ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Σοκάρει» τους Αμερικανούς βουλευτές η προοπτική νέου δανείου του ΔΝΤ στην Ελλάδα

O Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Υποεπιτροπής Νομισματικής Πολιτικής και Εμπορίου, Άντι Μπαρ barr.house.gov

Την έντονη διαφωνία τους στο ενδεχόμενο συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα εξέφρασαν Αμερικανοί βουλευτές που μετείχαν χθες σε ακρόαση της Υποεπιτροπής Νομισματικής Πολιτικής και Εμπορίου της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ με θέμα τα «Διδάγματα από το πρόγραμμα διάσωσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα».

Οι βουλευτές στα πλαίσια ακρόασης ακαδημαϊκών και ερευνητών υποστήριξαν πως τα προηγούμενα προγράμματα του ΔΝΤ για την Ελλάδα ήταν τα «πλέον αμφιλεγόμενα στην ιστορία του Ταμείου» και χαρακτήρισαν «σοκαριστικό» το γεγονός ότι το ΔΝΤ σκέφτεται να συμμετέχει και πάλι σε πρόγραμμα με δεδομένα τα λάθη του παρελθόντος.

Τα μέλη της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ απεύθυναν πλήθος ερωτήσεων για το εάν υπάρχει ανάγκη χρηματοδοτικής συνδρομής του ΔΝΤ στην Ελλάδα από τη στιγμή που τόσο ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, όσο και ο Σλοβάκος υπουργός Οικονομικών Πίτερ Καζιμίρ έχουν χαρακτηρίσει «συμβολική» τη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ.

Οι βουλευτές έλαβαν από τους εμπειρογνώμονες την απάντηση πως το ελληνικό πρόγραμμα μπορεί να χρηματοδοτηθεί και χωρίς το ΔΝΤ, αλλά και ότι το Ταμείο εμπλέκεται σε πολλές χώρες συμβουλευτικά, ήτοι χωρίς να δανείζει χρήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Υποεπιτροπής Νομισματικής Πολιτικής και Εμπορίου Άντι Μπαρ δήλωσε πως εάν το ΔΝΤ λάβει μέρος σε ένα τρίτο ελληνικό πρόγραμμα θα αποδείξει πως δεν αναγνωρίζει τα λάθη του. «Αν τελικά το κάνουν, δηλαδή πάρουν μια τέτοια απόφαση απλώς θα αποδείξουν οτι δεν έχουν μάθει από τα λάθη τους», δήλωσε στα πλαισια της ακρόασης.

Ο Μπάρ είπε ότι όλοι γνωρίζουν ότι οι Ευρωπαίοι δεν έχουν ανάγκη τα χρήματα του ΔΝΤ και ότι χρησιμοποιούν το Ταμείο για να προστατεύσουν προεκλογικά τους πολιτικούς τους, ενώ χαρακτήρισε την διαδικασία λήψης αποφάσεων όντος του οργανισμού «άκρως πολιτικοποιημένη». Ο Μπάρ υπογράμμισε εμφατικά πως αν τελικά το ΔΝΤ αποφασίσει να πάει σε τρίτο πρόγραμμα με την Ελλάδα τότε θα είναι αυτό υπεύθυνο για τις πράξεις του και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος που θα αρχίσει να του ασκεί το Αμερικανικό Κογκρέσο θα ενταθεί.

Στην επιτροπή τοποθετηθήκαν και απάντησαν στις ερωτήσεις των βουλευτών ο συγγραφέας Πόουλ Μπλούσταϊν, γνωστός για τις πολύχρονες έρευνες που έχει κάνει για το ΔΝΤ, η Μέγκ Λούντσαγκερ, εκπρόσωπος των ΗΠΑ στο εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ από το 2007 έως τον Μάιο του 2014, η Άννα Γκέλπερν καθηγήτρια νομικής στο πανεπιστήμιο Georgetown της Ουάσιγκτον και η Ρεμπέκα Νίλσον, εμπειρογνώμονας της Υπηρεσίας Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ στο Διεθνές Εμπόριο. Άπαντες τάχθηκαν ανοικτά υπέρ της ονομαστικής μείωσης του ελληνικού χρέους, μέσω ενός «κουρέματος», θέση που φάνηκαν να υποστηρίζουν και πολλοί Αμερικανοί βουλευτές.

Απολύτως απαραίτητο το «κούρεμα» του χρέους

Η Μεγκ Λούντσαγκερ ανέφερε στην τοποθέτηση της πως ΔΝΤ, Ευρωπαίοι πιστωτές και Ελλάδα συμφώνησαν για το πακέτο μεταρρυθμίσεων της χώρας που μπήκε προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο της Ελλάδας και είναι σε συζητήσεις σχετικά με την έκταση των δεσμεύσεων που θα αναλάβουν οι Ευρωπαίοι για τη μελλοντική ελάφρυνση του χρέους της χώρας.

«Το ΔΝΤ επιμένει σε μεγαλύτερη εξειδίκευση των μέτρων προκειμένου να αξιολογήσει το εάν η Ελλάδα θα αποκτήσει βιώσιμο χρέος. Οι Ευρωπαίοι παραμένουν απρόθυμοι να παράσχουν συγκεκριμένες υποσχέσεις, αναφέροντας ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιτύχει βιώσιμο χρέος ακολουθώντας σφικτές δημοσιονομικές πολιτικές για πολλά χρόνια, τις οποίες το ΔΝΤ δεν θεωρεί εφικτές ή επιθυμητές. Αυτές οι αποκλίνουσες θέσεις ενισχύουν το συμπέρασμα ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα πρέπει να ολοκληρώσουν το τελευταίο έτος του προγράμματος της Ελλάδας χωρίς το ΔΝΤ, όπως κάνουν τα τελευταία δύο χρόνια», ανέφερε η Λούντσαγκερ.

Απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών η Λούντσαγκερ ανέφερε πως οι Ευρωπαίοι θέλουν το ΔΝΤ για να αποφύγουν τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνουν για να καταστήσουν την ευρωζώνη μια πραγματική νομισματική ένωση.

Η ίδια είπε πως μια ευρωπαϊκή απόφαση για ανάληψη πλήρους ευθύνης για την αποκατάστασης της οικονομικής βιωσιμότητας της Ελλάδας θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο βήμα για να αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα το ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης βασίζεται στην ενοποίηση της και όχι στον κατακερματισμό της.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση υπογράμμισε πως το «κούρεμα» (principal redaction) του ελληνικού χρέους είναι «απολύτως απαραίτητο» , αλλά οι Ευρωπαίοι δεν είναι έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Για τους λόγους που αυτό το κούρεμα δεν γίνεται η Λούντσαγκερ ανέφερε πως «η Ελλάδα επέλεξε να είναι μέλος της ευρωζώνης» και πως πρέπει να δεχθεί τους όρους που της τίθενται από τα άλλα μέλη.

Ερωτηθείσα για το εάν η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα εκτός της ευρωζώνης η πρώην εκπρόσωπος των ΗΠΑ στο εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ απάντησε καταφατικά. «Εάν η Ελλάδα είχε βγει από την ευρωζώνη θα ήταν καλύτερα διότι θα είχε αποκαταστήσει την οικονομική της θέση. Αυτό δεν ήταν όμως αυτό που ήθελε ο λαός. Θέλουν να μείνουν στην ευρωζώνη», ανέφερε σχετικά.

Τα «ηλίθια» δάνεια των Ευρωπαίων

Ο Πόουλ Μπλούσταϊν στην τοποθέτηση του ανέφερε πως όταν το ΔΝΤ καλείται να συνδράμει στην αντιμετώπιση μιας κρίσης σε μια χώρα δεν πρέπει να καλείται για το «αλάθητο του», το οποίο όπως τόνισε «σαφώς δεν έχει», αλλά για την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του. «Αν και το Ταμείο δεν μπορεί να ισχυριστεί αξιόπιστα ότι έχει ανώτερη σοφία, ωστόσο θα πρέπει η ανάλυσή του να έχει προτεραιότητα έναντι άλλων», είπε σχετικά.

Απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών ο Μπλούσταϊν υπογράμμισε πως οι Ευρωπαίοι ήταν εκείνοι που ζήτησαν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο ελληνικό πρόγραμμα. «Ο Τσίπρας δεν το ήθελε διότι είναι πιο σκληρό. Τον εκβίασαν σε αυτό», είπε και χαρακτήρισε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα ως «Catch 22», ήτοι μια κατάσταση που δεν οδηγεί σε αποτέλεσμα (σ.σ.φαύλο κύκλο).

Ο Μπλούσταϊν υποστήριξε πως η λιτότητα που εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα «σκότωσε» την ελληνική οικονομία και πως το ΔΝΤ απλά δικαιολογήθηκε λέγοντας πως η Ελλάδα δεν απέδωσε στις μεταρρυθμίσεις. «Το ΔΝΤ έπρεπε το 2010 να έχει υπερ - κυρίαρχο ρόλο στο ελληνικό πρόγραμμα και να υποδείξει στις ευρωπαϊκές χώρες τι έπρεπε να κάνουν», είπε θέλοντας να δείξει πως οι πολιτικοί συμβιβασμοί που έκανε το Ταμείο συνέβαλαν στην διαιώνιση της κρίσης.

Ερωτηθείς για την ελάφρυνση του χρέους ο Αμερικανός ερευνητής ήταν ξεκάθαρος: «Θα ήταν προτιμότερο να δοθεί άφεση χρέους στην Ελλάδα», είπε και προσέθεσε με περιγραφικό τρόπο πως θα πρέπει να ειπωθεί το εξής στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις: «Δώσατε ηλιθιωδώς χρήματα στην Ελλάδα το 2010 (σ.σ. αντί να κουρέψουν το χρέος) και έχετε πρόβλημα να το εξηγήσετε αυτό στους ψηφοφόρους σας. Δεν πρέπει να προχωρήσετε τώρα σε μια ημιτελή ελάφρυνσης του χρέους».

Καταλήγοντας ο Μπλούσταϊν έκανε μια τολμηρή πρόταση, υποστηρίζοντας πως εφεξής όταν το ΔΝΤ εμπλέκεται σε προγράμματα χωρών της ευρωζώνης τα μέλη των κρατών αυτών στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ δεν θα πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου (επί του συγκεκριμένου προγράμματος).

«Επικίνδυνες» οι υποσχέσεις των Ευρωπαίων πολιτικών

Στην τοποθέτηση της η Άννα Γκέλπερν μίλησε για «αποτυχία» του ΔΝΤ να επιμείνει στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους το 2010 και «ανικανότητα» του ΔΝΤ να επιβάλει την αναδιάρθρωση το 2011 μόλις πείστηκε ότι κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο. Μίλησε δε για τον «ηθικό κίνδυνο» που μετακινήθηκε από τους ιδιώτες πιστωτές στον επίσημο τομέα, δηλαδή τους φορολογουμένους.

Η ίδια είπε πως παρόλο που η εμπειρία του ΔΝΤ στην Ελλάδα κατέστρεψε αναμφισβήτητα την αξιοπιστία του, ωστόσο το Ταμείο υπήρξε μια καλή δύναμη στην Ευρώπη και αποδεδειγμένα έχει μάθει από τα λάθη του. «Το ΔΝΤ είναι το μοναδικό διεθνές ίδρυμα που είναι σήμερα σε θέση να φέρει σε επαφή διάφορους εμπλεκόμενους φορείς όταν υφίσταται ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους. Είναι προς το συμφέρον όλων να ενισχυθεί η αξιοπιστία και η ανεξαρτησία του ΔΝΤ», ανέφερε σχετικά.

Ερωτηθείσα για τον«ηθικό κίνδυνο» από τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα η Γκέλπερν περιέγραψε μια ακόμη πτυχή, λέγοντας πως στην ελληνική περίπτωση υπάρχουν δύο τύποι πολιτικού ηθικού κινδύνου με τον πρώτο να σχετίζεται με τις αναφορές Τσίπρα για το ρόλο της διεθνής κοινότητας και τη δεύτερη με τις πολιτικές υποσχέσεις των Ευρωπαίων στους ψηφοφόρους τους.

«Το ΔΝΤ δεν πρέπει να χρηματοδοτεί χώρες που δεν είναι πλήρως δεσμευμένες σε αυτό», είπε η Γκέλπερν, εννοώντας την αμφισημία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. «Ο άλλος πολιτικός κίνδυνος σχετίζεται με τη δέσμευση που δίνουν οι Ευρωπαίοι στους ψηφοφόρους τους ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματα από την Ελλάδα», επεσήμανε η καθηγήτρια νομικής στο πανεπιστήμιο Georgetown θέλοντας να δείξει πως οι σχετικές υποσχέσεις θα δημιουργούν μονίμως πρόβλημα στην Ελλάδα.

Ερωτηθείσα για την ανάγκη ονομαστικού κουρέματος του χρέους η Γκέλπερν ξεκαθάρισε πως αυτό πρέπει να γίνει και πως είναι «σημαντικό οικονομικά και πολιτικά».

Απουσία σαφούς σχεδίου εξόδου

Στην τοποθέτηση της η Ρεμπέκα Νίλσον, εμπειρογνώμονας της Υπηρεσίας Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ είπε πως επτά χρόνια μετά την έγκριση του πρώτου προγράμματος του ΔΝΤ για την Ελλάδα, η οικονομική κρίση παραμένει έντονη και δεν υπάρχει σαφές μακροπρόθεσμο σχέδιο για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Αν και η ίδια επικαλέστηκε απόψεις αναλυτών σύμφωνα με τους οποίους «η ελληνική κρίση έχει αμαυρώσει τη φήμη του ΔΝΤ», ωστόσο ανάφερε πως στην ελληνική κρίση το ΔΝΤ κινήθηκε σε «άγνωστο έδαφος», καθώς δέσμευσε σημαντική χρηματοδότηση σε διαδοχικά προγράμματα, εντάχθηκε σε μια ασυνήθιστη συμφωνία συγχρηματοδότησης, τροποποίησε τις δανειστικές πολιτικές, και τελικά βρέθηκε να αντιμετωπίζει ακόμη και προσωρινές ληξιπρόθεσμες πληρωμές από την χώρα η οποία ήταν ο μεγαλύτερος δανειολήπτης του.

Απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών η Νίλσον ανάφερε πως το ΔΝΤ εκ του καταστατικού του καταρτίζει πρόγραμμα για χώρες και όχι για νομισματικές ενώσεις και πως κάποια από τα προβλήματα του ελληνικού προγράμματος σχετίζονται με αυτό. «Η εμπειρία του ΔΝΤ στην Ελλάδα εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το ΔΝΤ θα πρέπει να εμπλέκεται σε νομισματικές ενώσεις. Εστιάζοντας σε επιμέρους κράτη μέλη της ευρωζώνης και όχι στην ευρωζώνη στο σύνολό της, τα προγράμματα του ΔΝΤ επικεντρώθηκαν σε ένα στενότερο σύνολο και επέβαλε μεγαλύτερο κόστος προσαρμογής σε συγκεκριμένα μέλη», τόνισε.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης