ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Πέθανε ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ - Μια αμφιλεγόμενη ιδιοφυία του κινηματογράφου

Πέθανε ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ - Μια αμφιλεγόμενη ιδιοφυία του κινηματογράφου
Ο Γκοντάρ έφυγε αλλά οι ταινίες του θα μείνουν στην ιστορία AP Photo/Edwin Reichert

Πέθανε σε ηλικία 91 ετών ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο νονός της γαλλικής «νουβέλ βαγκ».

Στα τέλη της δεκαετίας του '50 και στις αρχές της δεκαετίας του '60, μια μικρή ομάδα Γάλλων κινηματογραφιστών έφερε τα πάνω κάτω τον κινηματογράφο.

Η Nouvelle Vague, ή αλλιώς «Νέο Κύμα», έσπασε όλους τους καθιερωμένους κανόνες δημιουργίας ταινιών και τους έγραψε από την αρχή. Ο Γαλλοελβετός σκηνοθέτης Ζαν-Λικ Γκοντάρ ήταν ένα από τα κορυφαία μέλη αυτού του κινήματος. Οι κριτικοί τον κατατάσσουν στους 10 κορυφαίους σκηνοθέτες όλων των εποχών και είχε άμεση επιρροή σε μεταγενέστερούς του σκηνοθέτες όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ και ο Μάρτιν Σκορσέζε.

Γεννημένος στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου 1930, ο Γκοντάρ μετακόμισε στην Ελβετία με την οικογένειά του σε ηλικία 4 ετών. Για μεγάλο μέρος της νιότης του έζησε στην ελβετική πλευρά της λίμνης της Γενεύης, όπου ο πατέρας του, γιατρός, διηύθυνε μια κλινική. Επέστρεψε στο Παρίσι μετά τον πόλεμο, για να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και σχεδίαζε να γίνει ανθρωπολόγος. Αν και δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του, το ενδιαφέρον του για την εθνολογία επηρέασε καταλυτικά το κινηματογραφικό του στιλ, καθώς θα χρησιμοποιούσε τεχνικές ταινιών ντοκιμαντέρ για να δημιουργήσει αυτό που ονομαζόταν «cinema verité», τον «κινηματογράφο της αλήθειας».

Το ενδιαφέρον του για τις ταινίες άνθισε τη δεκαετία του '50, όταν έγινε μέλος του Ciné-Club στο Καρτιέ Λατέν Εκεί γνώρισε τον Κλοντ Σαμπρόλ και τον Φρανσουά Τριφό, επίσης σημαντικά μέλη της Nouvelle Vague.

Αρχικά, όμως, το ενδιαφέρον του για τιον κινηματογράφο ήταν καθαρά από τη σκοπιά του κριτικού, γράφοντας για ττο Cahiers du Cinéma. Το 1954 έκανε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, ενώ δούλευε ως εργάτης στο φράγμα Grand Dixence στην Ελβετία. Με μια δανεική κάμερα, γύρισε το Operation Béton (Επιχείρηση Τσιμέντο).

Η κατασκευαστική εταιρεία αγόρασε την ταινία και τη χρησιμοποίησε για διαφημιστικούς σκοπούς.

Σπάζοντας όλους τους κανόνες

Ένθερμος θαυμαστής του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο ​​Γκοντάρ ήθελε να μεταφέρει το «επικό θέατρο» στον κινηματογράφο. Τα επόμενα χρόνια, ο Γκοντάρ, ο Τρυφό και άλλοι εργάστηκαν για την παραγωγή μιας σειράς ταινιών μικρού μήκους.

Ανέπτυξαν μια νέα αντίληψη για τη δημιουργία ταινιών, χρησιμοποιώντας ελαφρύ εξοπλισμό, φυσικό φωτισμό, ατελείωτες ενιαίες λήψεις, μερικές φορές με αυτοσχέδιους διαλόγους.

Οι καθιερωμένοι κανόνες κατέρρευσαν. Στη συνέχεια, το 1960, ο Γκοντάρ γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, «A Bout de Souffle» (Με Κομμένη την Ανάσα). Η ταινία, σε παραγωγή του Τροφό και με πρωταγωνιστές τους Τζίν Σίμπεργκ και Ζαν Πολ Μπελμπντό, ήταν το σημείο καμπής στην καριέρα του.

Το A Bout de Souffle είχε πολλές αναφορές στο αμερικανικό φιλμ νουάρ των δεκαετιών του 1940 και του 1950, αλλά συνδύαζε επίσης τις πρωτοποριακές νέες τεχνικές της Nouvelle Vague.

Είναι η ιστορία ενός κλέφτη αυτοκινήτου που πυροβολεί έναν αστυνομικό και στη συνέχεια τον προδίδει η κοπέλα του· για να πει την ιστορία, ο Γκοντάρ χρησιμοποίησε χειροκίνητη κάμερα, φυσικό φωτισμό, μονολόγους ηθοποιών στην κάμερα και απότομα «άλματα» στο μοντάζ. Ήταν η αρχή της πιο επιτυχημένης και επιδραστικής περιόδου του κινηματογράφου.

Το 1960 έως το '67 ήταν μια περίοδος έντονης δραστηριότητας για τον Γκοντάρ, κατά την οποία γύρισε δεκάδες ταινίες. Η πιο επιτυχημένη ήταν η ταινία Le Mépris (Περιφρόνηση) του 1963, με πρωταγωνίστρια την Μπριζίτ Μπαρντό. Ήταν η πιο ακριβή ταινία που έκανε ποτέ και η μοναδική του ορθόδοξη ταινία, αν και χρησιμοποίησε τεχνικές Nouvelle Vague τις οποίες εδραίωσε ως τον αποδεκτό τρόπο του σύγχρονου κινηματογράφου.

Μετά το «Pierrot le Fou» (Ο Τρελός Πιερό, 1965), τη δεύτερη ταινία του με πρωταγωνιστή τον Μπελμοντό, του ζητήθηκε να σκηνοθετήσει το «Bonnie και τον Clyde», αλλά απέρριψε την προσφορά, λέγοντας ότι δεν εμπιστεύεται το Χόλιγουντ.

Οι πολιτικές απόψεις του Γκοντάρ είχαν ήδη εμφανιστεί σε ταινίες όπως το «Le petit soldat», για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Αλλά στην τελευταία του ταινία στο είδος Nouvelle Vague, «Week-End», εξαπέλυσε μια σφοδρή επίθεση κατά του καταναλωτισμού και της αστικής κοινωνίας. Στους τίτλους λήξης, αντί για απλά «Fin» (τέλος), η οθόνη φωτίστηκε με της λέξεις «Le Fin du Cinéma»: «Το τέλος του σινεμά».

Εμπνευσμένος από το κίνημα διαμαρτυρίας του Μάη του '68 που συγκλόνισε το Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, ο Γκοντάρ γινόταν όλο και πιο ανοιχτός πολιτικά. Με τον μακροχρόνιο φίλο του Φρανσουά Τρυφό, ηγήθηκε διαδηλώσεων που έκλεισαν το Φεστιβάλ των Καννών το 1968, για να δείξει αλληλεγγύη στους φοιτητές και τους εργαζόμενους.

Η επαναστατική και μαρξιστική ρητορική του Γκοντάρ διαπέρασε τόσο τις ταινίες του όσο και τις δημόσιες δηλώσεις του. Επέκρινε ανοιχτά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Μεταξύ 1968 και 1973, αυτός και ο Ζαν Πιέρ Γκορέν γύρισαν μια σειρά ταινιών με έντονο μαοϊκό μήνυμα. Η πιο γνωστή από αυτές είναι το «Tout Va Bien» (1972), με πρωταγωνιστές τους Ιβ Μοντάν και Τζέιν Φίντα.

Αλλά, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Γκοντάρ έχασε την πίστη του στα μαοϊκά ιδανικά του.

Οι κατηγορίες για αντι-σημιτισμό

Αν και η παραγωγή ταινιών του Γκοντάρ είχε επιβραδυνθεί σημαντικά από τη δεκαετία του '80, ο ίδιος συνέχισε να προκαλεί διαμάχες.

Η Καθολική Εκκλησία τον κατηγόρησε για αίρεση μετά το «Je Vous Salue, Marie» (Χαίρε Μαρία, 1985). Οι κριτικοί περιέγραψαν τον «Βασιλιά Ληρ» (1987) του Σαίξπηρ ως «κουρασμένο» και «λυπημένο και ντροπιαστικό».

Ο Γκοντάρ κατηγορήθηκε ότι κατέρριψε τον δικό του θρύλο. Οι κατηγορίες για αντισημιτισμό τον ακολουθούσαν από τότε που ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή το '70 για να κάνει μια φιλοπαλαιστινιακή ταινία, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά και σχόλια για τον Μωυσή που έκανε στη γαλλική τηλεόραση το 1981.

Αλλά στο βιβλίο του «Everything is Cinema: The Working Life of Jean-Luc Godard», ο Ρίτσαρντ Μπρόντι υποστηρίζει ότι το έργο του Γκοντάρ αντιμετωπίζει το Ολοκαύτωμα με «μεγάλη ηθική σοβαρότητα».

Η πιο πρόσφατη ταινία του, μια avant-garde δοκιμιακή ταινία με τίτλο «The Image Book» (2018), ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 2018. Την ίδια χρονιά του απονεμήθηκε ειδικός Χρυσός Φοίνικας.

Ο σκηνοθέτης παρέμεινε ενεργός μέχρι το τέλος. Τον Δεκέμβριο του 2019, ένα έργο τέχνης-εγκατάσταση που δημιούργησε άνοιξε στο Fondazione Prada στο Μιλάνο. Παρά την τεράστια επιρροή του στον σύγχρονο κινηματογράφο, ο Γκοντάρ δεν έλαβε ποτέ υποψηφιότητα για Όσκαρ για καμία από τις ταινίες του. Το 2010 του απονεμήθηκε το τιμητικό βραβείο της Ακαδημίας, αλλά δεν παρευρέθηκε στην τελετή.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ