ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Bραβεία Πούλιτζερ: θρίαμβος για τη δημοσιογραφία που καθαίρεσε τον Χάρβεϊ Γουάινστιν

Bραβεία Πούλιτζερ: θρίαμβος για τη δημοσιογραφία που καθαίρεσε τον Χάρβεϊ Γουάινστιν
Facebook@pulitzerprizes

Την άριστη δημοσιογραφία που συγκλόνισε τη βιομηχανία του θεάματος με τις αποκαλύψεις για τον Χάρβεϊ Γουάινστιν επιβράβευσε για ακόμη μια χρονιά η επιτροπή των βραβείων Πούλιτζερ.

Τρεις δημοσιογράφοi της εφημερίδας New York Times και του περιοδικού The New Yorker τιμήθηκαν από κοινού χθες Δευτέρα με το σημαντικότερο δημοσιογραφικό βραβείο στις ΗΠΑ, για την αποκάλυψη του σκανδάλου στο οποίο εμπλέκεται ο παραγωγός του Χόλιγουντ Χάρβεϊ Γουάινστιν.

Η Τζόντι Κάντορ και η Μέγκαν Τουόχι των New York Times και ο Ρόναν Φάροου του New Yorker τιμήθηκαν για τα ρεπορτάζ τους που οδήγησαν στην πτώση του μέχρι πρότινος παντοδύναμου Γουάινστιν, ο οποίος πλέον κατηγορείται για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και βιασμούς.

Οι αποκαλύψεις αυτές οδήγησαν και στη δημιουργία του κινήματος #MeToo κατά της βίας και της παρενόχλησης εναντίον των γυναικών.

Ο Ρόναν Φάροου, που είναι γιος του Γούντι Άλεν και της Μία Φάροου, έχει δημοσιεύσει και πολλά άρθρα στον New Yorker για σκάνδαλα στα οποία εμπλέκεται ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

"Πολύ, πολύ, πολύ περήφανη για τον @RonanFarrow", έγραψε η ηθοποιός και μητέρα του στο Twitter.

Το πρώτο άρθρο στους New York Times που αναφερόταν στη δράση του Γουάινστιν και δημοσιεύθηκε στις 5 Οκτωβρίου έπεσε σαν βόμβα. Περιείχε μαρτυρίες πολλών γυναικών που κατήγγειλαν ότι είχαν παρενοχληθεί σεξουαλικά από τον παραγωγό, συνιδρυτή με τον αδελφό του του στούντιο Miramax, μεταξύ των οποίων η ηθοποιός Άσλεϊ Τζαντ.

Επίσης αναφερόταν στην ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του Γουάινστιν και της ηθοποιού Ρόουζ ΜακΓκόουαν, η οποία έλαβε 100.000 δολάρια με αντάλλαγμα να μην μιλήσει για ένα συμβάν του 1997. Αργότερα η ηθοποιός αποκάλυψε ότι ο Γουάνστιν τη βίασε.

Πέντε ημέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου αυτού το New Yorker ανήρτησε στον ιστότοπό του ένα μακροσκελές ρεπορτάζ στο οποίο περιέχονταν νέες κατηγορίες εις βάρους του χολιγουντιανού παραγωγού.

Τρεις γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Ιταλίδα ηθοποιός Άζια Αρτζέντο, κατήγγειλαν ότι είχαν πέσει θύματα βιασμού από τον Γουάινστιν.

Χάρη στα άρθρα αυτά πολλά θύματα του παραγωγού βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν και πλέον περισσότερες από εκατό γυναίκες τον κατηγορούν για σεξουαλική κακοποίηση ή βιασμό.

Η εφημερίδα Washington Post τιμήθηκε με το Πούλιτζερ ερευνητικής δημοσιογραφίας για το ρεπορτάζ της σχετικά με τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο γερουσιαστή της Αλαμπάμα Ρόι Μουρ, ο οποίος κατηγορείται ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με ανήλικα κορίτσια.

Η εφημερίδα δημοσίευσε πρώτη τις καταγγελίες τεσσάρων γυναικών που δήλωναν θύματα του πρώην δικαστή, γνωστού για τις ιδιαίτερα συντηρητικές θέσεις του, ο οποίος είχε τη στήριξη του Τραμπ. Αν και ήταν φαβορί να κερδίσει την θέση του γερουσιαστή, τελικά ο Μουρ έχασε από τον Δημοκρατικό Νταγκ Τζόουνς.

Δύο Πούλιτζερ κέρδισε και το πρακτορείο Reuters, ένα για το ρεπορτάζ του στο οποίο αποκαλύπτονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η αστυνομία των Φιλιππίνων στον πόλεμο που έχει εξαπολύσει ο πρόεδρος Ροντρίγο Ντουτέρτε εναντίον των ναρκωτικών και ένα για το φωτογραφικό ρεπορτάζ της κρίσης των προσφύγων Ροχίνγκια στη Μιανμάρ και το Μπανγκλαντές.

Γιατί ο Τζόζεφ Πούλιτζερ όρισε τη δημοσιογραφία

Ο άνθρωπος του οποίου το όνομα δόθηκε στα σημαντικότερα δημοσιογραφικά βραβεία, αλλά και αυτός που πολέμησε όσο λίγοι τη διαφθορά, υπηρέτησε τη μαχητική δημοσιογραφία και βοήθησε ώστε να παραμείνει το Άγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη.

Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ γεννήθηκε στις 10 Απριλίου του 1847, στο μικρό χωριό της Ουγγαρίας Μακό, αποτελώντας καρπό του έρωτα του Φούλοπ και της Ελίζ Πούλιτζερ. Οι περιπέτειες της ζωής του τον έφεραν να κάνει διάφορες προχειροδουλειές σε Νέα Υόρκη και Σεν Λούις, απλώς για να επιβιώσει.

Από νεκροθάφτης μέχρι και φροντιστής μουλαριών, ο δραστήριος Τζόζεφ άρχισε σιγά σιγά να εξασκεί ενεργά το αγαπημένο του χόμπι. Δαιμόνιος ρεπόρτερ γαρ, έγινε μέλος της Westliche Post και απέκτησε και μερίδιό της έναντι 3.000 δολαρίων.

Η αγάπη του για τη δημοσιογραφία και η σταδιακή αύξηση των προσωπικών του εσόδων τον οδήγησαν αρχικά στην απόφαση να αγοράσει τις εφημερίδες St. Louis Dispatch και St. Louis Post και εν συνεχεία να τις ενώσει και να δημιουργήσει τη St. Louis Post-Dispatch που συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα η καθημερινή εφημερίδα του Σεν Λούις.

Αυτή ήταν η αρχή του προσωπικού του θριάμβου. Ο Πούλιτζερ υπηρέτησε όσο κανείς μέχρι τότε το μαχητικό ρεπορτάζ, πολέμησε όσο κανείς μέχρι τότε τα συμφέροντα και μόχθησε όσο κανείς μέχρι τότε ώστε να νικηθούν η διαφθορά και οι απάτες παντός είδους.

Το 1883 προχώρησε στην αγορά της New York World μιας εφημερίδας γνωστής για τα χρέη της και για τη συνεχή χασούρα της. Ο Πούλιτζερ άλλαξε μέσα σε μια νύχτα την τύχη της, αναδεικνύοντας ιστορίες που σήμερα θυμίζουν αρκετά αυτό που ονομάζουμε "κίτρινο Τύπο".

Η κυκλοφορία ανεβαίνει αμέσως και εκτινάσσεται στην κορυφή της κυκλοφορίας όταν προσλαμβάνει ως σκιτσογράφο τον Ρίτσαρντ Άουτκολτ.

Ο Πούλιτζερ ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική (από τους Ρεπουμπλικανούς μεταπήδησε στους Δημοκρατικούς και υπηρέτησε τη Νέα Υόρκη ως Γερουσιαστής) και θέλησε να αφήσει κάτι πίσω του.

Το 1892, σύμφωνα με το Nieman Lab, πρόσφερε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια ένα ποσό για τη δημιουργία της πρώτης σχολής δημοσιογραφίας στον κόσμο. Το Πανεπιστήμιο απέρριψε την προσφορά και το όνειρο του Πούλιτζερ να χτιστούν οι βάσεις ώστε να δημιουργηθεί μια νέα γενιά μαχητικών δημοσιογράφων τέθηκε εν αμφιβόλω.

Όταν έφυγε από τη ζωή, στις 29 Οκτωβρίου του 1911, αφήνοντας πίσω του τη σύζυγό του Κέιτ Ντέιβις και επτά παιδιά, το όνειρό του δεν είχε εκπληρωθεί. Ένα χρόνο αργότερα, το Πανεπιστήμιο του Κολούμπια αποφάσισε να αξιοποιήσει τα δύο εκατομμύρια δολάρια που είχε αφήσει στη διαθήκη του ο Πούλιτζερ, ιδρύοντας τελικά Μεταπτυχιακή Σχολή Δημοσιογραφίας.

Το 1917, έξι χρόνια μετά τον θάνατο του, θεσπίστηκαν τα βραβεία Πούλιτζερ, τα οποία έχουν δοθεί σε τεράστιες προσωπικότητες της δημοσιογραφίας, αλλά και της λογοτεχνίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ