ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων η άσκηση διώξεων σε βάρος 11 βουλευτών των Σπαρτιατών

Θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων η άσκηση διώξεων σε βάρος 11 βουλευτών των Σπαρτιατών

Ο Βασίλης Στίγκας επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Σπαρτιατών

ΖΑΧΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ/INTIME NEWS

Τον ασκό του Αιόλου για το κόμμα των Σπαρτιατών άνοιξε η εξέλιξη για την άσκηση ποινικών διώξεων από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για εξαπάτηση εκλογέων σε 11 βουλευτές, με δύο εξ αυτών να αποχωρούν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα και να παραμένει άδηλο τί θα πράξουν οι επόμενοι.

Από την στάση των εναπομεινάντων βουλευτών εξαρτάται αυτή την ώρα – και πάντως πριν την απόφαση του Εκλογοδικείου – το αν θα εξακολουθεί ή όχι να υφίσταται Κοινοβουλευτική Ομάδα, καθώς το αριθμητικό όριο για να υπάρχει είναι οι πέντε βουλευτές.

Μετά τις δηλώσεις ανεξαρτητοποίησης του Γιώργου Μανούσου και του Γιάννη Δημητροκάλλη, η Κοινοβουλευτική Ομάδα των Σπαρτιατών αριθμεί πλέον οκτώ βουλευτές. Είχαν προηγηθεί οι αποχωρήσεις του Κωνσταντίνου Φλώρου και του Χαράλαμπου Κατσιβαρδά, λόγω των οποίων η κοινοβουλευτική δύναμη του κόμματος έπεσε στους 10 βουλευτές μέχρι και σήμερα. Έτσι, αν αποχωρήσουν τέσσερις ακόμη βουλευτές οι Σπαρτιάτες στη Βουλή περνούν την “διακεκαυμένη ζώνη” του ορίου ύπαρξής τους και η Κοινοβουλευτική Ομάδα διαλύεται.

Και οι δύο βουλευτές, οι οποίοι αποχώρησαν αμέσως μετά τις εξελίξεις στο δικαστικό επίπεδο, καταφέρθηκαν στις δηλώσεις τους με σφοδρότητα κατά του προέδρου του κόμματος, Βασίλη Στίγκα, στον οποίο προσήψαν ότι οδήγησε σύσσωμη την ΚΟ του κόμματός του να είναι κατηγορούμενη με τις ψευδείς και συκοφαντικές καταγγελίες του εναντίον των βουλευτών.

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του κόμματος, “βλέπει” στοχοποίηση του κόμματός του “μέσα σε ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί σε βάρος της κυβέρνησης”.

Το ιστορικό του σπαραγμού στο κόμμα

Η πρώτη κρίση και ο αλληλοσπαραγμός στο κόμμα των Σπαρτιατών, που παρολίγον να οδηγήσει σε πλήρη διάλυση την Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ήταν το Καλοκαίρι του 2023 και μόλις δύο μήνες μετά τις εθνικές εκλογές, οπότε οι Σπαρτιάτες μπήκαν στην Βουλή.

Τότε ο Βασίλης Στίγκας κατηγόρησε τους 11 βουλευτές του κόμματός του ότι στηρίζουν τον έγκλειστο στις φυλακές Δομοκού Ηλία Κασιδιάρη, λέγοντας: «Βουλευτές μας πήγαιναν στον Δομοκό για να δηλώσουν τα σέβη τους και να πάρουν οδηγίες από τον Κασιδιάρη» και προσθέτοντας πως λειτουργούσαν υποκινούμενοι από «ξένα κέντρα» που παραπέμπουν σε «Greek Mafia και Δον Κορλεόνε». Προχώρησε κατόπιν στη διαγραφή τριών βουλευτών, του Ιωάννη Κόντη, Ιωάννη Δημητροκάλη και Χαράλαμπου Κατσιβαρδά, και μάλιστα είχε δηλώσει ότι αν χρειαστεί θα προχωρήσει και σε άλλες διαγραφές, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα μείνει μόνος του, χωρίς Κοινοβουλευτική Ομάδα. Οι θιγέντες βουλευτές από την πλευρά τους είχαν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να κινηθούν νομικά εναντίον του και αποκάλεσαν τον Β. Στίγκα “δικτατορίσκο” και «εφιάλτη» και ζήτησαν την διενέργεια Συνεδρίου.

Κατόπιν, στην εικόνα του Βασίλη Στίγκα στην Ολομέλεια της Βουλής, ολομόναχου στα έδρανα και μετά την ομιλία του, στο παράταιρο και πρωτοφανές σκηνικό, προστέθηκε και η δήλωση του πρωθυπουργού σε προ Ημερησίας Διατάξεως συζήτηση στη Βουλή.

stigkas spartiates vouli

Ο πρόεδρος των «Σπαρτιατών» Βασίλης Στίγκας κάθεται μόνος του στα έδρανα του κόμματος στην ολομέλεια της Βουλής

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI

«Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, γνωρίζαμε ότι πρακτικά στη Βουλή υπάρχει ένα κόμμα χωρίς αρχηγό. Σήμερα διαπιστώσαμε ότι υπάρχει και αρχηγός χωρίς κόμμα. Και νομίζω, κ. πρόεδρε, ότι αυτά τα πολύ σοβαρά τα οποία ειπώθηκαν από τον πρόεδρο των ‘Σπαρτιατών’ δεν θα πρέπει να περάσουν ασχολίαστα. Και προφανώς θα υπάρχουν και κοινοβουλευτικές επιπτώσεις για όλα όσα ακούστηκαν», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αφήνοντας ανοιχτό παράθυρο για θεσμικές παρεμβάσεις σε επίπεδο Βουλής.

Λίγο αργότερα, ο Βασίλης Στίγκας και οι βουλευτές – πλην του Κωνσταντίνου Φλώρου και του Χαράλαμπου Κατσιβαρδά που παρέμειναν ανεξάρτητοι – τα πήραν όλα πίσω και η εσωκομματική αναμέτρηση αποσοβήθηκε, ωστόσο η υπόθεση πέρασε στη σφαίρα της Ποινικής Δικαιοσύνης, με την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ερευνά όσα ακούστηκαν για τις διαδρομές του χρήματος μέσα στο κόμμα.

Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο

Το επόμενο στάδιο, ήταν η αποστολή στη Βουλή της δικογραφίας που σχηματίστηκε, ώστε να συνεδριάσει η αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή για να προτείνει την άρση της ασυλίας των βουλευτών και εντέλει οριστικά να αποφασίσει η Ολομέλεια, όπερ και εγένετο.

Συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2023, διαβιβάστηκε αίτημα της εισαγγελέως προς τη Βουλή ώστε να δοθεί άδεια εξέτασης, ως μαρτύρων ή ως δυνητικά κατηγορούμενων, των 11 βουλευτών των «Σπαρτιατών» ως υπόπτων τέλεσης αξιόποινης πράξης, ενόψει ενδεχόμενης ποινικής δίωξης, μετά την γνωστοποίηση ότι διεξάγεται προκαταρκτική ποινική διερεύνηση για στοιχεία ικανά να στηρίξουν ενδεχόμενη κατηγορία κατά αυτών.

Δεδομένου ότι η δίωξη ασκείται για αδίκημα που συνδέεται όχι με τα βουλευτικά καθήκοντα καθαυτά, αλλά με την εκλογική διαδικασία, που επέτρεψε την ανάληψη του βουλευτικού αξιώματος, η κοινοβουλευτική διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν μονόδρομος κι έτσι συγκροτήθηκε η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας για άρση της ασυλίας των βουλευτών, έγινε παραπομπή στην Ολομέλεια της Βουλής και η άρση ασυλίας των βουλευτών ψηφίστηκε από αυτήν.

Γιατί η Βουλή δεν μπορεί να αναστείλει την χρηματοδότηση των Σπαρτιατών

Παρά το γεγονός πάντως ότι η Βουλή έχει την δυνατότητα λήψης πειθαρχικών μέτρων - ιδίως από τον Πρόεδρο, βάσει και των αυξημένων αρμοδιοτήτων που του δόθηκαν με την πρόσφατη αλλαγή του Κανονισμού - καθώς και την αναστολή χρηματοδότησης, κατά το άρθρο 83 Α του Κανονισμού, που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, κάτι τέτοιο δεν καταλαμβάνει την συγκεκριμένη περίπτωση.

Αυτό συμβαίνει διότι: Πρώτον, δεν έχει σταλεί στη Βουλή φάκελος από την Δικαιοσύνη που να αφορά συνολικά το κόμμα των Σπαρτιατών και Δεύτερον, η συγκεκριμένη διάταξη παραπέμπει σε νόμο, ο οποίος αναφέρεται μόνο σε εγκληματική και τρομοκρατική οργάνωση και όχι στο αδίκημα της εξαπάτησης εκλογέων.

Θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων

Από εκεί και πέρα η υπόθεση βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης, με αποκορύφωμα την σημερινή εξέλιξη με την παραγγελία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για άσκηση ποινικών διώξεων, για εξαπάτηση των εκλογέων, σε βάρος 11 βουλευτών των Σπαρτιατών, πλην του επικεφαλής, Βασίλειου Στίγκα.

Κατόπιν αυτού, όλα επικεντρώνονται στην απόφαση του Εκλογοδικείου (σε μια διαδικασία που “τρέχει” παράλληλα με το ποινικό σκέλος) στο οποίο ήδη έχουν εκδικαστεί προσφυγές για τη νομιμότητα συμμετοχής στη Βουλή του κόμματος των Σπαρτιατών και έτσι το ενδεχόμενο να επέλθουν αλλαγές στον κοινοβουλευτικό χάρτη είναι πολύ πιθανό.

Το επίδικο – και πάντως μετά την απόφαση του Εκλογοδικείου – αν και εφόσον αποφασιστεί η έκπτωση των 11 από το βουλευτικό αξίωμα, είναι τι θα συμβεί με τις έδρες των 11 βουλευτών που εξέπεσαν.

Τα σενάρια σε περίπτωση έκπτωσης του βουλευτικού αξιώματος

“Τα όποια πορίσματα της ποινικής διαδικασίας – «κατηγορητήριο» Εισαγγελέως στην αίτηση προς τη Βουλή, εξέταση των βουλευτών ως υπόπτων, αποτελέσματα ενδεχόμενης ποινικής δίωξης – συνδέονται άμεσα και είναι απολύτως αξιοποιήσιμα και στην εκκρεμούσα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), λειτουργούντος ως «Εκλογοδικείου», δίκη, με αντικείμενο την έκπτωση των εκλεγμένων με τους Σπαρτιάτες βουλευτών από την έδρα τους. Αυτό είναι το επίπεδο που ενδιαφέρει κυρίως το πολιτικό σύστημα αλλά και τη δημοκρατία στη χώρα μας” αναφέρεται σε άρθρο του Κωνσταντίνου Μποτόπουλου στο SyntagmaWatch.gr.

O Συνταγματολόγος αναφέρεται στα σενάρια που μπορεί να ισχύσουν μετά από ενδεχόμενη έκπτωση των 11 από το βουλευτικό αξίωμα.

Τονίζει: “Η κρισιμότητα της πρόσφατης εξέλιξης είναι ότι προσθέτει κρίσιμο αποδεικτικό υλικό και ενδυναμώνει την επιχειρηματολογία περί παράνομης εκλογής. Εφόσον με την εκλογική ένσταση ζητούνταν να κριθεί παράνομη η συμμετοχή των Σπαρτιατών στις εκλογές, λόγω του ότι άλλος ήταν ο «πραγματικός αρχηγός» και το κόμμα λειτουργούσε ως «προκάλυμμα» άλλου κόμματος ή προσώπου – δηλαδή οι ψηφοφόροι νόμιζαν ότι ψήφιζαν Σπαρτιάτες, αλλά στην πραγματικότητα «ψήφιζαν» Κασιδιάρη – πώς είναι δυνατόν να αγνοηθεί ή να υποβαθμισθεί από το Δικαστήριο η βεβαιότητα της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου περί του ότι ακριβώς αυτό πράγματι συνέβη; (η επιλογή βουλευτών από τον υπόδικο, η εκλογή τους χάρη στη στήριξη από το ίδιο πρόσωπο, η αναγνώριση του από αυτούς ως πραγματικού αρχηγού, η καθοδήγηση τους από αυτόν μέσα από τις φυλακές, η λειτουργία των Σπαρτιατών ως μανδύα για τις πολιτικές επιδιώξεις του συγκεκριμένου προσώπου, η καταστρατήγηση της εκλογικής νομοθεσίας μέσω της χρήσης του μανδύα). Πώς είναι δυνατόν το ΑΕΔ να μη θεωρήσει ότι τέτοια εξαπάτηση είναι ευθέως αντίθετη στη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος και οφείλει να οδηγήσει σε έκπτωση των έτσι εκλεγμένων βουλευτών;

Μένουν δυο μείζονα ζητήματα, για την επίλυση των οποίων είναι επίσης αποκλειστικά αρμόδιο το ΑΕΔ: με δεδομένο ότι δεν έχουν ασκηθεί, εντός της νόμιμης μετά την ολοκλήρωση των εκλογών προθεσμίας, προσφυγές και για τις 12 έδρες που κατέλαβαν οι Σπαρτιάτες βάσει των αποτελεσμάτων των εκλογών, επιβάλλεται ή όχι «επέκταση» της έκπτωσης από το δικαστήριο και στις 12 περιφέρειες; Και: αν θεωρηθεί παράνομη η συμμετοχή των Σπαρτιατών στις εκλογές, με ποιο τρόπο θα καλυφθεί το «κενό», δηλαδή θα καταληφθούν οι έδρες των εκπεσόντων βουλευτών; Με νέες εκλογές σε όλη την επικράτεια; Με εκλογές μόνο στις 12 περιφέρειες στις οποίες εξελέγησαν – παρανόμως – Σπαρτιάτες; Με αναπλήρωση χωρίς εκλογές, βάσει των αποτελεσμάτων των άλλων κομμάτων στις εν λόγω περιφέρειες;

Ως προς το ζήτημα της «επέκτασης» θεωρώ ότι η κοινή αλλά και η νομική λογική οδηγεί χωρίς πολλά περιθώρια παρέκκλισης στη λύση να κριθούν έκπτωτοι οι εκλεγέντες με τους Σπαρτιάτες βουλευτές και στις 12 περιφέρειες (περιλαμβανομένης και της έδρας του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας, ακόμα και αν αυτός δεν διωχθεί ποινικά). Και τούτο γιατί η «εξαπάτηση του εκλογικού σώματος» δεν μπορεί παρά να αποδοθεί στο κόμμα συνολικά, και όχι σε συγκεκριμένα ή μεμονωμένα πρόσωπο, το δε ΑΕΔ διαθέτει, εκ του νόμου που καθορίζει τη λειτουργία του, τέτοια δυνατότητα – θα έλεγα μάλιστα υποχρέωση – «επέκτασης» (άρθρο 29 Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κυρωθέντος δια του ν. 345/1976). Το ζήτημα του τρόπου πλήρωσης των κενωθεισών εδρών είναι πιο δύσκολο και συγχρόνως πιο σημαντικό. Και οι τρεις τρόποι είναι υποστηρίξιμοι, πιστεύω όμως η διενέργεια εκλογών τόσο κοντά στις προηγούμενες και για τέτοιον – «υπέρ της δημοκρατίας» – λόγο είναι πολύ πιθανό να κριθεί από τους δικαστές ότι εμπεριέχει υπερβολικά μεγάλους κινδύνους και αβεβαιότητες – και ότι, συνεπώς, η πλήρωση, στο πλαίσιο του εκλογικού νόμου, με βάση τις επιδόσεις των λοιπών νόμιμα συμμετασχόντων στις εκλογές κομμάτων είναι προτιμητέα ως απλούστερη, δικαιότερη και αναλογικότερη. Σε κάθε περίπτωση, θα πρόκειται για μια μεγάλη πρωτιά – και του Δικαστηρίου και της Δημοκρατίας μας”.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ