ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η επιστροφή του Γιόχαν Φάτσερ

Η επιστροφή του Γιόχαν Φάτσερ

Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι για να παρακολουθήσει κανείς τη νέα παραγωγή του μπρεχτικού έργου Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα και μετάφραση-διασκευή Ελένης Βαροπούλου. Ο πρώτος σχετίζεται με τη συχνότητα σκηνικής αποτύπωσης του έργου, ο δεύτερος με την ιδιοτυπία του «υλικού» του και ο τρίτος, βεβαίως, με τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης παράστασης.

Ο Φάτσερ δεν βρίσκει συχνά τον δρόμο προς τη σκηνή. Μετά την παράσταση του Frank-Patrick Steckel στη βερολινέζικη Schaubühne το 1976, ακολούθησε η επεξεργασία του έργου από τον Heiner Müller πρώτα το 1978 στο Schauspielhaus του Αμβούργου και μετά στο Berliner Ensemble το 1993. Στην Ελλάδα, πιο πρόσφατα, παρουσιάζεται στο θέατρο «Επί Κολωνώ» το 2004, σε σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά και μετάφραση-δραματουργική επεξεργασία του Πέτρου Μάρκαρη. Αν και ακριβοθώρητος, ο Φάτσερ δανείζει τους χαρακτήρες του σε άλλα μπρεχτικά έργα της περιόδου, τα οποία παίζονται πολύ συχνότερα. Έτσι, η σπανιότητά του αντισταθμίζεται από την ισχυρή διακειμενικότητά του.

Αυτό επιτείνεται και από το γεγονός ότι δεν είναι ένα ολοκληρωμένο έργο, αλλά ένα χαώδες υλικό που παράγεται σε πέντε διαφορετικές φάσεις της δημιουργίας του Brecht (1926-1930, 1951) και εκτείνεται σε 500 και πλέον σελίδες ανέκδοτων διαλόγων και λυρικών κομματιών, σκίτσων και σημειώσεων, χορικών και φιλοσοφικών σχολίων.

Ένα ανοικτό και πλούσιο αρχείο, διαχωρισμένο στο «Ντοκουμέντο Φάτσερ» με τις δραματικές σκηνές και στο «Σχόλιο Φάτσερ», το οποίο κυρίως προσελκύει τους καλλιτέχνες να το διασκευάσουν ανάλογα με τις επιδιώξεις τους. Δεν είναι μόνο η ανοιχτή μορφή που προσφέρεται σε σκηνικούς πειραματισμούς· είναι και ο ατελής και αποσπασματικός χαρακτήρας του Φάτσερ που λειτουργεί ως δέλεαρ για ευέλικτους χειρισμούς ή κριτικές συνθέσεις, αποσυνθέσεις και ανασυνθέσεις αυτών των κειμενικών ερειπίων και των σπαραγμάτων της σκέψης.

Η διασκευή της Βαροπούλου δίνει το προβάδισμα στο «Ντοκουμέντο Φάτσερ», στον δραματικό σκελετό, έτσι ώστε η σκηνοθετική γραφή του Κακάλα να μπορέσει να δημιουργήσει ένα νέο «Σχόλιο Φάτσερ». Ένα κείμενο δίπλα στο κείμενο, δευτερογενές και όχι δευτερεύον, με σχόλια αντλημένα από τις πρόβες, που αναλαμβάνουν ένα δύσκολο και εν πολλοίς αντιφατικό έργο: αφ’ ενός να γεφυρώσουν τον αφηγημένο χρόνο του έργου με τη σύγχρονη πραγματικότητα και αφ’ ετέρου να δημιουργήσουν μια κριτική απόσταση από το μπρεχτικό «ντοκουμέντο», μιαν απόσταση που θα επιτρέπει τόσο την είσοδο, όσο και την έξοδο από τον κόσμο των χαρακτήρων κατά τη διάρκεια της παράστασης. Εγγύτητα και απόσταση λοιπόν, γειτνίαση και διαμερισμός συγκροτούν την αντίφαση που διέπει το έργο του σύγχρονου σκηνοθέτη του Φάτσερ.

Tο γεφύρωμα από μόνο του δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες για τον σκηνοθέτη, λόγω του ίδιου του δραματικού σκελετού: οι ιστορικές αναφορές του στα θολά νερά του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, στις εμφύλιες διαμάχες της ταπεινωμένης γερμανικής κοινωνίας ή στις πολιτικές δολοφονίες των Σπαρτακιστών (Rosa Luxemburg, Karl Liebknecht) αποτυπώνονται άμεσα ή έμμεσα στα πρόσωπα των τεσσάρων γερμανών στρατιωτών που λιποτακτούν από τον παραλογισμό του πολέμου και την πολιτική που τον εξέτρεφε. Εκεί όμως που οι δυσκολίες μεγαλώνουν είναι στην απόσταση που πρέπει να προκληθεί από το «Ντοκουμέντο Φάτσερ». Πώς να δημιουργήσεις την περιβόητη ανοικείωση από ένα «έργο» που είναι ήδη ανοίκειο στον εαυτό του;

pefanis2

Ο Κακάλας το επιχειρεί με παρωδιακά τεχνάσματα ως προς την ίδια την παράδοση του επικού θεάτρου, με σαρκαστικά σχόλια σε απομονωμένες φράσεις του κειμένου, με κινήσεις δηλαδή που μπορεί να προκαλούν χαμόγελα στο κοινό, αλλά προδίδουν, νομίζω, και μιαν αδιόρατη αμηχανία μπροστά στην πρόκληση του μπρεχτικού κειμένου. Ο Φάτσερ, το είδαμε, προσφέρεται σε διασκευές και «σχολιασμούς». Εντούτοις τα φιλικά χτυπήματα των ηθοποιών στον σκηνοθέτη ή οι εύκολες αναφορές στις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας να αποδώσει ξένους όρους δεν προκαλούν παρά μια επιφανειακή χαλαρότητα ή μια αίσθηση πρόβας.

Αντιθέτως, η επιλογή του Γιάννη Αγγελάκα ως μουσικού συνομιλητή στα λόγια του Brecht δίνει μια συνοχή και μια ροκ δυναμική στο «Σχόλιο Φάτσερ» του Κακάλα. Διαπιστώνουμε πράγματι ότι η ροκ μουσική και στιχουργία μπορεί να αποτελέσει μια καίρια αντιφώνηση στην έκκληση που απευθύνει ο Brecht στην εποχή μας. Οι σχεδιασμένες από τον Κέννυ Μακ Λέλλαν φόρμες των performaers σε γκρι απόχρωση, κάτω από τους μάλλον σκληρούς φωτισμούς του Παναγιώτη Λαμπή, αποτυπώνουν με σαφήνεια τη συνάντηση του εργάτη και του στρατιώτη.

Η λιτή σκηνογραφία του ίδιου καλλιτέχνη αφήνει όλον τον χώρο να επενδυθεί από την ακριβή κίνηση των ηθοποιών Μιχάλη Βαλάσογλου, Νίκου Γιαλελή, Κωνσταντίνου Μωραΐτη, Εμμανουήλ Πετράκη, Χαράς Κότσαλη, Φελίς Τόπη και, βεβαίως, Σίμου Κακάλα. Η σκηνική τους παρουσία υπενθυμίζει στον θεατή ότι ο σκηνικός χώρος ως πεδίο δράσης δεν προϋπάρχει του ανθρώπινου σώματος. Οι εξαιρετικές μάσκες της Μάρθας Φωκά επιτείνουν από τη μια το θεατρικό παιχνίδι, ενώ από την άλλη υπογραμμίζουν την απόσταση των ηθοποιών από τους ρόλους τους.

Ο Φάτσερ θέτει κάθε φορά ένα ερώτημα για τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και άλλο ένα για τον τρόπο κατανόησής της. Ο Κακάλας έχει τη διάθεση να βιώσει το βάθος των ερωτημάτων, να πειραματιστεί με τη δυσκολία τους, όχι όμως να τους αντιτείνει μιαν απάντηση.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο ΕΚΠΑ και κριτικός θεάτρου.