ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αγεφύρωτες οι διαφορές κυβέρνησης – θεσμών στα εργασιακά

Αγεφύρωτες οι διαφορές κυβέρνησης – θεσμών στα εργασιακά

Μπορεί η απόφαση που εξέδωσε προ ημερών το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το καυτό θέμα των ομαδικών απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα (υπόθεση ΑΓΕΤ) να χαρακτηρίσθηκε ως «Σολομώντειος λύση», ωστόσο στην ουσία της δεν μπόρεσε να γεφυρώσει τις διαφορές κυβέρνησης και θεσμών.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τάχθηκε έμμεσα υπέρ της απελευθέρωσης στο όριο των ομαδικών απολύσεων και της κατάργησης του υπουργικού βέτο. Δέχθηκε ότι το ελληνικό κράτος διατηρεί και μπορεί να τοποθετείται σε υποθέσεις ομαδικών απολύσεων, σημείωσε όμως ότι δεν μπορεί να επικαλείται οικονομική κρίση ή αύξηση της ανεργίας για να εξαιρείται από το κοινοτικό δίκαιο. Στη βάση αυτή ανέφερε ότι το ελληνικό πλαίσιο είναι ασαφές και έστειλε πίσω στο εθνικό δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας) την υπόθεση της ΑΓΕΤ.

Έτσι, ακόμη και μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου οι συζητήσεις για τα εργασιακά - οι οποίες είναι στην καρδιά της δεύτερης αξιολόγησης - βρίσκονται στον αέρα με τους δανειστές να επιμένουν στις επώδυνες αλλαγές στο καθεστώς των ομαδικών απολύσεων και την κυβέρνηση μέσω της υπουργού Εργασίας, Έφης Αχτσιόγλου να ζητεί την επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τις αλλαγές στις συμβάσεις.

Η απόσταση που χωρίζει κυβέρνηση και θεσμούς απεικονίζεται στο κείμενο του προσχεδίου του συμπληρωματικού Μνημονίου. Συγκεκριμένα οι δανειστές επιμένουν στα εξής:

  • Σε αύξηση του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων από το 5% στο 10%.
  • Στην κατάργηση της διοικητικής έγκρισης των ομαδικών απολύσεων. Η σχετική εξουσία μεταβιβάζεται στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, στο οποίο μετέχουν με ίση εκπροσώπηση κράτος, εργαζόμενοι και εργοδότες. Το Συμβούλιο αυτό όμως δεν θα μπορεί να απορρίπτει ομαδικές απολύσεις παρά μόνο να ελέγχει την τήρηση της νομιμότητας. Αν μάλιστα το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι τηρήθηκαν οι διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης, οι απολύσεις θα μπορούν να γίνουν νωρίτερα από το προβλεπόμενο τρίμηνο.
  • Στη ψήφιση διάταξης με την οποία θα ορίζεται ότι παραμένουν σε αναστολή τόσο «η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης» αναφορικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις όσο και «η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων». Στην πράξη, οι δανειστές επιμένουν να μη συζητούν τα θέματα των συλλογικών συμβάσεων που θέτει η ελληνική πλευρά. Στο νέο κείμενο ζητούν ξεκάθαρα να νομοθετηθεί ότι δεν θα εφαρμοστεί η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των συμβάσεων, αναφέρει όμως ότι οι ρυθμίσεις αυτές θα παραμείνουν σε «αναστολή», δίνοντας την εντύπωση πως υπάρχουν περιθώρια εφαρμογής τους στο μέλλον.
  • Στη αύξηση από τις 24 στις 48 ώρες της περιόδου προειδοποίησης για την πραγματοποίηση απεργίας. Αναθεώρηση του υφιστάμενου καθεστώτος των αιτιολογημένων λόγων για τους οποίους μπορεί να απολυθεί ένας συνδικαλιστής και εξορθολογισμός των συνδικαλιστικών αδειών.
  • Σε διαδικασίες-εξπρές για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων όχι μόνο αναφορικά με τη νομιμότητα της απεργίας αλλά και την απόφαση των εργοδοτών να μην καταβάλλουν αμοιβή στους μη απεργούς εφόσον εξαιτίας της απεργίας δεν μπορούν να εργαστούν (λοκάουτ).
  • Στη συγκρότηση ειδικής ανεξάρτητης γνωμοδοτικής επιτροπής η οποία ως τον Ιούνιο του 2017 θα παραδώσει πόρισμα αναφορικά με έναν ενδεχόμενο επαναπροσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της υποχρεωτικής διαιτησίας με σκοπό την προώθηση ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ