Το μέλλον του τουρισμού εξαρτάται από την αντίδρασή μας στην κρίση
Συνηθίζω να λέω ότι η οικονομία είναι κάτι σχετικό. Aνά πάσα στιγμή, ακόμη και σε περιόδους κρίσης, ο καθένας μπορεί να αξιολογήσει τα οικονομικά δεδομένα αναλόγως προς τα κριτήρια που κάθε φορά επιλέγει.
Για παράδειγμα, εξαιτίας της πανδημίας ορισμένοι επιμέρους κλάδοι της οικονομικής δραστηριότητας πολλαπλασίασαν τα κέρδη τους και άλλοι, όπως ο τουρισμός -και δη σε παγκόσμια κλίμακα- επλήγησαν βαριά. Μια από τις λιγότερο ορατές και κάπως παράδοξες συνέπειες της υγειονομικής κρίσης εξαιτίας του Covid-19, είναι ότι ο ψυχολογικός παράγοντας αναδεικνύεται σε κυρίαρχο.
Αν, λοιπόν, προετοιμαζόμαστε να επιταχύνουμε την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανάκαμψη του τουρισμού, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι απέναντί μας δεν έχουμε μόνο τον κορονοϊό. Απέναντί μας έχουμε την ψυχολογία του κόσμου. Την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. H μεταστροφή της ψυχολογίας, η οποία αποτελεί παράγοντα-κλειδί για την επανεκκίνηση του τουρισμού, δεν πρόκειται να συμβεί από μόνη της.
Οι καθ' ύλην αρμόδιοι οργανισμοί, δημόσιοι και ιδιωτικοί, έχουν την ευθύνη της δημιουργίας ενός πλαισίου κατάλληλου για την ενθάρρυνση του ταξιδιού και των διακοπών. Αυτό είναι που καθιστά επιτακτική την υιοθέτηση της πρότασης του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για τα πιστοποιητικά εμβολιασμού
Το σχέδιο του Υπουργείου Τουρισμού προσαρμόζεται διαρκώς σε δύο θεμελιώδους σημασίας παράγοντες: Την εξέλιξη της μάχης κατά της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, και τα δεδομένα της τουριστικής αγοράς, στην οποίαν ο ανταγωνισμός προβλέπεται πιο σκληρός από ποτέ άλλοτε -και ιδιαίτερα στην περιοχή της Νότιας Ευρώπης-Μεσογείου.
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα η οποία ρίχνεται στη μάχη για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους και είναι σαφές ότι η αυξημένη προσφορά, αμέσως μετά το άνοιγμα του τουρισμού, θα επιφέρει πίεση στις τιμές προς τα κάτω. Εκεί θα χρειαστεί η δημιουργικότητα εκ μέρους του επιχειρηματικού κλάδου αλλά και η ενισχυμένη προβολή των πλεονεκτημάτων της Ελλάδας.
Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο, στο Υπουργείο Τουρισμού, ποτέ πριν το «brand» της Ελλάδας δεν ήταν τόσο ισχυρό, κατ' αρχάς στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων που ονειρεύονται ότι το πρώτο ταξίδι μακριά από τη χώρα τους μετά τον Covid-19 θα έχει ως προορισμό την πατρίδα μας. Αλλά και από τις διαπραγματεύσεις μας με τους κολοσσούς της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς (tour operator, πρακτορεία, αεροπορικές εταιρείες κ.λπ) τα μηνύματα υπέρ της Ελλάδας είναι αισιόδοξα.
Ταυτόχρονα, η φροντίδα της κυβέρνησης για τη στήριξη του τουρισμού εντείνεται με καλές πρακτικές και την ορθολογική διοχέτευση έκτακτων κονδυλίων, καθώς και των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ.
Σε αυτά θα πρέπει προστεθούν δέσμες μέτρων για τους εργαζομένους, τους επιχειρηματίες, τον εσωτερικό τουρισμό, τα έργα υλικής και ψηφιακής υποδομής κ.α. Χωρίς, φυσικά, να παραμελούμε τη μακρόπνοη στρατηγική μας, την απελευθέρωση των αναπτυξιακών δυνάμεων του ελληνικού τουρισμού μέσω της αλλαγής προσανατολισμού σε ολόκληρο το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Οραματιζόμαστε έναν τουρισμό ο οποίος θα είναι πολύ πιο προσοδοφόρος επειδή θα είναι πιο ποιοτικός -και όχι επειδή θα επιδιώκουμε την επ' άπειρον αύξηση του αριθμού των αφίξεων. Εύλογα, για την επόμενη ημέρα της πανδημίας βαδίζουμε επιφυλακτικά, με συγκρατημένες προσδοκίες.
Όμως, το ευρύτερο μέλλον του ελληνικού τουρισμού, η εδραίωση της Ελλάδας μεταξύ των κορυφαίων προορισμών παγκοσμίως, εξαρτάται ακριβώς από την αντίδρασή μας στην τρέχουσα υγειονομική κρίση. Αυτό είναι ένα στοίχημα που δεν πρέπει να χαθεί. Και δε θα επιτρέψουμε να χαθεί.
* Το άρθρο του υπουργού Τουρισμού, Χάρη Θεοχάρη, δημοσιεύτηκε στην ενότητα-αφιέρωμα του CNN Greece «20+1 Προβλέψεις για την Οικονομία το 2021».