ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Ο Σκορσέζε τα ‘χει βάλει με τη Marvel: Μεγάλωσε και παραξένεψε ή μήπως έχει δίκιο;

Ο Σκορσέζε τα ‘χει βάλει με τη Marvel: Μεγάλωσε και παραξένεψε ή μήπως έχει δίκιο;
Victoria Will/Invision/AP

Θα πω στον 14χρονο γιο μου να διαβάσει το κείμενο. Η πρώτη του ερώτηση -από τον τίτλο κιόλας- θα είναι «ποιος είναι, μαμά ο κύριος Σκορσέζε;». Μετά θα κάτσουμε να δουμε μαζί το Irishman, στις 21 Νοεμβρίου που θα βγει στο Netflix. Στο ενδιάμεσο θα βλέπουμε άπειρες υπερηρωικές ταινίες της Marvel, που παίζουν παντού και διαρκώς και ο καθένας θα κάνει τις δικές του σκέψεις. Με βασικότερη αυτή στην οποία προσπαθεί να μάς βάλει όλους ο ίδιος ο Σκορσέζε:

Τι είναι, τελικά, ο κινηματογράφος;

Ο Μάρτιν Σκορσέζε είναι από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα στην κινηματογραφική βιομηχανία τον τελευταίο καιρό. Τόσο λόγω του Irishman, της ταινίας που γύρισε για το Netflix, όσο και για το ίδιο το γεγονός ότι τη γύρισε για το Netflix, αλλά και λόγω του ανένδοτου αγώνα που φαίνεται ότι έχει κηρύξει στη Marvel και το υπερ-ηρωικό σύμπαν.

Η αλήθεια είναι ότι θα είχε πιο μεγάλο ενδιαφέρον αν βλέπαμε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον Στίβεν Σπίλμπεργκ και τον Μάρτιν Σκορσέζε για το θέμα του Netflix, στο οποίο έχει επιτεθεί σφοδρά ο πρώτος, ενώ ο δεύτερος το αγκάλιασε απόλυτα. Και αυτό θα ήταν και ένα πολύ καλό πάτημα και εκ μέρους της Marvel στην αντιπαράθεσή της με τον σκηνοθέτη. Με βασικό επιχείρημα το «είναι πολλά τα λεφτά για να τα αγνοήσεις Μάρτιν».

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ο 82χρονος Σκορσέζε δεν «καταλαβαίνει» την αξία των ταινιών της Marvel δεν είναι και τόσο παράξενο. Καλά-καλά δεν την καταλαβαίνω εγώ, που είμαι 53 και με διασκεδάζουν κιόλας. Μέχρι κάποιο σημείου. Μετά γίνονται υπερβολικά περίπλοκες για κάτι που θέλει να είναι απλώς διασκεδαστικό, γνώμη μου. Και φαίνεται ότι σ’ αυτό το σημείο η γνώμη μου συμπίπτει κάπως με εκείνη του Σκορτέζε.

Τέλος πάντων, ο σκηνοθέτης θέλησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, με ένα άρθρο στους New York Times, στο οποίο το μόνο που κατάφερε είναι να κάνει δεύτερο γύρο επίθεσης: «Η κατάσταση είναι κτηνώδης για την τέχνη», έγραψε, την τέχνη του κινηματογράφου εννοώντας προφανώς, αλλά και όχι μόνο.

«Και μόνο που γράφω αυτές τις λέξεις με γεμίζει με τρομερή θλίψη», συμπλήρωσε.

Μετά πήγε να το κάνει λίγο καλύτερο: Είπε ότι οι προηγούμενοι χαρακτηρισμοί του δεν ήταν «προσβλητικοί ή λόγια μίσους για τη Marvel», αναγνώρισε ότι «πολλές ταινίες τύπου franchise γίνονται από ανθρώπους με μεγάλο ταλέντο και καλλιτεχνικού αναστήματος. Το βλέπεις στην οθόνη. Ξέρω πως αν ήμουν νεότερος, θα με ενθουσίαζαν αυτού του είδους οι ταινίες και ίσως θα ήθελα να σκηνοθετήσω μία από αυτές».

Ευχαριστούμε Μάρτιν. Κι εγώ αν ήμουν νεότερη θα έπαιζα Fortnite και μετά θα άκουγα ραπ από το κινητό. Αλλά δεν είμαι και όλα αυτά μου φαίνονται φρικαλέα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κιόλας.

Χάσμα γενεών ή η ουσία του τι είναι κινηματογράφος;

Στη συνέχεια, ο Σκορσέζε έγινε ακόμα πιο ειλικρινής και παραδέχτηκε ότι τα πάντα είναι υποκειμενικά: Αναφερόμενος στο δικό του όραμα για τον κινηματογράφο, εξήγησε ότι αυτό «βρίσκεται μίλια μακριά από το σύμπαν της Marvel». Για τον ίδιο και τους ανθρώπους της γενιάς του, αλλά και εκείνων που ο ίδιος -όπως λέει- θαυμάζει, «ο κινηματογράφος ήταν αποκάλυψηαισθητική, συναισθηματική και πνευματική αποκάλυψη. Ήταν οι χαρακτήρες – η πολυπλοκότητα των ανθρώπων και η αντιφατικότητά τους και πολλές φορές και η παράδοξη φύση τους, ο τρόπος με τον οποίο πληγώνουν ο ένας τον άλλον, και αγαπούν ο ένας τον άλλο και ξαφνικά έρχονται αντιμέτωποι με τους ίδιους τους εαυτούς τους».

Συμφωνούμε;

Ελάτε τώρα. Οι άνω των -άντα, στάνταρ.

Είναι δεδομένο ότι μεγαλώνοντας δυσκολευόμαστε να δεχτούμε το «καινούργιο», πολλώ δε μάλλον όταν το «καινούργιο» μάς είναι και άγνωστο στην ουσία του πέρα από την αισθητική του: Όλοι πιστεύουμε ότι η μουσική που ακούγαμε νέοι είναι πιο καλή, οι τραγουδιστές ήταν πιο ταλαντούχοι, οι ταινίες είχαν βάθος και τα κόμιξ μας ήταν Τέχνη.

Εν μέρει μπορεί να έχουμε και δίκιο. Από την άλλη, είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος κάποια στιγμή χάνει την ικανότητά του να «ενσωματώνει» νέα πράγματα, αλλά αυτή είναι άλλη ανάλυση.

Ο Σκορτσέζε, όμως, δεν τα βάζει με το «καινούργιο». Τα βάζει με το «εύκολο».

Κι εδώ ίσως και να μην έχει -και πάλι- τόσο άδικο.

«Πολλά από τα στοιχεία που καθορίζουν το σινεμά όσο εγώ το γνωρίζω, υπάρχουν μέσα στις ταινίες της Marvel. Μεταξύ όμως αυτών δεν είναι η αποκάλυψη, το μυστήριο ή η αυθεντικότητα του συναισθηματικού κινδύνου. Υπάρχουν σίκουελ κατ’ όνομα, αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά ριμέικ όλων αυτών που επίσημα επιβάλλονται, επειδή πολύ απλά δεν μπορούν να είναι κάτι άλλο. Αυτή είναι η φύση των σύγχρονων franchise ταινιών: έρευνα αγοράς, δοκιμασμένο κοινό, πολύ καλά μελετημένες για το κέρδος ταινίες, τροποποιημένες, ξανά-πλέκονται και αναμορφώνονται ξανά και ξανά μέχρι να είναι έτοιμες προς κατανάλωση», εξηγεί.

«Εσύ, Μάρτιν, γιατί κάνεις μια ταινία που κόστισε 170 εκατομμύρια δολάρια; Για να πάει άπατη;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Με τον τρόπο του ο Σκορτσέζε έχει ήδη απαντήσει: Ο ίδιος παίρνει το ρίσκο. Δεν φτιάχνει μια ταινία κατά παραγγελία, κομμένη και ραμμένη στα (χιλιομελετημένα και χιλιοερευνημένα) γούστα του κοινού. Κάνει Τέχνη. Μπορεί και να πουλήσει, μπορεί και όχι. Θα πείτε δεν παίρνει ο ίδιος το ρίσκο, το Netflix το παίρνει με την επένδυση-γκοτζίλα που έκανε στο σκηνοθέτη. Μπράβο Netflix. Ξανασκεφτείτε την άποψή σας κύριε Σπίλμπεργκ, ίσως σύντομα το χρειαστείτε κι εσείς. Κλείνει η παρένθεση.

Ο Σκορσέζε δεν αφορίζει συλλήβδην το σύγχρονο σινεμά, αντίθετα μάλιστα παραθέτει μια, μεγαλύτερη από το αναμενόμενο, λίστα σύγχρονων σκηνοθετών που εκτιμά: Πολ Τόμας Άντερσον, Κλαιρ Ντένις, Σπάικ Λι, Άρι Άστερ, Κάθριν Μπίγκελου και Γουές Άντερσον, είναι οι δημιουργοί που κατά τη γνώμη του προσφέρουν με τη δουλειά τους «κάτι πραγματικά καινούριο» και έχουν προοπτικές να πάνε την εμπειρία του σινεμά για το θεατή και το δημιουργό σε άλλο επίπεδο και σε «απροσδόκητες και ίσως άγνωστες περιοχές».

AP 19303525046727


Πηγή: Victoria Will/Invision/AP

Και γιατί δεν υπάρχει χώρος και για τα δύο;

Ας υποθέσουμε ότι ο Σκορσέζε έχει δίκιο. Ή ότι δεν έχει και έχει δίκιο ο 14χρονος γιος μου που ξέρει απ’ έξω κάθε σκηνή των ταινιών της Marvel και επιπλέον βρίσκει ότι οι χαρακτήρες έχουν πολύ βάθος και μπορεί να σου μιλάει επί ώρες για καθέναν από αυτούς.

Και που είναι το πρόβλημα; Όποιος θέλει βλέπει Χάνεκε και όποιος θέλει βλέπει Σπάιντερμαν. Θα έπρεπε να είναι τόσο απλό.

Όχι, λέει ο Σκορσέζε, δεν είναι τόσο απλό. Επειδή, κατά τη γνώμη του, η κυριαρχία των franchise ταινιών έχει περιορίσει σημαντικά τις ευκαιρίες για άλλα είδη φιλμ. Κοινώς, έχει συμπιέσει τον υπόλοιπο κινηματογράφο, μέσα σε ένα χώρο που είναι -ούτως ή άλλως πεπερασμένος, κυρίως οικονομικά. «Είναι μια επικίνδυνη εποχή για τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Η ζυγαριά έχει παλαντζάρει απότομα (υπέρ των franchise ταινιών) στη διανομή», λέει. Και δεν χρειάζεται να το αποδείξει, είναι αυταπόδεικτο από τη δική του περίπτωση: Ο Σκορσέζε δεν πήγε στο Netflix επειδή ήθελε και πίστευε στη δύναμη και τη αναγκαιότητα της ψηφιακής πλατφόρμας και εποχής. Πήγε επειδή δεν έβρισκε κανένα στούντιο πρόθυμο να αφήσει στην άκρη τους υπερήρωες και να χρηματοδοτήσει την ταινία του…

Κι αν η ταινία του δεν πάει καλά, θα είναι και η τελευταία του είδους που γυρίζεται ποτέ.

Από τη μία θα έχουμε Σπάιντερμαν, Άιρονμαν και γενικώς Marvelmen (ή και Women) και από την άλλη θα ξεροσταλιάζουμε για χαμηλού μπάτζετ διαμαντάκια όπως το «Ρόμα» του Κουαρόν και ο «Ψυχρός Πόλεμος» του Παβλικόφσκι.

«Θα ήθελα η ταινία μου να προβληθεί σε περισσότερες αίθουσες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα; Βεβαίως και ναι. Αλλά ανεξαρτήτως με το ποιον κάνεις μια ταινία, η πραγματικότητα είναι ότι οι οθόνες στα πολυσινεμά είναι γεμάτα από franchise ταινίες», λέει αφοπλιστικά ο Σκορσέζε και συμπληρώνει.

«Η κατάσταση, δυστυχώς, έχει πλέον χωριστεί σε δύο ξεχωριστά πεδία: υπάρχει ένα παγκόσμιο οπτικοακουστικό entertainment και υπάρχει και το σινεμά. Εξακολουθούν να υπερκαλύπτονται το ένα από το άλλο πού και πού, αλλά αυτό γίνεται ολοένα και πιο σπάνια… Η οικονομική παντοδυναμία του ενός χρησιμοποιείται στο να περιθωριοποιεί, ακόμα και να εκμηδενίζει το άλλο», καταλήγει.

Η εμπειρία, ατυχώς, δείχνει ότι δεν κάνει λάθος.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ