο επίπεδο του 1,3%, όταν στις αρχές του 2019 ήταν στο 4,3%.

Επομένως στην τρέχουσα συγκυρία η χώρα, βάσει του 10ετούς, που αποτελεί το ομόλογο - αναφοράς δανείζεται από τις αγορές με κόστος που προσεγγίζει ή είναι χαμηλότερο σε σχέση με εκείνο των δανείων που έχει λάβει από τους Ευρωπαίους. Σημειώνεται πως το μεσοσταθμικό επιτόκιο των δανείων του EFSF είναι στο 1,2% και εκείνων του ESM, είναι κοντά στο 1,5%.

Εν τω μεταξύ στις εκθέσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που συνέταξαν τόσο η Κομισιόν το Μάρτιο του 2018 όσο το ΔΝΤ τον Μάιο του ίδιου έτους, το υπολογισθέν κόστος δανεισμού διαμορφωνόταν στο 4%, όσο ήταν τότε η απόδοση του 10ετούς τίτλου. Λαμβάνοντας αυτό ως δεδομένο οι ευρωπαίοι θεώρησαν πως ο πήχης για τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2020 πρέπει να τεθεί στο 3,5%.

Το ΔΝΤ επανειλημμένως είχε υποστηρίξει πως ο στόχος του 3,5% είναι μη ρεαλιστικός και επιζήμιος. Μάλιστα πρόσφατα η τέως γενική διευθύντρια του Ταμείου και νυν επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ στην ακρόασή της στο Ευρωκοινοβούλιο ξεκαθάρισε πως τα πρωτογενή πλεονάσματα επιβαρύνουν σε υπερβολικό βαθμό την ανάπτυξη. Αλλά και ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ για πρώτη φορά πριν λίγες ημέρες άφησε «παράθυρο" για μείωση των ελληνικών πλεονασμάτων μετά το 2020. Ειδικότερα, ο κ. Ρέγκλινγκ ανέφερε πως εφόσον ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλότερος από τον προβλεπόμενο και το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου χαμηλότερο σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, θα μπορούσε μετά το 2020 να ανοίξει μια σχετική συζήτηση.

Φαίνεται λοιπόν πως ενώ οι Ευρωπαίοι επιμένουν στην τήρηση των συμφωνηθέντων, την ίδια στιγμή δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν πως οι στόχοι αυτοί συμφωνήθηκαν σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο.

«Κλειδί» η ανάπτυξη

Το μόνο βέβαιο είναι πως η συζήτηση για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και πιστωτών δεν είναι εύκολη. Η «βουτιά» στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι ένα «όπλο» στα χέρια της ελληνικής πλευράς, ωστόσο υπάρχει προβληματισμός για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Η κυβέρνηση εκτιμά πως το ΑΕΠ δύναται να αυξηθεί από το 2020 και έπειτα, κάτι που σύμφωνα με τους οικονομολόγους θεωρείται δύσκολο. Αλλά και για φέτος οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη περί το 2,5%.

Από την πλευρά του ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο Belgian Business Club επεσήμανε πως οι πρόσφατες θετικές εξελίξεις σε συνδυασμό με την πρόσφατη άρση των capital controls, αναμένεται να διευκολύνουν την αναβάθμιση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στη λεγόμενη επενδυτική κατηγορία, εξέλιξη η οποία θα ανοίξει το δρόμο για την ένταξή τους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Αυτό, με τη σειρά του, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, θα μειώσει περαιτέρω το κόστος δανεισμού για την ελληνική οικονομία ενισχύοντας την ανάπτυξη και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του χρέους. Στο θετικό αυτό σενάριο, η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να υψηλότερη σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις, και το ποσοστό της να αγγίξει το 3%.

Επομένως «κλειδί» για την έκβαση της διαπραγμάτευσης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων αποτελεί το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, το οποίο θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες εγχώριους και εξωγενείς.

Γι’ αυτό το λόγο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει πως «πρώτα θα κερδίσουμε την αξιοπιστία έχοντας εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και στη συνέχεια θα ανοίξει η συζήτηση για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 και μετά».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης