ΑΠΟΨΕΙΣ

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και οι εξελίξεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και οι εξελίξεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας EUROKINISSI

Η σημαντικότερη οικονομική εξέλιξη το προηγούμενο έτος, που επιδρά θετικά στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, είναι η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην Επενδυτική Κατηγορία (εφεξής «αναβάθμιση»).

Συγκεκριμένα, η αναβάθμιση αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε αντίστοιχες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, συμβάλλοντας στη συγκράτηση της αύξησης των εξόδων για τόκους που σχετίζεται με την άνοδο του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές λόγω της αυστηροποίησης των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

Επίσης, τα άμεσα οφέλη της αναβάθμισης αφορούν τη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τίτλων των τραπεζών, καθώς μέρος του αποτελείται από ελληνικά ομόλογα, την αύξηση της διαθέσιμης ρευστότητας και τη μείωση του κινδύνου των αγορών.

Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα μπορούν τώρα να γίνονται αποδεκτά ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος χωρίς να καθίσταται αναγκαία η παροχή «παρέκκλισης» (waiver) ενώ μειώνονται και οι περικοπές αποτίμησής τους (haircuts) όταν χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις για αναχρηματοδότηση των τραπεζών από το Ευρωσύστημα. Επίσης, αναμένεται ότι θα μειωθεί ο συντελεστής ευαισθησίας των ελληνικών τίτλων στις διακυμάνσεις του διεθνούς επενδυτικού κλίματος και ότι η πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και τη διατραπεζική αγορά θα καταστεί ευκολότερη για τις ελληνικές τράπεζες.

Τέλος, η αναβάθμιση έχει ήδη ασκήσει σημαντική μειωτική επίδραση στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις κεφαλαιαγορές, ενώ με βάση τη διεθνή εμπειρία αναμένεται να έχει σημαντικές μακροχρόνιες θετικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Έτσι, αναμένεται να συμβάλει αυξητικά στην κερδοφορία των τραπεζών και μειωτικά στον πιστωτικό κίνδυνο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών.

Το πρώτο εξάμηνο του 2023 παρουσιάστηκε άνοδος της κερδοφορίας και της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών της ευρωζώνης σε ετήσια βάση. Η εξέλιξη αυτή επήλθε αποκλειστικά από την αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους, εν μέσω ανόδου των επιτοκίων και πιστωτικής επέκτασης, καθώς τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και τα καθαρά χρηματοοικονομικά έσοδα σημείωσαν μείωση, ενώ τα λειτουργικά έξοδα και οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο αυξήθηκαν. Αντίστοιχα, το εννεάμηνο του 2023, η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε, λόγω της σημαντικής αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους και της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Αρνητική επίδραση στην κερδοφορία είχαν η μείωση των καθαρών εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις, λόγω μη επαναλαμβανόμενων κερδών του προηγούμενου έτους, και δευτερευόντως η αύξηση των λειτουργικών εξόδων.

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των σημαντικών τραπεζών της ευρωζώνης εμφάνισαν ελαφρά αύξηση τον Ιούνιο του 2023 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022. Για τις ελληνικές τράπεζες, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρουσίασαν οριακές μεταβολές το Σεπτέμβριο του 2023 έναντι του Δεκεμβρίου του 2022, παραμένοντας χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους μέσους όρους σε επίπεδο ευρωζώνης.

Αναφορικά με την ποιότητα χαρτοφυλακίου, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε επίπεδο ευρωζώνης δεν εμφάνισε ουσιαστική μεταβολή τον Ιούνιο του 2023 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022, ενώ το ποσοστό των εξυπηρετούμενων δανείων που παρουσιάζουν σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο σε σύγκριση με την αρχική αναγνώριση (δάνεια stage 2) επί του συνόλου των δανείων μειώθηκε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Για τις ελληνικές τράπεζες, ο δείκτης ΜΕΔ σε ατομική βάση μειώθηκε το Σεπτέμβριο του 2023 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2022, παραμένοντας όμως υψηλότερος από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. Επίσης, το ποσοστό των δανείων stage 2 επί του συνόλου των δανείων διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2023 σε 9,6%, σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022 (10,7%). Επιπρόσθετα, το ποσοστό των εξυπηρετούμενων δανείων με καθυστέρηση κάτω των 90 ημερών επί του συνόλου των δανείων μειώθηκε σε 2,3% το Σεπτέμβριο του 2023 από 3,2% το Δεκέμβριο του 2022, με τη μείωση των καθυστερήσεων να συγκεντρώνεται στην κατηγορία 1 έως 30 ημερών. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου εννεαμήνου του 2023 παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων. Αυτό υποδεικνύει την ανάγκη στενής παρακολούθησης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων, αφού τα αυξημένα επιτόκια ενδεχομένως ασκήσουν αυξητικές πιέσεις στον δείκτη ΜΕΔ.

Αναφορικά με τη ρευστότητα, ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio − LCR) των τραπεζών της ευρωζώνης παρουσίασε υποχώρηση τον Ιούνιο του 2023 σε σχέση με το τέλος του 2022, ενώ ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio − NSFR) αύξηση. Για τις ελληνικές τράπεζες, οι δείκτες LCR και NSFR αυξήθηκαν το Σεπτέμβριο του 2023 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022, παραμένοντας αμφότεροι σε υψηλότερο επίπεδο από τους αντίστοιχους δείκτες των τραπεζών της ευρωζώνης. Σημειώνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν επαρκή ρευστότητα για τη συνέχιση της αποπληρωμής των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III) του Ευρωσυστήματος. Επιπλέον, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις για τις ΜΧΕ και τα νοικοκυριά είναι σημαντικά χαμηλότερος στις ελληνικές τράπεζες (64,6%) σε σύγκριση με τις τράπεζες στην ευρωζώνη (105,1%).

Οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις το επόμενο διάστημα. Συγκεκριμένα, οφείλουν να συνεχίσουν τις εκδόσεις ομολόγων με σκοπό την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL) σε ένα περιβάλλον αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς. Επίσης, πρόκληση για την κερδοφορία των τραπεζών δύναται να προέλθει από αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων ή/και στη ζήτηση για προθεσμιακές καταθέσεις έναντι καταθέσεων μίας ημέρας. Επιπρόσθετα, ο στόχος της περαιτέρω μείωσης του δείκτη ΜΕΔ, στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, καθίσταται δυσκολότερος σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων για μακρότερο χρονικό διάστημα (higher for longer).

Από την άλλη πλευρά, η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην Επενδυτική Κατηγορία, η ανθεκτική πορεία της ελληνικής οικονομίας και η στήριξή της από τους πόρους του NextGenerationEU συμβάλλουν θετικά στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών.

Διαβάστε όλο το αφιέρωμα του CNN Greece για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2024

ΔΗΜΟΦΙΛΗ