ΑΠΟΨΕΙΣ

Το θεσμικό πλαίσιο των επιχειρήσεων ως συνιστώσα ανάπτυξης

Το θεσμικό πλαίσιο των επιχειρήσεων ως συνιστώσα ανάπτυξης

Όταν μιλούμε για την τριάδα «Δικαιοσύνη – Οικονομία – Ανάπτυξη», εύκολα γοητευόμαστε από τις δύο τελευταίες έννοιες.

Η οικονομία προσφέρει τα μέσα, η ανάπτυξη δείχνει το μέλλον. Κι όμως, χωρίς το πρώτο θεμέλιο, τη Δικαιοσύνη, και οι δύο κινδυνεύουν να μετατραπούν σε άδεια σχήματα. Στην δικιά μου ομιλία, θα επικεντρωθώ στο δικό μου γνωστικό αντικείμενο, το δίκαιο επιχειρήσεων, και πώς αυτό συνεισφέρει στην ανάπτυξη. Ο προβληματισμός αυτός ασφαλώς συμπεριλαμβάνει και τις υποδομές που απαιτούνται στο πεδίο της δικαιοσύνης, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό το θεσμικό πλαίσιο των επιχειρήσεων.

Η προσπάθεια, να είναι το θεσμικό πλαίσιο των επιχειρήσεων ένα αποτελεσματικό «προϊόν», είναι σε πολλές έννομες τάξεις το ζητούμενο. Ενδεικτικά, στη Γερμανία, έχει αναπτυχθεί μία διατομεακή πρωτοβουλία με τον τίτλο «Law Made in Germany» (LMiG).

Τα προτερήματα του δικαίου, που εξάρει η ομάδα της LMiG, είναι η ασφάλεια δικαίου, η προβλεψιμότητα, η προσιτότητα και η εκτελεστότητα των ρυθμίσεων του δικαίου. Η πρωτοβουλία αυτή –προϊόν συνεργασίας δικηγορικών συλλόγων, δικαστικών ενώσεων, αλλά και επιχειρηματικών φορέων– προσπαθεί να καταστήσει το γερμανικό δίκαιο ένα ανταγωνιστικό «προϊόν», το οποίο θα επιλέγουν οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων σε επιχειρήσεις, καθώς και οι δικηγόροι με διεθνή δραστηριότητα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ερωτήματα σχετικά με την επιλογή δικαίου στην καθημερινή τους πρακτική.

Τα πεδία, με τα οποία ασχολείται η ομάδα της LMiG, είναι τα εξής: νομική ασφάλεια (η οποία επιτυγχάνεται μέσω της κωδικοποίησης του δικαίου), τυποποίηση των συμβάσεων, τυποποίηση των εταιρικών τύπων (ώστε να είναι ευχερής η επιλογή μεταξύ περισσότερων εταιρικών τύπων), αξιοπιστία του συστήματος δημοσιότητας για τα ακίνητα και καθώς και για τις εταιρικές πράξεις, αποτελεσματικότητα του θεσμού της εμπράγματης εξασφάλισης, αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος καθώς και της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Χωρίς καμία αμφιβολία, πρόκειται για πεδία που κάθε έννομη τάξη θα πρέπει να έχει σε πρώτη προτεραιότητα, προκειμένου το δίκαιο των επιχειρήσεων να διευκολύνει την επιχειρηματικότητα.

Η ιδέα, άλλωστε, ότι το δίκαιο, ιδίως το δίκαιο των επιχειρήσεων, αντιμετωπίζεται ως «προϊόν», ότι δηλαδή αξιολογείται ως προς την εξυπηρέτηση των στόχων των αποδεκτών του, δεν είναι νέα. Ήδη το 1985, η Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Yale Roberta Romano συγγράφει τη μελέτη της «Law as a Product», έχοντας στο επίκεντρο τις ρυθμίσεις εταιρικού δικαίου της πολιτείας του Delaware. Ο ανταγωνισμός των δικαίων οδήγησε τελικά στην επικράτηση του δικαίου της πολιτείας αυτής, ως αποτελεσματικότερου «προϊόντος», σε σχέση με τα εταιρικά δίκαια όλων των άλλων πολιτειών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από το 65% των εταιριών του Fortune 500 «γεννώνται» νομικά στη μικρή πολιτεία του Delaware. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι διατάξεις του Delaware είναι άξιες μίμησης, διότι ο ανταγωνισμός των δικαίων οδηγεί σε «race to the top», αλλά ενίοτε και σε «race to the bottom».

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν χαρακτηριστικά του δικαίου αυτού που το καθιστούν ελκυστικό, κυρίως τα εξής: Η εταιρική νομοθεσία (DGCL) θεωρείται ευέλικτη και προβλέψιμη. Το δικαστήριο του Delaware (Court of Chancery) απαρτίζεται από εξειδικευμένους δικαστές, ενώ η παραχθείσα νομολογία των τελευταίων δεκαετιών έχει ασχοληθεί σε βάθος με τους περισσότερους τύπους συναλλαγών. Συναλλαγές, όπως συγχωνεύσεις και εξαγορές με σύνθετους όρους, περίπλοκα σχήματα αμοιβών διευθυντικών στελεχών, συμφωνίες για δικαιώματα ψήφου διαφορετικών τάξεων, εξωεταιρικές συμφωνίες κ.ά. γίνονται εφικτά χάρη στην προβλεψιμότητα και εμβάθυνση του δικαίου.

Η αγορά, εξάλλου, περιλαμβάνομένων των δικηγόρων, πιστωτικών ιδρυμάτων, επενδυτών κ.ά., έχει εξοικειωθεί με το δίκαιο του Delaware, κάτι το οποίο έχει πολλαπλασιαστική δύναμή στην κατίσχυση του δικαίου αυτού, με την πάροδο του χρόνου. Ένα συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η συνεχής τροποποίηση των διατάξεων (που πολλές φορές χαρακτηρίζει το ελληνικό δίκαιο), καθιστά μεν το δίκαιο προσαρμοσμένο στις σύγχρονες ανάγκες, όμως εξίσου σημαντικό είναι να δίνεται η ευκαιρία στους εφαρμοστές του δικαίου να δοκιμάσουν τις συναλλαγές σε διάφορες παραλλαγές, ώστε αυτές να επιβεβαιώνονται από την νομολογία και να χαρακτηρίζονται έτσι από ασφάλεια δικαίου.

Σε αυτή την κατεύθυνση, βαρύνουσας σημασίας είναι η εξειδίκευση των δικαστηρίων, ιδίως αυτών που ασχολούνται με μεγάλες επιχειρηματικές διαφορές. Παρατηρείται, διεθνώς, η ανάδυση ειδικών δικαστηρίων (Commercial Courts), αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και πιο πρόσφατα στην Ολλανδία (Netherlands Commercial Court στο Amsterdam, συσταθέν το 2019), και την Γαλλία (International Commercial Chamber στο Εφετείο των Παρισίων ή «Paris Commercial Court», συσταθέν το 2018). Πλέον πρόσφατο είναι το παράδειγμα της Γερμανίας, που εισήγαγε τα Commercial Courts με νόμο του 2025, με στόχο ενίσχυση της χώρας ως (ελκυστικού) τόπου για την επίλυση διεθνών εμπορικών διαφορών.

Με βάση τη νομοθεσία αυτή, εφόσον πρόκειται για διαφορές μεγάλου μεγέθους (άνω των 500.000 ευρώ), τα Commercial Courts λειτουργούν στο επίπεδο των Εφετείων, με σκοπό την επίλυση (στον πρώτο βαθμό) των διαφορών αυτών, κατόπιν συμφωνίας των μερών. Η απόφαση υπόκειται μόνο σε αναίρεση. Για μικρότερες διαφορές, αρμόδια είναι τα Commercial Chambers σε επίπεδο Πρωτοδικείων. Οι διαφορές έχουν σχέση με επιχειρηματικά ζητήματα (π.χ. διαφορές σχετικές με συγχωνεύσεις και εξαγορές, ενδοεταιρικές διαφορές κ.ά.). Ενδιαφέρον είναι ότι τα μέρη μπορούν να επιλέξουν την αγγλική ως γλώσσα της διαδικασίας, κάτι το οποίο δείχνει τη στόχευση της νομοθεσίας (προσέλκυση αντιδικιών με διεθνή χαρακτηριστικά). Πολύ σημαντικό, ακόμη, είναι ότι τα μέρη καθορίζουν σε μία αρχική συνάντηση, ενδεχομένως διαδικτυακή, που ονομάζεται case management conference, τους κανόνες της διαδικασίας, εξ ου και υποστηρίζεται ότι τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας (εξειδίκευση, ταχύτητα, ευελιξία) την καθιστούν τελικά ανταγωνιστική σε σχέση με την διαιτητική επίλυση διαφορών. Η χρησιμότητα της εισαγωγής τέτοιων ειδικών δικαστηρίων θα μπορούσε να αξιολογηθεί και στο ελληνικό δίκαιο, κάτι για το οποίο θα γίνει λόγος πιο κάτω.

Σχετικά με το ελληνικό δίκαιο, θα πρέπει αρχικά να παρατηρηθεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού και συστηματοποίησης του δικαίου των επιχειρήσεων.

Το θεσμικό πλαίσιο επιμέρους εταιρικών τύπων (Ανώνυμη Εταιρία, προσωπικές εταιρίες, Ι.Κ.Ε.) είναι σύγχρονο – μόνη εξαίρεση το δίκαιο της Ε.Π.Ε., το οποίο θα πρέπει κι αυτό να εκσυγχρονιστεί. Ακόμη, κωδικοποιημένο πλέον είναι και το δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών (με την εξαίρεση των φορολογικών διατάξεων, που ανευρίσκονται σε σχετική νομοθεσία), πρόσφατες δε μελέτες καταγράφουν αύξηση των συγχωνεύσεων και εξαγορών. Περαιτέρω, μόλις το 2011 τέθηκε σε λειτουργία στη χώρα μας το Γενικό Εμπορικό Μητρώο, και φαίνεται ότι οι δυσλειτουργίες των πρώτων ετών (π.χ. ως προς την ταχύτητα καταχώρισης) έχουν ξεπεραστεί. Το ΓΕ.Μ.Η., όπως και η ηλεκτρονική Υπηρεσία Μίας Στάσης, συνεισφέρουν σημαντικά στην ταχύτητα και διαφάνεια των συναλλαγών. Όπως επισημαίνει ο Καθηγητής κ. Ευ. Περάκης, «αγορά χωρίς Γ.Ε.ΜΗ. είναι εμπράγματο δίκαιο χωρίς κτηματολόγιο». Τέλος, η φορολογική νομοθεσία έχει κι αυτή μεταρρυθμιστεί, και σε θέματα που αφορούν τη λειτουργία των εταιριών. Ενδεικτικά, μέχρι το 2019, οι διοικούντες εταιρίες ευθύνονταν για τα χρέη προς τις φορολογικές αρχές, ακόμη και γι’ αυτά που δεν δημιουργήθηκαν επί θητείας τους, διάταξη η οποία εξορθολογίστηκε με την οικεία νομοθεσία.

Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας, με βάση όσα αναφέρθηκαν και παραπάνω, πρέπει να έχει ως επόμενο βήμα την εμβάθυνση του δικαίου. Να δοθεί δηλαδή η ευκαιρία να δοκιμαστούν στην πράξη σύνθετες συναλλαγές, ώστε η αγορά να αισθάνεται ασφάλεια ως προς αυτές που «αντέχουν» στη δικαστική κρίση. Περαιτέρω, θα πρέπει να εξεταστεί η δημιουργία ειδικών δικαστηρίων, ιδίως για την επίλυση σημαντικών επιχειρηματικών διαφορών. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να δημιουργηθούν ειδικά υπο-τμήματα στα εμπορικά τμήματα των Πρωτοδικείων ή των Εφετείων, με εξειδικευμένους δικαστές και πιο ευέλικτους κανόνες. Σε αντίθεση με το παράδειγμα των Commercial Courts του γερμανικού δικαίου, προτιμότερο θα ήταν να μην απαιτείται συμφωνία των μερών, για την υπαγωγή της διαφοράς στα δικαστήρια αυτά, καθώς έτσι θα αυξηθεί η σημασία των δικαστικών αυτών συνθέσεων.

Ένα ακόμη πλεονέκτημα των ειδικών αυτών δικαστηρίων, είναι ότι θα μπορούν να εξετάζουν ένα φάκελο σε κάθε στάδιό του. Στο σημερινό καθεστώς, μία μεγάλη επιχειρηματική αντιδικία (π.χ. μεταξύ δύο συνεταίρων) μπορεί να «γεννήσει» διαφορές σε διάφορα επίπεδα, π.χ. στο επίπεδο της προσωρινής διαταγής, των ασφαλιστικών μέτρων, ή της τακτικής και εκουσίας δικαιοδοσίας.

Η δυνατότητα, όλες αυτές οι διαφορές, που αφορούν στον ίδιο φάκελο, να χρεώνονται στο ίδιο δικαστήριο, θα επαυξήσει την αποτελεσματικότητα αλλά και την ταχύτητα της διαδικασίας. Ακόμη, ένα άλλο χαρακτηριστικό που συναντάται σε αλλοδαπά δίκαια, όπως στο αγγλικό και το ολλανδικό, είναι ότι το δικαστήριο έχει ευρείες εξουσίες επί εταιρικών αντιδικιών. Το δικαστήριο, επί παραδείγματι, μπορεί να διατάξει την αποπομπή μέλους ή μελών του Δ.Σ. (ιδίως όταν διαπιστώνεται κακοδιαχείριση, κατόπιν ελέγχου), ή να λαμβάνει διάφορά μέτρα προς επίλυση της διαφοράς, χωρίς την ανάγκη λήψης απόφασης του εταιρικού οργάνου.

Ένα τελευταίος δείκτης αποτελεσματικότητας αφορά στην τυποποίηση των συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν καλοδεχούμενη η δημιουργία προτύπων συμβάσεων για βασικές συναλλαγές (σύσταση εμπράγματων εξασφαλίσεων, ομολογιακά δάνεια, συμφωνίες μετόχων κ.ά.), ώστε να υπάρχει ασφάλεια ότι είναι νομικά «δοκιμασμένες».

Πολλές ακόμη προτάσεις θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς, οι οποίες τελικά κρίνονται στην πράξη. Το θεσμικό πλαίσιο των επιχειρήσεων, επομένως, θα πρέπει να είναι αρωγός της ανάπτυξης, ώστε να εξυπηρετεί την βασική του αποστολή, ως «υποδομή» της οικονομίας.

O Αλέξανδρος Ν. Ρόκας είναι Επίκ. Καθηγητής Εμπορικού Δικαίου, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ και Μέλος Δ.Σ. Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων