ΕΛΛΑΔΑ

Αναζητείται «αντίδοτο» για τη δαπάνη του ΙΦΕΤ

Αναζητείται «αντίδοτο» για τη δαπάνη του ΙΦΕΤ
Το ποσό που δαπανά το ΙΦΕΤ για τις εισαγωγές φαρμάκων, εκτιμάται σε πάνω από 100 εκατ. ευρώ ετησίως AP Photo

Με το υπουργείο Υγείας να παρακολουθεί στενά την αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης που παρατηρείται το πρώτο εξάμηνο του 2022 σε κατηγορίες φαρμάκων υψηλού κόστους (ΦΥΚ), στο «μικροσκόπιο» φαίνεται πως μπαίνει και το ΙΦΕΤ.

Τμήμα της αγοράς ζητά διορθωτικές κινήσεις στον επιμερισμό του clawback (των υποχρεωτικών επιστροφών που καταβάλλει η φαρμακοβιομηχανία για την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης), το οποίο φαίνεται αυξημένο για τα ΦΥΚ, από τα πρώτα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ. Παράλληλα, το ενδιαφέρον στρέφεται στο Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) και στη δαπάνη για τις εισαγωγές φαρμάκων που πραγματοποιεί, για τις οποίες δεν καταβάλλει clawback. Η υπέρβαση που προκύπτει από τα φάρμακα αυτά, επιμερίζεται στις φαρμακευτικές εταιρείες, επιπλέον δηλαδή των ποσών που ούτως ή άλλως τους αναλογούν.

Το ΙΦΕΤ Α.Ε είναι θυγατρική εταιρεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ). Υποβοηθεί το έργο του ΕΟΦ με την εκπόνηση στατιστικών και οικονομετρικών αναλύσεων, μελετών, ερευνητικών προγραμμάτων και εφαρμογών οργανώσεων και μηχανοργάνωσης. Επίσης, το ΙΦΕΤ έχει αναλάβει τη διακίνηση προϊόντων αρμοδιότητας ΕΟΦ για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων για κάλυψη παγίων ή εκτάκτων ελλείψεων της αγοράς. Δηλαδή το ΙΦΕΤ, κατόπιν αιτήματος του ΕΟΠΥΥ ή των νοσοκομείων, εισάγει φάρμακα που δεν κυκλοφορούν στη χώρα μας. Επειδή πρόκειται για έκτακτες εισαγωγές, το ΙΦΕΤ προμηθεύεται τα φάρμακα σε όποια τιμή βρεθεί διαθέσιμο απόθεμα, πράγμα που σημαίνει ότι τις περισσότερες φορές το κόστος είναι υψηλότερο.

Ο προβληματισμός για τη δαπάνη του ΙΦΕΤ προέκυψε μετά από παρατήρηση των στοιχείων του ΕΟΠΥΥ για τις κατηγορίες της φαρμακευτικής δαπάνης. Ενώ τα μεγέθη σε on-patent, off-patent, γενόσημα κλπ. είναι αναμενόμενα, η κατηγορία στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα μη χαρακτηρισμένα φάρμακα, παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα ραγδαία αυξητική τάση.

Το ποσό που δαπανά το ΙΦΕΤ κατ’ έτος για τις εισαγωγές φαρμάκων, εκτιμάται σε πάνω από 100 εκατ. ευρώ. Το κόστος αυτό επιβαρύνει τη φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ, η οποία εδώ και χρόνια κρίνεται ανεπαρκής για την κάλυψη των φαρμακευτικών αναγκών του πληθυσμού. Από την πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας, πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει να επιβαρύνεται πλέον με το clawback που δημιουργούν οι εισαγωγές του ΙΦΕΤ. Τονίζεται δε, ότι δεν μπορεί να γίνει ανεκτό το γεγονός ότι το ΙΦΕΤ στην τιμή στην οποία εισάγει κάθε φάρμακο, προσθέτει ένα ποσοστό επί του κόστους που μπορεί να φτάνει και το 30% για την παροχή της υπηρεσίας, τη στιγμή που το ποσοστό κερδοφορίας για τους κατόχους αδειών κυκλοφορίας των φαρμάκων είναι στο 8%.

«Το ΙΦΕΤ δημιουργεί clawback αλλά δεν πληρώνει, ενώ η αγορά στενάζει» επισημαίνουν πηγές της αγοράς φαρμάκου. Αυτό που προτείνεται είναι μια πιθανή αλλαγή στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Επειδή το ΙΦΕΤ είναι θυγατρική του ΕΟΦ, θα μπορούσε την επίμαχη δαπάνη να καλύπτει ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων αντί του ΕΟΠΥΥ, από τη στιγμή μάλιστα που είναι πλεονασματικός, αναφέρουν οι ίδιες πηγές. Η πολιτεία μπορεί να έχει απόλυτη εποπτεία των αιτημάτων των νοσοκομείων και του ΕΟΠΥΥ προς το Ινστιτούτο, επομένως δεν μπορεί να προκύψει θέμα προκλητής ζήτησης.

Την ίδια ώρα, η χρηματοοικονομική εικόνα του ΙΦΕΤ δείχνει βελτίωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του που έχει δώσει στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο, έχει σημειωθεί αύξηση εσόδων κατά 56%, αύξηση κερδοφορίας κατά 46% και βελτίωση απόδοσης αποθεμάτων κατά 16%, την τελευταία διετία. Επίσης, τους πρώτους τρεις μήνες του 2022, αυξήθηκε ο συνολικός αριθμός παραγγελιών κατά 5% και εισήχθησαν 129 νέοι κωδικοί. Η κριτική που ασκείται, όμως, είναι ότι η αύξηση της κερδοφορίας, γίνεται σε βάρος των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Όσο για την αύξηση των εισαγωγών, παράγοντες της αγοράς σημειώνουν ότι εδώ υπάρχει ευθύνη και κάποιων εταιρειών, οι οποίες θέλοντας να αποφύγουν το clawback και τις μεγάλες εκπτώσεις, δεν φέρνουν νέες θεραπείες στην Ελλάδα μέσω της προβλεπόμενης διαδικασίας αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης, και προτιμούν τη διέξοδο του ΙΦΕΤ.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ