ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο κορωνοϊός «χτύπησε» και το δημόσιο χώρο

Ο κορωνοϊός «χτύπησε» και το δημόσιο χώρο
ΙΝΤΙΜΕ

Το κακό είχε γίνει πολύ πριν από την καραντίνα

Εδώ και πολλά χρόνιά, πολλές γειτονιές και προάστια της Αθήνας γνωρίζουν μία στρεβλή ανάπτυξη που λαμβάνει χώρα σε βάρος του δημόσιου χώρου

Είδαμε πολλές περιοχές να παίρνουν σειρά και μέχρι πρόσφατα υποβαθμισμένες, ήσυχες και ξεχασμένες γειτονιές να αναβαθμίζονται κοινωνικοοικονομικά, να γίνονται «μοδάτες» και να παίρνουν αξία τα ακίνητά τους, μέχρι που το κοινό ανακαλύπτει την παραδίπλα συνοικία.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η «ανάπτυξη» αυτή είχε χαρακτηριστικά πολεοδομικού εξευγενισμού, «ελληνιστί» gentrification. Τα πλέον γνωστά παραδείγματα είναι το Γκάζι, του Ψυρρή, το Κουκάκι, τα Πετράλωνα -και δεν είναι τα μόνα.

Στην ελληνική εμπειρία δεν μιλάμε όμως ακριβώς για αυτό το -ένοχο από πολλές απόψεις- φαινόμενο, ούτε για πραγματική ανάπτυξη ή αστική ανάπλαση, αλλά απλώς για «αρπαχτές», που γίνονται με άξονα την νυχτερινή ζωή και τη διασκέδαση, με καταστήματα που έχουν διάρκεια ζωής ολίγων μηνών και καταβάλλουν αστρονομικά ενοίκια, που πράγματι είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς ποια επιχείρηση μπορεί να τα δώσει.

Χαρακτηριστική περίπτωση μία τέτοιας γειτονιάς (για την οποία τολμώ να έχω άποψη ως κάτοικός της πάνω από 30 χρόνια) είναι η Νέα Σμύρνη. Πρόκειται για μία γειτονιά που έχτισαν Μικρασιάτες πρόσφυγες, όπως προδίδει εξάλλου και το όνομά της, η οποία διατήρησε αρκετό από τον προσφυγικό της χαρακτήρα, τόσο με νεοπρόσφυγες που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη και την Ίμβρο, όσο και με τα μνημεία που την κοσμούν, τα ονόματα των δρόμων. Γνώρισε ένα πρώτο κύμα ανάπτυξης λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης της Μεταπολεμικής Περιόδου. Τα τελευταία χρόνια βρέθηκε σε προνομιακή θέση, επειδή γειτνιάζει άμεσα με την Λεωφόρο Συγγρού, η οποία αποτελεί πλέον τον βασικότερο άξονα πολιτιστικών υποδομών της πρωτεύουσας, που ξεκινούν με το Μουσείο της Ακρόπολης, συνεχίζουν με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Πάντειο Πανεπιστήμιο , το Ίδρυμα Ευγενίδου και καταλήγουν στο Φάληρο με τις εγκαταστάσεις του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», τη Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη.

Η Νέα Σμύρνη ωστόσο δεν βρήκε τίποτα να αποκομίσει από την πολιτισμική έκρηξη που συντελέστηκε ακριβώς δίπλα της. Η ανάπτυξη της στηρίζεται στη νυχτερινή διασκέδαση και τα καφέ-μπαρ, με την ηχορύπανση και την κατάληψη του δημόσιου χώρου να καταστρέφουν τον ιστορικό χαρακτήρα της πόλης και να υποβαθμίζουν τη ζωή των κατοίκων της, σε βαθμό που αρκετοί να υφίστανται μία ιδιότυπη έξωση από τα σπίτια τους. Οι υποδείξεις και οι καταγγελίες προσκρούουν στην αδιαφορία των Αρχών και των ιδιοκτητών των καταστημάτων.

Το πρόβλημα ωστόσο, ειδικά εκείνο της κατάληψης του αστικού χώρου, έγινε εντονότερο με τα νέα μέτρα που ανακοινώθηκαν για τη στήριξη των επιχειρήσεων εστίασης, στις οποίες παραχωρήθηκε η δυνατότητα να επεκτείνουν τα τραπεζοκαθίσματά τους.

Τα καφέ, μπαρ και εστιατόρια στην Πλατεία της Νέας Σμύρνης, στην καρδιά της πόλης, αλλά και σε όλους τους δρόμους όπου έχουν ανοίξει μικρές και μεγάλες δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, τέτοιες επιχειρήσεις, έχουν γεμίσει τα πεζοδρόμια με τραπεζοκαθίσματα.Υπάρχουν βεβαίως και οι περιπτώσεις επιχειρήσεων που δεν μπορούν να επεκταθούν, αλλά αυτά εξ ορισμού δεν καλαμβάνουν δημόσιο χώρο. Όποιος κάνει μια βόλτα μπορεί εύκολα να εντοπίσει αρκετές περιπτώσεις καταστημάτων, στα οποία η αραίωση των τραπεζοκαθισμάτων στους υφιστάμενους αδειοδοτημένους χώρους έχει γίνει για το θεαθήναι (από οριακά έως και καθόλου) και αριθμός των τραπεζοκαθισμάτων που προστέθηκαν στα πεζοδρόμια είναι σαφώς μεγαλύτερος των απωλειών που υπέστησαν. Σε αρκετά μπαρ, μάλιστα, οι όρθιοι θαμώνες τα βράδια καταλαμβάνουν τα πεζοδρόμια έξω από τα μαγαζιά, χωρίς να τηρούν κανένα μέτρο κοινωνικής αποστασιοποίησης.

Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι η περαιτέρω συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, επέκταση της ηχορύπανσης, να συνωστίζονται οι περαστικοί στους ελάχιστους διαδρόμους που μένουν ελεύθεροι στα πεζοδρόμια και σε αρκετές περιπτώσεις να χρειάζεται να κατέβουν από το κατειλημμένο πεζοδρόμιο, εκθέτοντας τον εαυτό τους και στον επιπλέον -πέραν του κορωνοϊού- κίνδυνο ενός τροχαίου ατυχήματος.

Συμπερασματικά, όπως διαμορφώνεται η κατάσταση:
- Το όποιο υγειονομικό όφελος του μέτρου ακυρώνεται. Θαμώνες και πεζοί βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής, με ό,τι κινδύνους ενέχει αυτό για την μετάδοση του κορωνοϊού.
- Δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός υπέρ τον επιχειρήσεων που έχουν τη δυνατότητα να επεκταθούν στον δημόσιο χώρο και εις βάρος εκείνων που, λόγω της χωροταξίας τους, δεν μπορούν να το κάνουν.
- Δημιουργούνται καταστάσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα ανατραπούν μετά το πέρας της πανδημίας και δεν θα αποτελέσουν μία ακόμη ψηφίδα στο μοντέλο της στρεβλής ανάπτυξης που περιεγράφη προηγουμένως.
- Το μέτρο χάνεται, ο ήδη περιορισμένος δημόσιος χώρος περιορίζεται κι άλλο εις βάρος της ποιότητας ζωής των κατοίκων.

Η Νέα Σμύρνη δεν αποτελεί φυσικά το μοναδικό παράδειγμα. Προφανώς και άλλοι δήμοι της Αθήνας, της Θεεσαλονίκης και άλλων πόλεων βρίσκονται σε παρόμοια ή χειρότερη κατάσταση. Είναι όμως μία καλή αφορμή για να ανοίξει μία τέτοια συζήτηση, ώστε να μην γίνει ο κορωνοϊός το άλλοθι για να μας αφαιρέσουν κι άλλο δημόσιο χώρο.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ