ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Ένα Νόμπελ πίσω από τα Όσκαρ και το Χόλιγουντ: Το «Quo Vadis» δεν είναι μια απλή επική ιστορία

Ένα Νόμπελ πίσω από τα Όσκαρ και το Χόλιγουντ: Το «Quo Vadis» δεν είναι μια απλή επική ιστορία
Ο Πίτερ Ουστίνοφ ήταν ένας εξαιρετικός Νέρων στην ταινία του 1951

Το «Quo Vadis» είναι ίσως η πιο γνωστή λατινική φράση, όχι επειδή προσέχαμε στα λατινικά, αλλά επειδή έχουμε δει 300 φορές την ομώνυμη ταινία, 310 με τις φετινές της προβολές.

Η ταινία γυρίστηκε το 1951, όταν το Χόλιγουντ είχε πιάσει κάθε τι βιβλικού περιεχομένου -ή ο,τιδήποτε είχε χλαμύδες, χριστιανούς και λιοντάρια- και το είχε κάνει υπερπαραγωγή, με ομολογουμένως όχι κακά για τα δεδομένα της εποχής αποτελέσματα.

Την ταινία σκηνοθέτησε ο Μάρβιν Λιρόι και ο τίτλος αναφέρεται σε ένα περιστατικό που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα στην Καινή Διαθήκη, αλλά αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας: Κατά την περίοδο των διωγμών των χριστιανών από τον Νέρωνα, ο Απόστολος Πέτρος στην προσπάθειά του να διαφύγει από τη Ρώμη συνάντησε σε όραμα τον Ιησού να μεταφέρει το σταυρό του. Όταν ο Πέτρος τον ρώτησε «Κύριε που πηγαίνεις;» («Quo Vadis domine?») εκείνος του απάντησε «πάω στη Ρώμη για να σταυρωθώ ξανά».

Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Ρόμπερτ Τέιλορ, η Ντέμπορα Κερ, ο Πίτερ Ουστίνοφ (καταπληκτικός Νέρων) και ο Λίο Γκεν. Η ταινία συγκέντρωσε οκτώ υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, χωρίς όμως να κερδίσει κάποιο. Πήρε, όμως, πολλά άλλα βραβεία και τη θέση της στο πάνθεον των κορυφαίων ταινιών του είδους.

Ποιος ήταν όμως αυτός που έγραψε την περίφημη πλέον ιστορία και τη φράση του τίτλου και τι ήθελε να μας πει στην πραγματικότητα; Φεύγουμε από τα λατινικά και πάμε στη λογοτεχνία. Αλλά και την ιστορία.

Ένας συγγραφέας χωρίς πατρίδα

Το «Quo Vadis» μπορεί να μην κατάφερε τελικά να πάρει κάποιο Όσκαρ, είχε πάρει όμως, πολύ νωρίτερα κάτι πολύ πιο σημαντικό: ένα βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνιας.

Ο συγραφέας του βιβλίου πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, ο Χένρικ Άνταμ Αλεξάντερ Πίους Σιενκιέβιτς, γεννημένος στις 5 Μαΐου 1846 ήταν Πολωνός μυθιστοριογράφος, ίσως ο σπουδαιότερος της χώρας, ο οποίος γεννήθηκε και έγραψε τα μεγάλα βιβλία του σε μια εποχή που δεν υπήρχε Πολωνία, καθώς το 1791 η χώρα είχε αποδεχθεί το οριστικό της μοίρασμα ανάμεσα στη Ρωσική, την Πρωσσική και την Αυστρουγγαρική αυτοκρατορία.

Ο Σιενκιέβιτς κέρδισε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1905, «λόγω της εξαιρετικής αξίας του ως επικός συγγραφέας» και ιδιαίτερα για το «Quo Vadis», το οποίο είχε εκδοθεί το 1896, γνωρίζοντας τεράστια και διεθνή επιτυχία.

Πίσω από τη βράβευση, όμως, υπήρχε και ένα άλλο σκεπτικό, βαθιά πολιτικό.

Ο Σιενκιέβιτς είχε γεννηθεί σε μία φτωχή οικογένεια ευγενών στο χωριό Βόλα Οκζέισκα της υπό ρωσικό έλεγχο ανατολικής Πολωνίας. Η οικογένειά του είχε μακρινή καταγωγή από τους Τατάρους και μετακόμισε αρκετές φορές, σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών. Τελικά εγκαταστάθηκε στην επίσης υπό ρωσική κατοχή Βαρσοβία το 1861.

Στο σχολείο ήταν κακός στα μαθήματα, αλλά εξαιρετικός στις ελέυθερες τέχνες, κάτι καθόλου παράξενο.

Όταν ήταν 17 ετών, το 1863, στην υποδουλωμένη Πολωνία ξέσπασε μία ακόμη επανάσταση που κράτησε ένα χρόνο. Αυτή, σε συνδιασμό με τη βαθιά του αγάπη για την πολωνική γη, που είχε ζήσει ως παιδί από κοντά, ήταν αρκετά για να στρέψουν το φυσικό του ταλέντο, τη δημιουργική γραφή στο μεγάλο κινημα της εποχής, το ρομαντισμό, ο οποίος έδωσε έκφραση στα κάθε λογής εθνικιστικά και εθνικοπατριωτικά αισθήματα σε μια Ευρώπη υπό διαμόρφωση.

Ήταν ακριβώς η εποχή που οι μεγάλες αυτοκρατορίες είχαν αρχίσει να «τρίζουν» και το πολωνικό ζήτημα ήταν για την κεντρική Ευρώπη ότι και το οθωμανικό στα νοτιοανατολικά.

Το κίνημα του ρομαντισμού, σε όλες του τις εκφάνσεις, ενίσχυσε το αίτημα των λαών για ανεξαρτησία, πυροδότησε τις ξεχασμένες εθνικές υπερηφάνειες και τους έδωσε υλικό και ένα λόγο να θυμηθούν ποιοι ήταν στην πραγματικότητα και ποιοι ήθελαν να ξαναγίνουν.

Κι αν ο Χένρικ Σιενκιέβιτς έντυνε με επικές ιστορίας περαμένης δόξας τα όνειρα των Πολωνών, οι μουσικές του Φρεντερίκ Σοπέν -ο οποίος είχε ζήσει ελάχιστα στη χώρα, μιλούσε μετά βίας πολωνικά και είχε πεθάνει στο Παρίσι το 1849- αποτέλεσαν το καλύτερο σάουντρακ για τις ίδιες προσδοκίες.

Το αίτημα για την αυτοδιάθεση των λαών

Ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε την καριέρα του σαν δημοσιογράφος και κατόπιν αρθρογράφος, όπως πολλοί μεγάλοι συγγραφείς.

Το magnum opus του είναι η «Τριλογία», η οποιά ξεκινησε με το «Διά Πυρός και Σιδήρου, συνεχίστηκε με τον «Κατακλυσμό» και ολοκληρώθηκε με το «Παν (κύριος) Βολοντιόφσκι».

Τα τρία βιβλία περιγράφουν τις ένδοξες και ηρωικές στιγμές του πολωνικού έθνους κατά τη διάρκεια της πολονω-λιθουανικής Κοινοπολιτείας και της σουηδικής εισβολής. Τα τρία μυθιστορήματα έγιναν δεκτά με κάτι παραπάνω από ενθουσιασμό από το ανανωστικό κοινό και κατέστησαν τον Σιενκιέβιτς εθνικό συγγραφέα μιας χώρας που αναζητούσε σε κάθε επιπεδο τη νέα της ταυτότητα, αυτήν με την οποία θα διεκδικούσε ξανά την ύπαρξή της.

Η «Τριλογία» και η παραμονή του για ένα διάστημα στην Αμερική, όπου έδινε διαλέξεις και έγραφε ασταμάτητα, τον έκαναν διεθνώς γνωστό και είχαν δύο αποτελέσματα: Έκαναν τον ίδιον διεθνώς γνωστό, ανοίγοντας το δρομο για το Νόμπελ, αλλά έφεραν και το πολωνικό ζήτημα στο προσκήνιο.

Το 1893 ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε προετοιμασίες για το επόμενο μυθιστόρημά του, το «Quo Vadis». Θέμα ήταν πρώτες μέρες του χριστιανισμού, όταν στη Ρώμη βασίλευε ο Νέρων. Το μυθιστόρημα άρχισε να δημοσιεύεται το Μάρτιο του 1895 σε διάφορες πολωνικές εφημερίδες. Η απήχηση ήταν τέτοια που η δημοσείευση σταμάτησε και ακολούθησε αμέσως η έκδοση του ολοκληρωμένου βιβλίου. Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα αραβικά και στα ιαπωνικά.

Το μυθιστόρημα ήταν ολόκληρο μια παραβολή, κάτι που μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ο θεατής της ταινίας του 1951, ήξεραν όμως άπαντες την εποχή του Σιενκιέβιτς:

Ο συγγραφέας έζησε τη χώρα του να στενάζει κατακτημένη και κατακερματισμένη· με τα βιβλία του ήθελε να θυμίσει στον κόσμο την ξεχασμένη Πολωνία και να καταδείξει τη σκληρότητα των αυτοκρατορικών καθεστώτων. Εν πολλοίς το πέτυχε. Κατάφερε αν μη τι άλλο να θυμηθεί ο κόσμος ότι υπήρχε ακόμα η Πολωνία.

Παράλληλα, με ανοιχτές επιστολές έκανε έκκληση σ' όλο τον κόσμο για την πατρίδα του που υπέφερε από τους δυνάστες της, ενώ απευθυνόταν σε όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης ζητώντας τους να σταματήσουν με κάποιον τρόπο τις αδικίες και τα μαρτύρια που διαπράττονταν στην Πολωνία. Κι όλα αυτά ήταν που συμβόλιζαν τα μαρτύρια των χριστιανών στο «Quo Vadis».

Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της απονομής του βραβείου Νόμπελ, ο Σιενκιέβιτς είπε ότι η τιμή ήταν πολύτιμη για έναν γιο της Πολωνίας: «Ανακοινώθηκε ο θάνατός της (Πολωνίας), αλλά εδώ είναι μία απόδειξη ότι ζει ακόμα. Ανακοινώθηκε η ήττα της, αλλά εδώ είναι η απόδειξη ότι είναι νικήτρια».

Το μνημείο του Χένρικ Σιενκιέβιτς στη Βαρσοβία.

Μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χένρικ Σιενκιέβιτς πήγε στην Ελβετία, όπου μαζί με τον πιανίστα και μετέπειτα πρωθυπουργό της Πολωνίας, Ιγκνάτσι Παντερέβσκι, ίδρυσαν μία επιτροπή βοήθειας για τα θύματα του πολέμου.

Στις 15 Νοεμβρίου 1916 ο Σιενκιέβιτς πέθανε στο Βεβέ της Ελβετίας όπου και θάφτηκε.

Το 1924, όταν η Πολωνία ανέκτησε μετά από σχεδόν δύο αιώνες την ανεξαρτησία της, οι στάχτες του επαναπατρίστηκαν στη Βαρσοβία και τοποθετήθηκαν στην κρύπτη του Καθεδρικού Ναού. Για τους Πολωνούς παραμένει κάτι πολύ παραπάνω από ένας συγγραφέας και ένα Νόμπελ. Κάτι παραπάνω κι από εθνικός ήρωας:

Είναι ο άνθρωπος που τους θύμισε ότι έχουν πατρίδα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ