ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

«Munich, The Edge of War»: Μια ταινία για τις καλές προθέσεις που οδηγούν στην κόλαση

«Munich, The Edge of War»: Μια ταινία για τις καλές προθέσεις που οδηγούν στην κόλαση

Το βρετανικό ιστορικό δράμα «Munich, The Edge of War» που παίζεται αυτές τις μέρες στο Netflix, είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία, αλλά δεν είναι ακριβώς αληθινό.

Αυτό που κάνει, είναι να μας διηγείται την ιστορία μέσα από τους πρωταγωνιστές της, υπαρκτους ή και μη. Και διηγείται ένα περιστατικό της παγκόσμιας ιστορίας το οποίο είναι γεμάτο από αυτά τα φρικαλέα «εάν»· φρικαλέα διότι ακριβώς επειδή παρέμειναν «εάν» μάς στοιχειώνουν για πάντα.

Η συγκεκριμένη ιστορία μάς γεμίζει με αυτά τα «εάν», μας πνίγει σε αυτά, αφού πρώτα μας πνίξει στις καλές προθέσεις των πρωταγωνιστών, τις οποίες παρακολουθούμε να τους οδηγούν, όπως και όλον τον υπόλοιπο κόσμο μαζί τους, με μαθηματική ακρίβεια στο γκρεμό.

Καθένας από τους χαρακτήρες επωμίζεται το βάρος αυτών των προθέσεων, των επιλογών, των απόψεων και τελικά των πράξεών του. Με τη μικρή διαφορά ότι μαζί τους το επωμίστηκε και όλη η ανθρωπότητα.

Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις. Δεν θυμάμαι ποιος το είπε, αλλά είχε απόλυτο δίκιο.

Διότι το πρόβλημα με τις προθέσεις είναι ότι ό,τι κι αν κάνουμε, πιστεύουμε πάντα ότι κάνουμε το σωστό. Για τον εαυτό μας, τους δικούς, για το λαό μας ή και για το είδος μας.

Ισχύει απαρεγκλίτως, εκτός ίσως από την περίπτωση των σχιζοφρενών δολοφόνων, αν και στην περίπτωση της συγκεκριμένης ιστορίας υπάρχει και ένας σχιζοφρενής δολοφόνος που πιστεύει ακράδαντα ότι κάνει το σωστό: ο Αδόλφος Χίτλερ.

Η Συμφωνία του Μονάχου

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1938, μια ημέρα πριν από την προγραμματισμένη εισβολή της Γερμανίας στην Τσεχοσλοβακία, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεϊν -τον οποίο ερμηνεύει στην ταινία ο Τζέρεμι Άιρονς- αποφασίζει να επιδιώξει την ειρήνη. Με όποιο κόστος.

Η Γερμανία είχε στρέψει το βλέμμα στην Τσεχοσλοβακία από καιρό. Αφορμή ήταν ο γερμανικός πληθυσμός της Σουδετίας, της βόρειας επαρχίας της Τσεχίας, την οποία ήθελαν να «απελευθερώσουν» οι Γερμανοί.

Η Τσεχοσλοβακία είχε υπογράψει συμφωνία κοινής άμυνας με τη Γαλλία, κάτι που σήμαινε ότι εάν δεχόταν επίθεση από τη Γερμανία, η Γαλλία θα όφειλε να σπεύσει σε βοήθειά της. Αυτό θα έσερνε σε έναν γενικευμένο πόλεμο και τη Βρετανία, ως σύμμαχο της Γαλλίας.

Οι συνομιλίες ξεκίνησαν αμέσως, με πρωτοβουλία του Τσάμπερλεϊν, και το γεγονός ότι η ίδια η Τσεχοσλοβακία δεν προσκλήθηκε καν σε αυτές, ήταν ενδεικτικό της όλης κατάστασης: Ουδείς ενδιαφερόταν για την τύχη της χώρας, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί ήθελαν απλώς να αποφύγουν τη δική τους εμπλοκή σε έναν πόλεμο με τη Γερμανία.

Ο Χίτλερ από την άλλη, ήταν αποφασισμένος να καταπιεί την Τσεχοσλοβακία -και όχι μόνο- αλλά δεν ήθελε ούτε και ο ίδιος ακόμη να ξεκινήσει έναν γενικευμένο πόλεμο, καθώς η πολεμική του μηχανή δεν ήταν έτοιμη.

Μετά από τρεις συναντήσεις, η τελευταία εκ των οποίων έγινε με τη διαμεσολάβηση και τη συμμετοχή του Μουσολίνι, η Βρετανία και η Γαλλία ενέδωσαν στις απαιτήσεις του Χίτλερ και υπέγραψαν τη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία η Τσεχοσλοβακία ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει τη Σουδετία στους Γερμανούς και μαζί της να παραδώσει όλη της την αμυντική γραμμή με τη Γερμανία και το 70% της βαριάς βιομηχανίας της.

Χίτλερ και Τσάμπερλεϊν δίνουν τα χέρια στο Μόναχο. Ένα χρόνο αργότερα οι χώρες τους θα εμπλέκονταν, ως αντίπαλες, στο μεγαλύτερο πόλεμο της ιστορίας @ΑΡ ΡΗΟΤΟ

Ο Τσάμπερλεϊν, ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος πρωταγωνιστής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε στη Βρετανία θριαμβευτής, καθώς είχε αποτρέψει -έτσι πίστευε τουλάχιστον- μια ακόμη αιματοχυσία.

Το ίδιο ήθελαν να πιστεύουν και εκατομμύρια Βρετανοι, αγνοώντας όλα τα περί του αντιθέτου σημάδια.

Όταν η πραγματικότητα σε χαστουκίζει κι εσύ κάνεις ότι δεν τη βλέπεις

Στην υπόθεση βέβαια, υπάρχει και ένα πλοτ τουίστ, το οποίο δεν είναι φανταστικό, έγινε και στην πραγματικότητα.

Όσο ο Τσάμπερλεϊν βρισκόταν σε συνομιλίες με τον Χίτλερ, βρέθηκαν στα χέρια του έγγραφα που αποδείκνυαν ότι ο δεύτερος ήταν αποφασισμένος να αιματοκυλίσει την Ευρώπη έτσι κι αλλιώς.

Τα έγγραφα τα έδωσαν στους Βρετανους κάποιοι Γερμανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι παρακαλούσαν τους συμμάχους να μην υπογράψουν τη συμφωνία, να αφήσουν τον Χίτλερ να εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία, ώστε να μπει σε λειτουργία ένα σχέδιο που υπήρχε μέσα στο ίδιο το Ράιχ, να τον συλλάβουν και να τον καθαιρέσουν.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν ο Χίτλερ προχωρούσε σε ένοπλη κινητοποίηση.

Στις προθέσεις επιστρέφουμε: Γιατί άνθρωποι οι οποίοι υποστήριξαν τον Χίτλερ με μανία στην αρχή της ανόδου του, ήθελαν τώρα να τον εξαφανίσουν;

Ήταν οι ίδιοι Γερμανοί που, πικραμένοι και απογοητευμένοι μετά την ήττα της χώρας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ήθελαν να τη δουν ξανά σπουδαία με οποιοδήποτε κόστος, αλλά στην πορεία κατάλαβαν ότι το κόστος ήταν ο όλεθρος. Είδαν τις καλές τους προθέσεις να στρώνουν το δρόμο στον χειρότερο κοινωνιοπαθή ηγέτη όλων των εποχών, είδαν την ευθύνη τους, ήθελαν -μάλλον αργά, είναι η αλήθεια- να την αναστρέψουν.

Όταν η αλήθεια άρχισε πλέον να ξεδιπλώνεται μπροστά τους σαν ορμητικός χείμαρος, δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν.

Ήταν οι λίγοι που ξύπνησαν σχετικά νωρίς από την ομαδική παραίσθηση. Οι υπόλοιποι Γερμανοί θα εξακολουθούσαν να αγνοούν το προφανές, μέχρις ότου, μια πενταετία αργότερα, το προφανές αυτό θα έπεφτε στα κεφάλια τους με τη μορφή βρετανικών και σοβιετικών βομβών.

Στο ύψος των περιστάσεων

Ο γερασμένος και ξεπερασμένος -και ηλικιακά και πολιτικά- Τσάμπερλεϊν επέλεξε να αγνοήσει τα έγγραφα και παρέμεινε πιστός στις δικές του προθέσεις: Να σώσει την ειρήνη. Ή την υστεροφημία του, πιο πιθανό φαντάζει πλέον αυτό.

Είναι αδιανόητο ότι δεν έβλεπε και δεν καταλάβαινε τι γινόταν και που θα οδηγούνταν τα πράγματα. Ο «χερ Χίτλερ», όπως τον αποκαλούσε ο ίδιος, δεν δίσταζε να τον απαξιώσει δημόσια, σε ομιλία του λίγες μέρες μετά τη Συμφωνία του Μονάχου τον αποκάλεσε έναν «αδύναμο πολιτικό με μια ομπρέλα» και τους Βρετανούς «ένα έθνος από μικρομαγαζάτορες».

Στην πραγματικότητα ο Χίτλερ κέρδισε με τη Συμφωνία του Μονάχου πολύτιμο χρόνο. Μερικους μήνες αργότερα, με τη βαριά βιομηχανία και τα αποθέματα φυσικού πλούτου της Σουδετίας στα χέρια του, αλλά και με την πολεμική του μηχανή, πανέτοιμη, κατάπιε και την υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία και το Σεπτέμβριο του 1939 εισέβαλε στην Πολωνία, ξεκινώντας το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Τσάμπερλεϊν ηγήθηκε της χώρας του τους πρώτους μήνες του πολέμου και λίγο μετά παραιτήθηκε υπέρ του Τσόρτσιλ, ενός ανθρώπου που δεν πίστεψε ποτέ στην ειρήνη με τους Γερμανούς και όπως αποδείχθηκε δεν είχε άδικο.

Ο Τσάμπερλεϊν πέθανε, ήδη απαξιωμένος, κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Τι θα είχε συμβεί εάν δεν είχε υπογράψει; Είναι τόσο μεγάλη η αλυσίδα των υποθέσεων που είναι αδύνατο να πιάσει κανείς όλους τους κρίκους της.

Επίσης κανείς δεν μπορεί να ξέρει εάν ο Νέβιλ Τσάμπερλεϊν πίστευε πραγματικά ότι μπορουσε να επιτύχει την ειρήνη, ή απλώς καθοδηγήθηκε από τους δισταγμούς και τους φόβους του. Δεν έχει και σημασία πλέον, παρά μόνο για ακαδημαϊκούς λόγους.

Η ιστορία κρίνει και συχνά άδικα, καθώς κρίνει με τα μέτρα της εποχής στην οποία γράφεται και με τα μέτρα των ανθρώπων που τη γράφουν. Τίποτα στη ζωή δεν είναι δίκιαιο όμως, και όταν είσαι στο κέντρο των περιστάσεων καλείσαι να σταθείς σε ένα κάποιο ύψος απέναντί τους.

«Δεν επιλέγουμε και δεν ελέγχουμε τις συνθήκες γύρω μας, ούτε τις καταστάσεις μέσα στις οποίες ζούμε», λέει ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας σε ένα σημείο της.

«Το μόνο που μπορουμε να ελέγξουμε είναι ο τρόπος που εμείς θα τις διαχειριστούμε».

Αυτήν την τελευταία φράση μπορείτε και να τη βγάλετε από τα εισαγωγικά.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ