ΑΠΟΨΕΙΣ

Το δάνειο του Τζόρντι Γκαλθεράν στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Το δάνειο του Τζόρντι Γκαλθεράν στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

«Η δυστυχία προέρχεται από τον διάλογο». Η φράση αυτή προέρχεται από κάποια νιτσεϊκά συμφραζόμενα (νομίζω στη Γέννηση της Τραγωδίας), αλλά ταιριάζει κατά έναν τρόπο και στο Δάνειο του Τζόρντι Γκαλθεράν που είδαμε στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.

Ταιριάζει δε ακόμα καλύτερα εάν ο διάλογος αυτός είναι εξονυχιστικός, με υποδόριες εγκοπές που επιτρέπουν να παρενείρονται στις στιχομυθίες του οι αδυναμίες των ομιλητών. (Ο αναγνώστης θα θυμηθεί εδώ τη Μέθοδο Γκρόνχολμ του ίδιου συγγραφέα στο Θέατρο Τέχνης).

Με μαμμή την ανέχεια λοιπόν γεννιέται μια «τρελή» ιδέα, ένα ανορθόδοξο, (το ανορθόδοξο είναι ελαφρύ), ένα παραβατικό τέχνασμα, μια απειλή, που όμως είναι ειλικρινής, ευθεία και καίρια: η ερωτική βεβαιότητα έναντι της οικονομικής βοήθειας. Με άλλα λόγια, επιχειρείται μια αντιστάθμιση του έρωτα και του χρήματος, αυτού που νομίζουμε ότι κατέχουμε, αλλά δεν κατέχουμε (ο έρωτας, το σώμα του/της συντρόφου μας) και αυτού που δεν κατέχουμε, αλλά μπορούμε να δανείσουμε ή να δανειστούμε.

Τα πάντα σε αυτό το έργο όζουν νεοφιλελεύθερης πιστότητας ή φερεγγυότητας. Η πίστη στον κόσμο αυτόν είναι προϊόν της εγγύησης και η εγγύηση προκύπτει μόνο από μετρήσιμα αντισταθμίσματα. Εχθρός του δώρου, αρνητής της δωρεάς, πολέμιος της διαίσθησης και του συναισθήματος, το δάνειο γεφυρώνει πρόσκαιρα ένα οικονομικό χάσμα, μόνο που θέλει δική του την αντίπερα όχθη. Γεφυρώνει για να οικειοποιηθεί και οικειοποιείται συχνά αυτό που γεφυρώνει. Το χάσμα θα κλείσει με επανάκτηση και κερδοφορία. Αυτό εξηγεί ο Διευθυντής στον Αντόνιο. Η οικουμενική πόρνη, που είναι το χρήμα για τον Marx (1) , οι νεόκοποι τεχνοκράτες και οι νεοφώτιστοι γραφειοκράτες, μέλη του θιάσου της νεοφιλελεύθερης σκηνής, γνωρίζουν καλά ότι το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα που δωρίζεται, αλλά σύνθετη διαδικασία αναπαραγωγής και επέκτασης, επιτέλεσης και οιονεί δημιουργικής καταστροφής αξιών και σχέσεων, αντικειμένων και υποκειμένων. Το δάνειο δεν είναι απλώς ένα από τα εργαλεία του κεφαλαίου, αλλά το αναμφίλεκτο κοινωνικό του προσωπείο.

(1). Karl Marx: Manuscrits de 1844. Économie politique et philosophie, Éditions Sociales, Paris 1962, σ. 120.

Ο Διευθυντής προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο προσωπείο αυτό και την εγγυητική λογική του δανεισμού. Πράγμα διόλου εύκολο, βέβαια, καθώς ο Αντόνιο αντιτάσσει συνεχώς ανερμάτιστα επιχειρήματα που συμποσούνται σε μια δύστυχη φρασούλα που επαναλαμβάνεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο: «έχετε τον λόγο μου». Τι θα πει αυτό; Για έναν άνθρωπο με τιμή, όπως έλεγαν κάποτε, σημαίνει πολλά, για έναν τραπεζικό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. «Έχετε τον λόγο μου», «σας δίνω τον λόγο μου», «λόγω τιμής», όλα αυτά τα αφελή φρασίδια, που διατηρούν το ειδικό βάρος της ομιλιακής πράξης του «υπόσχομαι», έχουν μόνο ένα αποτέλεσμα στο πρόσωπο του τεχνοκράτη: το ανθυπομειδίαμα. Λόγια του αέρα, πομφόλυγες (όπως λέει κάπου και ο Αντόνιο), νομίσματα χωρίς αντίκρισμα.

Έλα όμως που κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, άρα και δύο αξίες, ανάλογα με το συγκείμενο της χρήσης του. Η ίδια αυτή φρασούλα αποκτά ένα βάρος που όλο και μεγαλώνει μόλις έρχεται να επισφραγίσει μια εκβιαστική προειδοποίηση: «εάν δεν μου δώσετε το δάνειο θα αποπλανήσω τη γυναίκα σας». Αυτή η φράση, αλλοπρόσαλλη κατά τα άλλα μέσα στα συμφραζόμενα του διαλόγου, αρκεί για να τεντωθεί για λίγο το αδιάφορο αυτί. Και όταν συνοδεύεται τώρα από το «έχετε τον λόγο μου» (σε μια θαυμαστή αντιστροφή του νοήματος) τότε το αυτί όχι μόνο ιδρώνει, αλλά γίνεται και ευήκοον. Το φαιδρό γίνεται ξαφνικά απειλητικό.

Πράγματι, όλο το κείμενο, όπως και η σκηνοθεσία του από τους Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και Παντελή Δεντάκη προσφέρουν ένα υποδειγματικό σχέδιο στρατηγικών αντιστροφών: στις λέξεις και στα νοήματά τους, στις αποφάνσεις και στα συμφραζόμενά τους, στους επιτονισμούς, στις θέσεις και στάσεις του σώματος, ακόμα και στις ελάχιστες χειρονομίες. Οι σκηνοθέτες διαβάζουν προσεκτικά το κείμενο , εστιάζουν στη δυναμική των λέξεων, αλλά και στον χρόνο εκφοράς τους, εισχωρούν στους στακάτους διαλόγους, τους αποδίδουν με αδιάλειπτο ρυθμό και συνεχή ενέργεια, ενώ προβάλλουν την τεχνική των κρυμμένων ιχνών που αναδεικνύονται εν συνεχεία σε κινητήριους μοχλούς της δράσης. Για την τεχνική αυτή του «καλοφτιαγμένου έργου» (pièce bien faite), του οποίου o Γκαλθεράν φαίνεται να είναι καλός γνώστης, αρκεί ένα τοπωνύμιο εδώ, μια συγγενική σχέση πιο πέρα για να στηθεί τέλεια η παγίδα που θα καταστήσει ανίσχυρο τον ισχυρό και δυνατό τον αδύναμο. Αξιοποιώντας στο έπακρο τα στοιχεία αυτά, η σκηνοθεσία πετυχαίνει να περάσει από το πουθενά αυτό που δεν περνάει από το σιδερένιο δίχτυ του πιστωτικού συστήματος: τη συναισθηματική εμπλοκή, την υποψία, την ανασφάλεια.

theatro 2

Η μετάφραση της ομάδας των Els de Paros (Γ. Μαντά, Αλ. Μπαβέα, Μ. Χατζηεμμανουήλ, Δ. Ψαρρά), ακριβής και παιγνιώδης, γλαφυρή και ευλύγιστη τόσο στις νοηματικές όσο και στις συναισθηματικές αποχρώσεις, κάνει να εμφανιστεί η παθογένεια της σύγχρονης μεταδημοκρατικής κοινωνίας μας σαν ώριμο φρούτο, καλά κρυμμένο στις πτυχώσεις των διαλόγων.

Η σκηνογραφία και η ενδυματολογία (Μαγδαλινή Αυγερινού) σε άψογη συνεργασία με τους φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης) στήνουν ένα νεωτερικό σκηνικό στα σχήματα και τα χρώματα του Mondrian, όπου οι χρωματισμοί των κοστουμιών αναδεικνύονται από τους εύστοχους φωτιστικούς σχολιασμούς και αναδεικνύουν, με τη σειρά τους, τους χαρακτήρες.

Η παράσταση στηρίζεται σε δύο «αντίθετους», εάν θέλετε, ηθοποιούς: τον Μιχάλη Οικονόμου, που δεν διαθέτει κωμική φυσιογνωμία, αλλά ο ρόλος του Διευθυντή του ζητά το σταδιακό πέρασμα από τη «γελοία σοβαρότητα» στο «σοβαρά γελοίο» και τον Γιάννη Σαρακατσάνη (που τον γνωρίζουμε από την ομάδα των AbOvo) ο οποίος διαθέτει εν αφθονία το κωμικό δηλητήριο, αλλά ως Αντόνιο καλείται να χτίσει με συγκρατημένο παίξιμο μια «σοβαρή» βάση του γέλιου.

Και οι δύο ευστοχούν στο έργο που τους αναλογεί και γι’ αυτό πλάθουν ένα πολύ δυνατό ντουέτο. Ο πρώτος ξεγυμνώνεται σταδιακά, σε μια προϊούσα κατάρρευση, για να δούμε πίσω από το αστικό του κέλυφος τις ρωγμές του status που εκπροσωπεί. Ο δεύτερος, σκύμνος στην αρχή, άγριο αγκάθι στη διευθυντική καρέκλα, ξεγυμνώνεται ξαφνικά (σωματικά και ψυχικά) για να μας προκαλέσει ένα πλατύστομο όσο και πικρό χαμόγελο. Στο τέλος, σεσηπώς ράκος ο πρώτος, με πισώπλατη μαχαιριά από τον αδελφό του, σχεδόν πτωχαλαζόνας ο δεύτερος, που ξέρει όμως να προσφέρει στον πλησίον, όπως και να απαιτεί να ζήσει. Η κωμωδία ξέρει πάντα να εκδικείται, ακόμα και όταν δανείζεται τα εργαλεία της φάρσας.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ