ΑΠΟΨΕΙΣ

Κληρονομικώ δικαίω δικηγόροι: To be or not to be

Κληρονομικώ δικαίω δικηγόροι: To be or not to be
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΙΑΟΥ

Στην Ελλάδα αγαπάμε τις συνέχειες. Λατρεύουμε τις παραδόσεις, θεωρούμε χρέος ύψιστο και καμάρι απαράβαλτο τη διαδοχή. Την πάσης φύσεως διαδοχή. Με γονέα γιατρό είναι αρκετά δύσκολο να μην καταλήξεις και ο ίδιος γιατρός, με γονέα δικηγόρο είναι αρκετά βέβαιο πως θα καταλήξεις αργά ή γρήγορα να δικηγορείς. Λίγες οι εξαιρέσεις στον τόσο καλά εδραιωμένο κανόνα αυτό, λίγες οι περιπτώσεις αυτονόμησης και χάραξης αυτόνομου επαγγελματικού δρόμου, λίγες οι προσωπικότητες που τείνουν στο αδοκίμαστο το ex nihilo βγαλμένο.

Με μια επιδερμική αναζήτηση στα επίθετα των μελών του ΔΣΑ, με τις πρώτες δειλές επισκέψεις στα Δικαστήρια στο πλαίσιο της άσκησης, με σταδιακές συναντήσεις σε γραφεία άλλων συναδέλφωνδ-ομοδίκων τε και αντιδίκων- εύκολα διαπιστώνει οποιοσδήποτε το αληθές του λόγου ανωτέρω και εξίσου εύκολα συμπεραίνει τις αιτίες του φαινομένου αυτού. Γονείς απολυταρχικοί, απολύτως βέβαιοι για την αναγκαιότητα διαιώνισης της επαγγελματικής τους ταυτότητας, παιδιά εξ απαλών ονύχων πεπεισμένα περί του μονόδρομου της αποκατάστασης, υψηλά επίπεδα ανεργίας και ανασφάλειας εν μέσω ρευστότητας τα οποία αποτρέπουν σκέψεις πρωτοβουλιών και εγκατάλειψης της σίγουρης-ή έστω λιγότερο επισφαλούς- στέγης, εύλογα επίκτητο ενδιαφέρον για την ενασχόληση με μια επιστήμη κυρίαρχη εντός της οικίας, μιμητισμός.

Οι θεωρητικές αναλύσεις, τα υπέρ και τα κατά, οι προσωπικές επιλογές και η πορεία εκάστου είναι πέρα και πάνω από κριτική, πέρα και πάνω από αξιολόγηση, είναι εν τέλει βίωμα. Όπως σε κάθε περίπτωση, έτσι και στην εδώ εξεταζόμενη, υπάρχει ο λόγος και ο αντίλογος, υπάρχει ο ανθρώπινος παράγοντας και ιδιαίτατα υπάρχει η αμείλικτη πραγματικότητα, ανυπόταχτη και πανταχού παρούσα, να εξαναγκάζει σε αποφάσεις και συμβιβασμούς, εκπτώσεις και υπερβάσεις. Αυτή η παράγραφος θα με κάλυπτε πλήρως-και θα σταματούσε εδώ- αν πρόσφατα δε βρισκόμουν ενώπιον μιας πολύ δυσάρεστης κατάστασης μάρτυρας, αμήχανη και απαυδισμένη.

Και εξηγούμαι.

Παίρνω τη θέση μου πρωί Τρίτης στα έδρανα των συνηγόρων, αναμένω την εμφάνιση της έδρας, χαζεύω την απλωμένη μου δικογραφία η οποία οδεύει για μια ακόμη αναβολή λόγω αποχής και πιάνω μικροκουβέντα με χαμογελαστή, κοινή τη μοίρα συνάδελφο από δίπλα. Λίγη ώρα μετά, εισέρχεται συνάδελφος γύρω στα 70 ακολουθούμενος από 35αρη επίσης συνάδελφο, κάθεται, βολεύεται, βάζει γυαλιά και ξεκινά τις παραγγελιές. Τράβα βγάλε γραμμάτιο, δείξε την άδεια, φέρε τα ρέστα, μην αργήσεις, φτιάξε τη γραβάτα σου, στάσου στο ένα πόδι-αυτό απέφυγε να το διατάξει. Πειθήνιος ο εντολοδόχος, εκτέλεσε άριστα τις προσταγές του πατέρα (εντάξει πατέρα, μείνε ήσυχος πατέρα) και έμεινε να στέκει όρθιος από δίπλα όσο ο ηλικιωμένος δικηγόρος μελετούσε και σημείωνε. Οι δικαστές μπαίνουν, αναβολές δεν προτάσσουν και η υπόθεσή τους εκδικάζεται. Ο πατήρ καθιστός και μακάριος εξακολουθεί ατάραχος να υπαγορεύει στον αγορεύοντα γιο τί να ρωτήσει, πότε να διακόψει, πώς να τα διατυπώσει, ενώ συγχρόνως εξωτερικεύει διόλου επαινετικούς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς για τις επιδόσεις του όμαιμού του. Ο νέος συνάδελφος, πλήρως συγχυσμένος, αφενός να ντρέπεται, αφετέρου να προσπαθεί να διεκπεραιώσει το έργο του, μήπως και τελειώσει ο ταλανισμός του μια ώρα γρηγορότερα. Δεν έμεινα, να παρακολουθήσω το σουρεαλ αυτό σκηνικό, πνιγόμουν από ώρα και με την πρώτη ευκαιρία βγήκα τρέχοντας από το 9 πριν σωματοποιηθεί η πνιγμονή.

Μέρες μετά με ακολουθεί έντονα το βλέμμα του σχεδόν συνομήλικού μου δικηγόρου, όταν αντιλήφθηκε την άφατη απορία μου σχετικά με την αδιέξοδη ανοχή του. Είναι σύνηθες να εξοικειωνόμαστε με την καθημερινότητά μας, είναι κοινότοπο να συμβιβαζόμαστε με συμπεριφορές ιεραρχικά ανωτέρων, είναι αναμενόμενη η συχνά παθητική μας στάση έναντι των εντολέων/εργοδοτών μας. Είναι, όμως, βαθιά εξουθενωτικό, πραγματικά αποσαθρωτικό και όλως ασύμβατο με το ρόλο ενός δικηγόρου το να ανέχεται τέτοιου είδους πατερναλισμό εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του.

Το παρόν κείμενο επιμύθιο δεν έχει. Όλοι μας ετεροκαθοριζόμαστε από το περιβάλλον, την οικογένεια, τις ανάγκες μας-επίπλαστες και μη. Σωστό ή λάθος, καλό ή κακό, μανιχαϊστικοί διαχωρισμοί στη ζωή αυτή δε χωρούν. Μια χείρα βοηθείας, ωστόσο, σε ένα νέο συνάδελφο ταλαιπωρούμενο είτε μέσω της ευθείας αποδοκιμασίας του δυνάστη γονέως είτε μέσω της επιμονής μας να απευθυνθούμε μόνο στον ίδιο και να συνεργαστούμε μόνο με αυτόν, θα μπορούσε-ίσως-να φέρει μια αποκατάσταση της ηθικής τάξης και να δράσει λυτρωτικά για τον εγκλωβισμένο συνήγορο.

Ίσως.

*H Μαργαρίτα Δημ. Θάνου είναι δικηγόρος παρ’ εφέταις, LLM

ΔΗΜΟΦΙΛΗ