ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Λίγα και ακριβά τα «κόκκινα» δάνεια

Λίγα και ακριβά τα «κόκκινα» δάνεια
EUROKINISSI/ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει μεγάλη εξάρτηση από τη χρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος, δεδομένου ότι οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες είναι 132 δισ. ευρώ (επιχειρήσεων και νοικοκυριών τα 121,68 δισ. ευρώ) και τα δάνεια τους είναι 203 δισ. ευρώ , εκ των οποίων τα 108 δισ. ευρώ δεν εξυπηρετούνται.

Το κενό ρευστότητας των 71 δισ. ευρώ (δάνεια - καταθέσεις) καλύπτεται σήμερα από την παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες που διαμορφώνεται σε 71,3 δισ. ευρώ.

Η κατάσταση ρευστότητας των τραπεζών και ο μεγάλος όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων τις έχει καταστήσεις «φειδωλές» στις χορηγήσεις νέων δανείων, καθώς οι συνθήκες στην οικονομία , παρά τα capital controls, απαιτούν τη συνέχιση της απομόχλευσης των ισολογισμών τους.

Δεδομένου του ρίσκου χώρας, το οποίο αποτυπώνεται στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου που σήμερα αγγίζει το 9%, τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων διαμορφώνονται έως και τέσσερις φορές πάνω από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.

Το κόστος είναι δυσβάσταχτο κυρίως για τις επιχειρήσεις, που επιβαρύνονται με μέσα επιτόκια πάνω από 7% όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι στο επίπεδο του 1,5%. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέσο επιτόκιο δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις στη χώρα μας διαμορφώνεται στο 5,2% όταν το αντίστοιχο επιτόκιο στην Ευρωζώνη ήταν 1,50%. Στις μικρότερες επιχειρήσεις το μέσο επιτόκιο δανεισμού διαμορφώνεται στο 6.1%, όταν το αντίστοιχο στην ευρωζώνη είναι 3%.

Η βασικότερη αιτία είναι οι υψηλές επισφάλειες του τραπεζικού συστήματος, που ανέρχονται σε 108 δισ. ευρώ και από τα οποία το 60% είναι επισφάλειες από τον επιχειρηματικό τομέα.

«Πλασματική» είναι η εικόνα στον τομέα της δανειοδότησης των νοικοκυριών, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ το κόστος εξυπηρέτησης στεγαστικών δανείων στην Ελλάδα εμφανίζεται στο 2,80%, δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με αυτό της ευρωζώνης, λόγω της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ωστόσο, καμία τράπεζα δεν δανείζει σήμερα νοικοκυριά, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Είναι ενδεικτικό πως ο συνολικός δανεισμός των ελληνικών νοικοκυριών από τα 97 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2015, μειώθηκε στα 94 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2016. Δηλαδή περιορίσθηκε κατά 3 δισ. ευρώ μέσα σε 12 μηνες.

Νέα ανακεφαλαιοποίηση και καταθέσεις

Δεδομένης της ανανέωσης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και της πρόσφατης ενίσχυσης του νομικού πλαισίου όσον αφορά στην αντιμετώπιση της αθέτησης πληρωμών για την εξυπηρέτηση χρεών του ιδιωτικού τομέα, οι δυνατότητες των τραπεζών είναι βελτιωμένες.

Επισημαίνεται ότι μετά την ολοκλήρωση των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίων των τραπεζών οι κεφαλαιακοί τους δείκτες έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Ενδεικτικά, οι δείκτες CET1 και κεφαλαιακής επάρκειας (pro forma) ανήλθε σε περίπου 18%, επίπεδο υψηλότερο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών μέσων όρων, 12,5% και 16%. Επομένως, έχει σχηματιστεί ένα επαρκές απόθεμα κεφαλαίων ικανό να απορροφήσει την αρνητική επίπτωση από το σχηματισμό αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Μέρος της κεφαλαιακής ευρωστίας των τραπεζών σχετίζεται με τις αναβαλλόμενες οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου (deferred tax credits - DTC) ύψους 19 δισ. ευρώ περίπου. Με νόμο που ψηφίσθηκε επί Γκίκα Χαρδούβελη οι τράπεζες όταν εμφάνιζαν ζημίες από διαγραφές κόκκινων δανείων, τις μετέτρεπαν σε αναβαλλόμενο φόρο και συμψήφιζαν τις ζημιές με μελλοντικά κέρδη. Για αυτό οι αναβαλλόμενες οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου προσμετρούνταν πλήρως στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών. Ωστόσο, από το 2016 η χρήση του αναβαλλόμενου φόρου καταργείται για τις ελληνικές τράπεζες και όχι μόνον αυτό. Όποια τράπεζα εμφανίσει ζημίες θα υποχρεωθεί να εκδώσει νέες μετοχές μέχρι το ύψος τους αναβαλλόμενου φόρου που αναλογεί στις ζημίες.

Στη βάση αυτή τα υψηλά ποσοστά µη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των εμπορικών τραπεζών λειτουργούν ως απειλή. Όχι μόνον διότι δεσμεύουν ρευστότητα και αυξάνουν τον κίνδυνο και τις κεφαλαιακές ανάγκες, περιορίζοντας έτσι την πιστωτική επέκταση, αλλά επιδρούν αρνητικά στη μετοχική τους βάση, αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις.

Αναμφίβολα εάν δεν αντιμετωπιστούν τα κόκκινα δάνεια μπορούν να οδηγήσουν στην ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών σε βάθος χρόνου. Αυτή η ενδεχόμενη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα γινόταν υπό το πλαίσιο που θέτει η νέα Οδηγία της ΕΕ για την εξυγίανση και ανάκαμψη των πιστωτικών ιδρυμάτων (BRRD).

Σύμφωνα με την Κοινοτική Οδηγία που έχει τεθεί σε πλήρη ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016 όταν μια τράπεζα πρέπει να εξυγιανθεί, δηλαδή όταν δεν μπορεί να συγκεντρώσει από την αγορά τα κεφάλαια που χρειάζεται, τότε το σχετικό κόστος το αναλαμβάνουν καταρχάς οι μέτοχοι και πιστωτές της τράπεζας (bail-in) και στη συνέχεια το ταμείο εξυγίανσης.

Οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων εξαιρούνται από τον κανόνα αυτό. Συγκεκριμένα, οι καταθέσεις των πολιτών και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων έως 100 000 ευρώ εξαιρούνται από οποιαδήποτε ζημία και προστατεύονται από το σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Άλλες υποχρεώσεις που εξαιρούνται είναι οι καλυμμένες καταθέσεις και τα ομόλογα.

Το ταμείο εξυγίανσης (στην Ελλάδα είναι το ΤΕΚΕ) μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον όταν έχουν επιβληθεί στους μετόχους και τους πιστωτές της τράπεζας ζημίες που ανέρχονται σε ποσοστό τουλάχιστον 8% των συνολικών υποχρεώσεών της.

Η συνεισφορά του ταμείου έχει καθοριστεί στο ανώτατο όριο του 5% των συνολικών υποχρεώσεων μιας τράπεζας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν έχει συμπληρωθεί το όριο του 5%, και μόνον αφού έχει εφαρμοστεί η διαδικασία διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητήσει χρηματοδότηση από εναλλακτικές χρηματοδοτικές πηγές.

Σε εξαιρετικά σοβαρές περιπτώσεις τις οποίες θα αξιολογεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα είναι δυνατή η προσφυγή σε δημόσια στήριξη υπό μορφή κυβερνητικών εργαλείων σταθεροποίησης, αμέσως μετά από το πρόγραμμα διάσωσης με ίδια μέσα που αφορά το 8%.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως εάν υπάρξει ανάγκη νέας κεφαλαιακής στήριξης των ελληνικών τραπεζών, αυτές θα ζητήσουν κεφάλαια από την αγορά. Εάν δεν μπορέσουν να καλύψουν τις σχετικές ανάγκες, τότε τα κεφάλαια που θα απομείνουν ακάλυπτα θα καλυφθούν με «κούρεμα» ομολογιούχων (αυτοί είναι πλέον ελάχιστοι) και ανασφάλιστων καταθετών, δηλαδή όσων διαθέτουν καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Εν συνεχεία και εφόσον δεν έχουν καλύψει πλήρως τις κεφαλαιακές ανάγκες θα δεχθούν δημόσια – κρατική στήριξη.

Η άρση των capital controls

Τα στοιχεία από τον προηγούμενο Ιούνιο έως και σήμερα έχουν δείξει πως η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και στις τραπεζικές συναλλαγές συγκράτησε µεν τις εκροές καταθέσεων και τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, δημιούργησε όμως νέα προβλήματα. Οι στρεβλώσεις τις οποίες επέφεραν στις αγορές κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών έχουν έμμεσες επιπτώσεις, που δεν μπορούν ακόμη να αποτιμηθούν µε ακρίβεια.

Από την άλλη πλευρά, βεβαίως τα capital controls ενθάρρυναν τη χρήση ηλεκτρονικού χρήματος. Ήδη υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η διευρυμένη χρήση ηλεκτρονικού χρήματος έχει θετικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και στα φορολογικά έσοδα που απορρέουν από τον περιορισμό της «μαύρης» οικονομίας.

Η χαλάρωση και τελικώς η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα και στην κίνηση κεφαλαίων είναι συνδεδεμένες με τη θετική ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος.

Αυτή θα βελτιώσει το κλίμα εμπιστοσύνης, επιταχύνοντας την επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, θα οδηγήσει στην επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (waiver), η οποία θα επιτρέψει την πολύ φθηνότερη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ και σε δεύτερη φάση θα καταστήσει δυνατή τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Διαβάστε επίσης

Κόκκινα δάνεια: Τα εμπόδια στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς

Κόκκινα δάνεια: Ποια πωλούνται, αντικίνητρα για τους κακοπληρωτές

Κόκκινα δάνεια: Οι εταιρείες διαχείρισης και οι εταιρείες αγοράς δανείων

ΔΗΜΟΦΙΛΗ