ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΔΝΤ : Ανάπτυξη 3,3% το 2021 και 5,4% το 2022 στην Ελλάδα - Βλέπει αβεβαιότητες

ΔΝΤ : Ανάπτυξη 3,3% το 2021 και 5,4% το 2022 στην Ελλάδα - Βλέπει αβεβαιότητες
AP

«Οι σημαντικές αβεβαιότητες και οι αρνητικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να θολώνουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», αναφέρει το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ σε σημερινή δήλωσή του για την Ελλάδα, επικροτώντας ωστόσο τους κυβερνητικούς χειρισμούς στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.

Αξιολογώντας την έκθεση του άρθρου 4 για την Ελλάδα το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ αποδίδει εύσημα στην ελληνική κυβέρνηση για την αντίδρασή της στην πανδημία. Όπως αναφέρεται, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8,2% το 2020, λιγότερο από ότι αναμενόταν, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της Ελλάδας από τον τουρισμό, αλλά και των ευπαθειών που προϋπήρχαν. «Η κυβέρνηση παρείχε ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης στην ευρωζώνη, το οποίο εμπόδισε τις εταιρικές πτωχεύσεις και κράτησε τους εργαζόμενους στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, με αυτό το δημοσιονομικό πακέτο η διευκολυντική πολιτική της ΕΚΤ προστάτευσε τον ελληνικό τραπεζικό τομέα και διατήρησε τις χρηματοοικονομικές συνθήκες ιδιαίτερα υποστηρικτικές», σημειώνεται στη σχετική δήλωση.

Το ΔΝΤ αναφέρει πως η οικονομία αναμένεται να ανακάμψει τη διετία 2021-2022, κυρίως στηριζόμενη από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις (NGEU), την μεγάλη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που θα στηριχθεί από τις αυξημένες καταθέσεις, αλλά και από την επανεκκίνηση του τουρισμού. Στην βάση αυτή το Ταμείο αναμένει ανάπτυξη 3,3% εφέτος και 5,4% το 2022, αν και αναφέρει πως τα σημάδια από την πανδημία θα οδηγήσουν σε μια υστέρηση της παραγωγής κατά 3% του ΑΕΠ, κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί με ανακατανομή πόρων και με παρεμβάσεις στο συσσωρευμένο χρέος.

ΔΕΙΤΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΝΤ

Στο σημείο αυτό, το ΔΝΤ, στο γνώριμο του ύφος, αναφέρει πως «σημαντικές αβεβαιότητες και αρνητικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να θολώνουν τις προοπτικές», αναφέροντας πως αν και ο εμβολιασμός στην Ελλάδα προχωρά με ρυθμό ταχύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μια επέκταση της πανδημίας θα συνεπαγόταν σημαντικούς κινδύνους για όλους τους τομείς της οικονομίας. Ενδεικτικά σημειώνει πως η άγνωστη έκταση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που σχετίζονται με την πανδημία θα μπορούσε να επηρεάσει τα σχέδια τιτλοποίησης των τραπεζών και να περιορίσει την αύξηση των πιστώσεων. Άλλοι κίνδυνοι περιλαμβάνουν την ασθενέστερη από την αναμενόμενη απορρόφηση της χρηματοδότησης των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, την αντιστροφή των ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν παγκοσμίως και την εκδήλωση γεωπολιτικών κινδύνων.

Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ υπογραμμίζει τη σημασία που θα έχει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τις προοπτικές της οικονομίας, παρουσιάζοντάς ένας «ιδανικό» σενάριο. Όπως αναφέρει, η κυβερνητική στρατηγική θα μπορούσε να ξεκλειδώσει συνεργίες που θα αντιμετώπιζαν πολλές προκλήσεις. Οι υψηλότερες επενδύσεις, οι οικονομίες κλίμακας και οι αυξημένες εξαγωγές θα κρατούσαν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υπό έλεγχο και μαζί με την ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα αύξαναν την παραγωγικότητας, θα οδηγούσαν τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα και θα διατηρούσαν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η αύξηση της παραγωγής, οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και η ψηφιοποίηση θα διευρύναν τη φορολογική βάση και θα απέτρεπαν μια βύθιση των εσόδων, όταν το πακέτο της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης ολοκληρωνόταν. Παράλληλα, οι αυξημένες ευκαιρίες δανεισμού που θα συνοδεύσουν το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το κόστος δανεισμού, ενώ την ίδια στιγμή οι μειωμένοι δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα επέτρεπαν στις τράπεζες να βελτιώσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους οργανικά. «Αν και ένας τέτοιος ενάρετος κύκλος δεν μπορεί να αποκλειστεί, κατά την άποψη της αποστολής υπόκειται σε σημαντικούς κινδύνους εκτέλεσης», σημειώνει το ΔΝΤ.

Το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ αναφέρει για το δημόσιο χρέος πως αναμένεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα και πως τόσο οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, όσο και η ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει το Ταμείο (το υπόλοιπο 1,5 δισ. ευρώ που οφείλει), είναι εξασφαλισμένες από διάφορους αρνητικούς κινδύνους. «Μετά από μια ανοδική πορεία το 2020, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναμένεται να κορυφωθεί το 2021 και να μειωθεί σταδιακά μεσοπρόθεσμα, αν και παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα από τα προβλεπόμενα πριν από την πανδημία. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, στηριζόμενο από την διαφορά επιτοκίου-ανάπτυξης και τη σταδιακή επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα. Το μεγάλο απόθεμα μετρητών της κυβέρνησης και η ενεργητική η διαχείριση του χρέους μειώνουν περαιτέρω τους κινδύνους αναχρηματοδότησης», τονίζεται σχετικά. Πάντως, το Ταμείο σημειώνει πως εάν ενσκήψει εάν σοβαρό σοκ η ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της θα εξαρτηθεί από την υποστήριξη της ευρωζώνης.

Το Ταμείο αναγνωρίζει στο σημείο αυτό πως η αβεβαιότητα είναι πολύ μεγάλη για να υπάρξει μια τελική αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους. Όπως υπογραμμίζεται, παρότι ένα εφικτό σύνολο πολιτικών και προβλέψεων για την πορεία των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε βιώσιμη δυναμική του χρέους μακροπρόθεσμα, ωστόσο εναλλακτικά σενάρια υποδηλώνουν ότι η αβεβαιότητα σχετικά με το μακροπρόθεσμο προεξοφλητικό επιτόκιο και τα ασφάλιστρα κινδύνου είναι πολύ υψηλή για να παράξουν ένα σταθερό συμπέρασμα.

«Αυτό σηματοδοτεί μια απόκλιση από την προηγούμενη μακροπρόθεσμη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του προσωπικού του ΔΝΤ, που δημοσιεύθηκε το 2018, που αναγνώριζε επίσης μεγάλη αβεβαιότητα, αλλά εντούτοις κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν διασφαλιζόταν με μια ρεαλιστική σειρά μακροοικονομικών υποθέσεων», σημειώνει η δήλωση.

Όπως εξηγεί το Ταμείο, ενώ οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα έχουν διευρυνθεί υπό το φως της πανδημίας και παραμένει η αβεβαιότητα σχετικά με την πιθανή πορεία της ανάπτυξης, αυτές οι ανησυχίες αντισταθμίζονται ο από τη σημαντική μείωση του spread και την απότομη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Πάντως, το ΔΝΤ σημειώνει πως τα πάντα θα κριθούν από το κόστος που θα δανείζεται η Ελλάδα από τον ιδιωτικό τομέα στο μέλλον, οπότε και θα αναχρηματοδοτεί τα δάνεια τους επίσημου τομέα, με τα δάνεια που θα παίρνει από τις αγορές.

Στο σημείο αυτό αναφέρει πως οι συζητήσεις πολιτικής με τις ελληνικές Αρχές επικεντρώθηκαν στην πρόληψη αποφυγής «οικονομικών ουλών» από την πανδημία και στην καλλιέργεια μιας ανάκαμψης χωρίς αποκλεισμούς, με τη χρήση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Κατά τα στελέχη του ΔΝΤ προτεραιότητα θα πρέπει να δίνεται πρώτα από όλα στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και στη στήριξη των νέων που επλήγησαν από την πανδημία. Το Ταμείο συστήνει μάλιστα να δίνεται στήριξη χωρίς δεύτερες σκέψεις όπου απαιτείται. «Οποιαδήποτε ύπαρξη αρνητικών κινδύνων θα πρέπει να διευθετείται μέσω αυτόματων σταθεροποιητών καθώς και περαιτέρω στοχευμένης υποστήριξης, εάν απαιτείται. Παράλληλα, οι αρχές θα πρέπει να εντείνουν τις μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δίνοντας προτεραιότητα σε εκείνες που ενθαρρύνουν την ταχεία, βιώσιμη ανακατανομή κεφαλαίου και εργασίας και την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς», αναφέρεται στη δήλωση.

Το ΔΝΤ στο σημείο αυτό αναφέρει πως τάσσεται υπέρ μια χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής και το 2022. Όπως σημειώνει, τα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία υποδηλώνουν ένα πρωτογενές έλλειμμα περίπου 7,25% του ΑΕΠ το 2021, ενώ το πρωτογενές έλλειμμα για το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1% του ΑΕΠ. «Η υποκείμενη δημοσιονομική θέση, εξαιρουμένων των προσωρινών μέτρων κατά του COVID-19, θα παραμείνει επεκτατική κατά περίπου 2% του ΑΕΠ», τονίζεται σχετικά.

Αλλά για το θέμα αυτό γίνονται συστάσεις. Όπως αναφέρεται , οι ελληνικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιήσουν την πρόσθετη υποστήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψής για να ξεκινήσουν μια «διαρκή» βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής.

«Οι μειώσεις του συντελεστή στο φόρο εισοδήματος εταιρειών και στις προκαταβολές φόρου είναι ευπρόσδεκτες, καθώς ενισχύουν τα επενδυτικά κίνητρα και διατηρούν σταθερή τη ρευστότητα. Ωστόσο, η αποστολή προέτρεψε να υπάρξει σε βάθος χρόνου βελτίωση των δαπανών του προϋπολογισμού», τονίζεται και πως βραχυπρόθεσμα, αυτό συνεπάγεται την αντιμετώπιση των κενών στο σύστημα του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.

Ακόμη, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τις γνωστές του συστάσεις για δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσα από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης στο φόρο εισοδήματος, την αντιμετώπιση των κενών συμμόρφωσης στον ΦΠΑ, την εξοικονόμηση δαπανών από τις συντάξεις, από παρεμβάσεις στους μισθούς του Δημοσίου (με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων να επιστρέφει στα επίπεδα πριν από την κρίση), και από εξοικονομήσεις στις κρατικές επιχειρήσεις (οι οποίες όπως λέει εξακολουθούν να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό).

Το ΔΝΤ αναφέρει πως «η αργή πρόοδος στην αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού τομέα πριν από την πανδημία, αντικατοπτρίζει βαθιά θεσμικά και πολιτικά εμπόδια». Όπως προσθέτει, η χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών, η αποτίμηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από την αγορά χαμηλότερα από τις λογιστικές αξίες και το χλιαρό ενδιαφέρον των επενδυτών, δεδομένου του κινδύνου απίσχνασης από το υψηλό και αυξανόμενο μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) στο κεφάλαιο των τραπεζών, εμπόδισαν να εφαρμοσθούν οργανικές λύσεις στις τράπεζες. Αναγνωρίζει πάντως πως οι ελληνικές και οι ευρωπαϊκές αρχές βασίστηκαν σε χρηματοοικονομικές τεχνικές για να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα χωρίς να προκαλέσουν τη μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου σε κεφάλαιο ή να προκαλέσουν υψηλό δημοσιονομικό κόστος, τηρώντας παράλληλα τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις .

Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ υπογραμμίζει πως το σχέδιο «Ηρακλής» θα μπορούσε να επιτύχει την ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τραπεζών υπό την προϋπόθεση ότι οι προσπάθειες συγκέντρωσης κεφαλαίων των τραπεζών θα αποδειχθούν επιτυχημένες.

«Η πανδημία θα μπορούσε να καθυστερήσει περαιτέρω την εξομάλυνση των ισολογισμών των τραπεζών, απαιτώντας μια κυβερνητική προσέγγιση που θα υποστηρίζεται από μια ολοκληρωμένη ανάλυση κόστους-οφέλους όλων των διαθέσιμων επιλογών», αναφέρει το Ταμείο και τονίζει πως πρωταρχικός στόχος θα πρέπει να είναι η μείωση των κινδύνων του χρηματοπιστωτικού τομέα και η αποφυγή μιας οικονομικής ανάκαμψης χωρίς πιστώσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αποστολή του ΔΝΤ αναφέρει πως χαιρετίζει την επέκταση των κυβερνητικών εγγυήσεων για τον «Ηρακλή II», αλλά συστήνει να δημιουργηθούν εφεδρικά σχέδια σε περίπτωση που οι νέες προσπάθειες των τραπεζών να αντλήσουν κεφάλαια αποδειχθούν ανεπαρκείς ή ενσκήψουν άλλοι κίνδυνοι.

«Καθώς η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (AMC) έχει απορριφθεί, η αποστολή ενθάρρυνε τις αρχές να συνεργαστούν με τους Ευρωπαίους εταίρους για να βρουν μια λύση για την αδύναμη ποιότητα του τραπεζικού κεφαλαίου», λέει το ΔΝΤ. Στο σημείο αυτό αναφέρει πως η μετατροπή του αναβαλλομένου φόρου σε κεφάλαιο με «αυτόνομο τρόπο» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έσχατη λύση εφόσον αποκαθιστούσε την εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τις τράπεζες που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν πλήρως τα υπάρχοντα εργαλεία. Ενθαρρύνει δε τις ελληνικές αρχές να ολοκληρώσουν σύντομα την τροποποίηση του νόμου για τον αναβαλλόμενο.

Το ΔΝΤ επαναλαμβάνει πως η αποτελεσματική εφαρμογή και χρήση του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, συμπεριλαμβανομένης και της εφαρμογής του από τις εταιρείες διαχείρισης δανείων, θα είναι κρίσιμης σημασίας για την ουσιαστική επίλυση του ζητήματος του ιδιωτικού χρέους.

Ακόμη, το ΔΝΤ σημειώνει πως η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα είναι ουσιαστική για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων από τα σημάδια της πανδημίας και την αξιοποίηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU).

Όπως επισημαίνει, οι μεταρρυθμίσεις έχουν προχωρήσει σε αρκετούς τομείς και η διεύρυνση των εξωτερικών ανισορροπιών της Ελλάδας το 2020 αντικατοπτρίζει κυρίως προσωρινούς παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία. Παρ 'όλα αυτά, η αντιμετώπιση της υπερτίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και η ενίσχυση των προοπτικών σύγκλισης με την ευρωζώνη απαιτεί επιτάχυνση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, θα μειώσουν το μη μισθολογικό κόστος και θα κλείσουν το επενδυτικό κενό.

«Η βελτίωση του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων των ελληνικών Αρχών για την κινητοποίηση του εργατικού δυναμικού, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία (ιδίως χρηματοδοτώντας τη φροντίδα των παιδιών) και επενδύοντας στις προοπτικές της νεολαίας και στον επαναπατρισμό εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας. Τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU) έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τη μετάβαση της Ελλάδας σε ένα μοντέλο πλούσιο σε θέσεις εργασίας, πιο δίκαιο και πιο πράσινο με την προϋπόθεση ότι το δημόσιο επενδυτικό πλαίσιο θα αναβαθμιστεί. Το Συμβούλιο του Ταμείου αναφέρει πως τα στελέχη του ΔΝΤ συνέστησαν ότι η επικείμενη κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας θα πρέπει να ενισχύσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας και ότι η προσαρμογή των ελάχιστων μισθών πρέπει να είναι συνετή», αναφέρει η δήλωση του ΔΝΤ.

Τέλος, ενθαρρύνονται οι ελληνικές αρχές να εφαρμόσουν κατάλληλες δικλείδες για να διασφαλίσουν τη διαφάνεια και την υπευθυνότητα στη χρήση των πιστώσεων έκτακτης ανάγκης που σχετίζονται με την αντιμετώπιση του κορωνοϊού και να προστατεύσουν την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της στατιστικής υπηρεσίας και του προσωπικού της, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να τηρήσουν τη Δέσμευση για την Εμπιστοσύνη στις Στατιστικές (Commitment on Confidence in Statistics) που είχε εγκρίνει η ελληνική κυβέρνηση το 2012.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ