Πλειστηριασμοί: Η ερμηνεία του Αρείου Πάγου και η αναζήτηση θεσμικής δίκαιης λύσης
Ανανεώθηκε:
Ζήτημα μείζονος κοινωνικής και πολιτικής σημασίας αποτελεί η ήδη δημοσιευθείσα υπ’ αριθ. 1/2023 του Αρείου Πάγου σε πλήρη Ολομέλεια, στην κρίση της οποίας εισφέρθηκε το νομικό ζήτημα της εξαιρετικής νομιμοποίησης των servicers (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις).
Του Κωνσταντίνου Πλαστήρα*
Νομιμοποίηση που ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της Αναγκαστικής Εκτέλεσης αλλά και ενώπιον των Δικαστηρίων της Χώρας στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια των συμπολιτών μας.
Η κατάργηση της προστασίας της κύριας κατοικίας
Κοινωνικής σημασίας, καθώς από την 1η Ιουνίου του έτους 2021 σύμφωνα με τα άρθρα 265 παρ. 1 β’. και 308 του Νέου Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 4738/2020) όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 83 του ν. 4764/2020, έπαυσε η δυνατότητα υποβολής νέων αιτήσεων ένταξης στις διατάξεις του γνωστού ως Νόμου Κατσέλη-Σταθάκη (ν. 3869/2010), έπαυσε δηλαδή η ισχύς αξιόπιστης λύσεως περί προστασίας της πρώτης κατοικίας για τους ευάλωτους δανειολήπτες.
Πολιτικής χροιάς, διότι επί του σώματος της ανωτέρω Απόφασης της Ολομέλειας του ΑΠ διεξάγεται -και θα εξακολουθήσει- πολιτική αντιπαράθεση σχετικά με το βαθμό παρέμβασης του Κράτους στο πρόβλημα αυτό και την αναγκαιότητα λήψης μέτρων και μέριμνας υπέρ των πολιτών που για διάφορους λόγους -και πολλές φορές δεδομένης της έλλειψης οικονομικής επάρκειας για διορισμό δικηγόρου για την κίνηση των σχετικών δικονομικών διαδικασιών- δεν κατέστη δυνατό να προστατεύσουν την κύρια κατοικία τους.
Στην ουσία, το προστατευτικό πλαίσιο της πρώτης κατοικίας των μη στρατηγικών κακοπληρωτών εξαφανίστηκε συνδυαστικά, με τη θέση σε ισχύ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα και την παύση δυνατότητας υποβολής νέων αιτήσεων για ένταξη στο Νόμο Κατσέλη, την 1η Ιουνίου 2021.
Σημειώνεται ότι ο Νόμος Κατσέλη-Σταθάκη (ν. 3986/2010), παρείχε επαρκή εχέγγυα ως προς τον ορισμό και την ένταξη σε πραγματικό και νομικό επίπεδο στην έννοια του «ευάλωτου» δανειολήπτη, διαχωρίζοντας και εξαιρώντας από το προστατευτικό του πλαίσιο τους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Εγγύηση στη διαδικασία αυτή αποτελούσε το εκάστοτε Ειρηνοδικείο του τόπου κατοικίας του οφειλέτη/ δανειολήπτη, το οποίο έλεγχε τις προϋποθέσεις, τη συμβατότητα της εκάστοτε περίπτωσης με το πλαίσιο του Νόμου καθώς και την εξαίρεση των περιπτώσεων δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών, με αποκλειστική προστασία αυτής και μόνο της μοναδικής κύριας κατοικίας.
Τα «κόκκινα» δάνεια και τα δύο νομοθετικά πλαίσια που διέπουν τις εταιρείες διαχείρισης
Η εκκαθάριση του προβληματικού «κόκκινου» δανειακού χαρτοφυλακίου των Τραπεζών και η βελτίωση των κεφαλαιακών δυνατοτήτων τους, τέθηκε στο επίκεντρο της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που ανέλαβε η πολιτεία με το από 19/08/2015 Μνημόνιο Κατανόησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, χορηγήθηκε εξαιρετική νομιμοποίηση στις Εταιρείες Διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που μεταβιβάστηκαν σε ξένα funds, οι οποίες μπορούσαν πλέον να παρίστανται στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας ως «μη δικαιούχοι διάδικοι» στη θέση των funds. Ως αναγκαία προϋπόθεση, τεθείσα προς τα πιστωτικά ιδρύματα για την προσφορά προς πώληση των απαιτήσεων από τα κόκκινα δάνεια, για την προστασία των δανειοληπτών από αιφνιδιασμούς, τέθηκε η προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση των δανειοληπτών σε διακανονισμό των οφειλών τους βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013).
Τα ξένα funds (Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις - ΕΑΑΔΠ) και οι servicers (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις), διαβλέποντας -μεταξύ άλλων- την υποχρεωτική φορολόγηση της δραστηριότητας στην Ελλάδα, ουδέποτε εντάχθηκαν πλήρως στον ανωτέρω ν. 4354/2015, αλλά διατήρησαν τις δυνατότητες που τους παρέχει ο ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων, ο οποίος όμως επουδενί νομιμοποιούσε αυτές ως μη δικαιούχους διαδίκους στις διεργασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για είσπραξη των τιτλοποιημένων απαιτήσεων.
Δηλαδή μέχρι σήμερα, οι servicers ακόμα και όταν έχουν αναλάβει τη διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια στο πλαίσιο του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 και όχι στο πλαίσιο του ν. 4354/2015, εφαρμόζουν το νομικό πλαίσιο του ν. 4354/2015 επιλεκτικά και μόνον, ως βάση για τη νομιμοποίησή τους στην αναγκαστική εκτέλεση και ενώπιον των δικαστηρίων στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, σε πλείστες δε των περιπτώσεων τιτλοποιήσεων γενομένων δυνάμει των διατάξεων του ν. 3156/2003 μετά τη θέση σε ισχύ του νομικού πλαισίου του ν. 4354/2015!
Η 822/2022 Απόφαση του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου και η παραπομπή της προς κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αξιολογική σύνδεση ή αξιολογική αντινομία;
Μεταξύ άλλων και τα ανωτέρω, έλαβε υπόψη της η κρίση του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία βεβαίως δεν προχώρησε σε ερμηνεία των νομοθετικών πλαισίων, αλλ’ απλώς αντέγραψε -θα μπορούσε να πει κανείς-, το γράμμα του νόμου (καθώς όπως είναι γνωστό, όταν δεν υφίσταται ασάφεια από τη γραμματική ερμηνεία μιας διάταξης, παρέλκει η καταφυγή σε κάθε άλλη ερμηνεία).
Εξάλλου, και σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4389/2016 με την οποία τροποποιήθηκε ο ν. 4354/2015, «παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) όπου επιτρέπεται η τιτλοποίηση απαιτήσεων που εξυπηρετούνται, είτε το θεσμικό πλαίσιο που παρέχεται με το παρόν σχέδιο νόμου».
Σημαντικές διαστάσεις έλαβε η ανωτέρω κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε οικονομικό και δημοσιονομικό επίπεδο, καθώς τέθηκαν εν αμφιβόλω, μνημονιακές δεσμεύσεις της Χώρας έναντι των διεθνών πιστωτών της, όχι με ευθύνη της Πολιτείας ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά κατόπιν επιλογών των funds και των servicers, δεδομένης της «ελεγχόμενης» εκ μέρους τους παράλληλης εφαρμογής δύο νομοθετικών πλαισίων τα οποία, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, ισχύουν μεν παράλληλα, εφαρμόζονται όμως, διακριτά. Σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, ελλείποντος πλέον του θεσμικού πλαισίου δυνατότητας προστασίας πρώτης κατοικίας σύμφωνα με τα εχέγγυα που μέχρι την 1η Ιουνίου 2021 παρείχε ο ν. 3986/2011, το σύνολο των δανειοληπτών (ευάλωτοι λόγω της οικονομικής κρίσης και στρατηγικοί κακοπληρωτές, φυσικά και νομικά πρόσωπα) ανέβαλαν με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής (και βεβαίως της αντίστοιχης αίτησης αναστολής) τις διαδικασίες ηλεκτρονικών (κυρίως) πλειστηριασμών των ακινήτων κυριότητάς τους με έρεισμα την ΑΠ 822/2022.
Σύντομα το θέμα εισφέρθηκε προς κρίση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία προέβη με την υπ’ αριθ. 1/2023 Απόφασή της στην ανατροπή των ανωτέρω νομικών κρίσεων με κύριο επιχείρημα ότι τυχόν διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3156/2003 από εκείνες του ν. 4354/1015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου.
Ειδικότερο ενδιαφέρον ανακύπτει από το σκεπτικό της παραπάνω απόφασης, όχι μόνο για τον τρόπο με τον οποίο εξοβελίζει το δικονομικό εμπόδιο της διελκυστίδας μεταξύ εφαρμογής στην αναγκαστική εκτέλεση του πλαισίου του ν. 4354/2015 ως προς τη νομιμοποίηση των εταιρειών που διαχειρίζονται τιτλοποιημένες απαιτήσεις με το ν. 3156/2003, αλλά και την αξιολογική, λειτουργική και δικονομική σύνδεσή τους, παρά το γεγονός ότι ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στους servicers ενεργητική κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση, αλλά ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτέλεσης εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες, καθώς και το γεγονός ότι με το νεότερο νομοθέτημα του ν. 4354/2015, δεν επηρεάστηκαν και δεν καταργήθηκαν οι διατάξεις του ν. 3156/2003, καθώς ρητά αυτό ορίστηκε στην περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015.
Στον αντίποδα τάσσεται η καταγραφείσα γνώμη της μειοψηφίας 9 δικαστών του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία, πρόκειται για δύο ειδικούς νόμους «με διαφορετικό σκοπό, που ρυθμίζουν διαφορετικά αντικείμενα με διαφορετικές υποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, χωρίς ο ένας να έχει ευρύτερο περιεχόμενο του άλλου και χωρίς να είναι μέρη ενός υπέρτερου πλαισίου γενικών διατάξεων, από την ερμηνεία του οποίου θα κρινόταν ως επιτρεπτή η συμπλήρωση αυτή».
Εξάλλου, υπό το φως της παράθεσης των δεδομένων αυτών, η επιλεκτική χρησιμοποίηση στοιχείων του ενός νόμου στον άλλο μπορεί, κατά τη γνώμη αυτή, «με βλάβη της ασφάλειας δικαίου, να δημιουργήσει πολλά περαιτέρω προβλήματα κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους». Γιατί από την τελευταία, είναι πιθανή η μετατόπιση των αντιρρήσεων στο επίπεδο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας επί αναγκαστικής εκτελέσεως, από το δικονομικό πεδίο της νομιμοποίησης, στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου. Τέτοια αντίρρηση εκ μέρους του συνεργάσιμου δανειολήπτη και εγγυητή απαιτήσεως που μεταβιβάσθηκε κατά το ν. 3156/2003, θα μπορούσε να στηριχθεί στον πραγματικό ισχυρισμό ότι δεν τηρήθηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 4354/2015 της εξώδικης πρόσκλησης να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης, ισχυριζόμενος ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται συμπληρωματικά και στη μεταβίβαση απαιτήσεων κατά το ν. 3156/2003.
Έχοντας εμπιστοσύνη στο θεσμό της Δικαιοσύνης, σκοπός της σύντομης αυτής καταγραφής, δεν είναι η επιχειρηματολόγηση υπέρ της άνευ άλλου τινός προστασίας πάντων των οφειλετών - δανειοληπτών, ήτοι και όσων εντάσσονται στις περιπτώσεις στρατηγικών κακοπληρωτών, αλλά πρωτίστως η υπεράσπιση της δίκαιης απόλαυσης των δικαιωμάτων όλων και η εύρεση των ορθών και νόμιμων εργαλείων για την επίτευξη κάθε αναγκαίου σκοπού υπό το πρίσμα του σεβασμού της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Ούτε οι πλειστηριασμοί πρέπει να εκλείψουν, αλλ’ ούτε και οι δανειολήπτες με μοναδική κύρια κατοικία οι οποίοι έχουν τις προϋποθέσεις ένταξης σε θεσμικό πλαίσιο προστασίας να μείνουν απροστάτευτοι.
Η ανάγκη επαναφοράς εφαρμόσιμου και αξιόπιστου θεσμικού πλαισίου προστασίας της κύριας κατοικίας
Ο ανωτέρω διττός σκοπός δεν επιτυγχάνεται με την προσφυγή σε ερμηνευτικές εκατέρωθεν λύσεις. Όλοι ομονοούν ότι αποτελεί καθήκον της Πολιτείας, να εξεύρει λύση και να ενσκήψει στο διττό αυτό στόχο και σε καιρούς δίχως μνημονιακές δεσμεύσεις να προβεί:
α) στην (σε συμφωνία με τις δικονομικές δημοσίας τάξης διατάξεις ΚΠολΔ περί νομιμοποίησης) αναδιάρθρωση, εξυγίανση και κωδικοποίηση των ανωτέρω δύο νομικών πλαισίων, ώστε να μην υφίσταται αμφιβολία στις έννομες συνέπειες εφαρμογής έκαστου εξ αυτών και
β) στην εκ νέου παροχή της δυνατότητας προστασίας της μοναδικής κύριας κατοικίας των δανειοληπτών που πληρούν τις προϋποθέσεις όπως θα τεθούν σε ένα νέο θεσμικό «Νόμο Κατσέλη», λαμβάνοντας εξάλλου υπόψη την πληθώρα νομολογιακών δεδομένων επί των ζητημάτων που τέθηκαν ενώπιον των Δικαστηρίων της Χώρας και κυρίως εκείνων που επιλύθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Εν κατακλείδι, πολλές φορές, σοφό είναι να αποδεχόμαστε και να θεραπεύουμε τα κενά, διότι μόνον έτσι δίνεται λύση στα σημαντικά προβλήματα, όχι με «μπαλώματα», αλλά με ασφάλεια δικαίου.
*Ο Κωνσταντίνος Πλαστήρας είναι δικηγόρος της Lamnidis Law