FOCUS

Ελληνική Επανάσταση 200 χρόνια: Τα εθνικά πάθη της φουστανέλας

Ελληνική Επανάσταση 200 χρόνια: Τα εθνικά πάθη της φουστανέλας
Eugène Delacroix, Σπουδή για τις Σουλιώτικες Φορεσιές (1824-1825)

Γράφει ο Αποστόλης Τάκης, εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, ΜΑ «Σπουδές στον Χορό» (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης) / τελειόφοιτος ΠΜΣ Λαογραφίας (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών)

Τι ενδύματα φορούσαν οι αγωνιστές του 1821; Γιατί απαγορευόταν το πράσινο χρώμα στα ρούχα των Ελλήνων; Και τι ακριβώς σημαίνει η λέξη τσολιάς; Μύθοι, πραγματικότητα και εθνική ταυτότητα κομμένα και ραμμένα σε 400 πιέτες.

Η παρουσία της ενδυμασίας στις ανθρώπινες κοινωνίες ξεπέρασε από τους προϊστορικούς κιόλας χρόνους τον πρωταρχικό σκοπό της, που δεν υπήρξε άλλος από την προστασία του σώματος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα μέσο που συνδύαζε την κάλυψη πρακτικών αναγκών με μιας μορφής έκφραση της λαϊκής τέχνης. Απτό προϊόν του υλικού λαϊκού πολιτισμού, το ένδυμα ανά τους αιώνες διαδραμάτισε ποικίλους ρόλους, μεταφέροντας ιδιαίτερες πληροφορίες τόσο για την ατομική όσο και για την κοινωνική ταυτότητα των μελών του εκάστοτε κοινωνικού συνόλου. Καθώς η ενδυμασία στην πραγματικότητα απεικονίζει την πολιτισμική εναλλαγή των εποχών, αποκωδικοποιώντας την αντλούμε πληροφορίες για τη θεώρηση της ζωής: κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, θεσμοί, κώδικες συμπεριφοράς, πρότυπα και ιδεολογίες, οικονομική ευημερία αλλά και ύφεση, πολιτιστική και πολιτισμική δραστηριότητα, τεχνολογική και βιομηχανική εξέλιξη.

Εντελώς διαφορετικά σύνολα

Εστιάζοντας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης, η ενδυματολογική ανομοιομορφία στην υπόδουλη Ελλάδα συνιστά ιδιαίτερα πρωτότυπο και ενδιαφέρον για την εποχή φαινόμενο. Συγκεκριμένα, στην ελληνική χερσόνησο δεν παρατηρούνται απλές ενδυματολογικές αποκλίσεις από το ένα άκρο της επικράτειας στο άλλο – γεγονός αναμενόμενο και φυσιολογικό λόγω της δυσκολίας της επικοινωνίας – αλλά εντελώς διαφορετικά ενδυματολογικά σύνολα σε πολύ κοντινές περιοχές, ακόμη και σε διπλανά χωριά, κυρίως στις γυναικείες ενδυμασίες.

Η αναλυτική παρουσίαση της ποικιλομορφίας των ελληνικών λαϊκών ενδυμασιών αποτελεί αντικείμενο επισταμένης έρευνας και επιστημονικής μελέτης. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο να παρουσιάσουμε συνοπτικά τα ενδύματα των αγωνιστών του ’21, των αρματολών και των κλεφτών, βασιζόμενοι σε βιβλιογραφικές πηγές, με παράθεση απόψεων έγκριτων ενδυματολόγων, κυρίως για τη φουστανέλα. Γραπτές ιστορικές πηγές για τη μελέτη της ελληνικής φορεσιάς της εποχής της τουρκοκρατίας αποτελούν τα κάθε είδους αρχειακά έγγραφα, με τα προικοσύμφωνα σε πρωτεύουσα θέση, καθώς και οι μαρτυρίες των περιηγητών από τον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Ακόμη η φωτογραφία, που στην Ελλάδα αρχίζει να χρησιμοποιείται γύρω στα 1860, παρά την έλλειψη σχολιασμού, αποτελεί αξιόπιστη πηγή.

Απαγορεύσεις και φιρμάνια

Από την εποχή της Τουρκοκρατίας το ένδυμα παρέχει πληροφορίες για την κοινωνική, ή μάλλον την ταξική, διάρθρωση του πληθυσμού, με έναν χαρακτήρα αρχικά φυλετικό, εθνικό: οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους Έλληνες να φορούν ανοιχτόχρωμα ενδύματα, ιδιαίτερα σε πράσινο χρώμα, το οποίο ήταν ιερό μουσουλμανικό χρώμα. Σταδιακά οι όποιες ενδυματολογικές διακρίσεις πέρασαν στον ελληνικό πληθυσμό ως ένα είδος προνομίων που παραχωρήθηκαν στις ελληνικές ανώτερες τάξεις. Για παράδειγμα, ένα φιρμάνι του 1806 διακρίνει τον πληθυσμό σε τρεις τάξεις, η κατώτερη εκ των οποίων δεν επιτρεπόταν να φορά κάλτσες και παπούτσια.

Ένα ένδυμα πολύ ιδιαίτερο στους άντρες του ελληνικού χώρου είναι η φουστανέλα. Η προϊστορία της υπήρξε μεγάλη και τρόπο τινά ομιχλώδης και δεν αποτέλεσε αυτό που εσφαλμένα θεωρούμε ένα αυστηρά τυποποιημένο αντρικό ένδυμα. Σύμφωνα με τις πηγές, η φουστανέλα αποτέλεσε το εθνικό ένδυμα των αρβανιτών του ελλαδικού χώρου, ενώ καθιερώθηκε ως στολή από τους Άγγλους στρατιωτικούς.

Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα αποτέλεσε την επικρατέστερη αλλά όχι μοναδική ενδυματολογική επιλογή της Ρούμελης και του Μοριά. Παράλληλα παρουσιάζονται και διαφορετικές ενδυμασίες, κυρίως στον βορειοελλαδικό χώρο αλλά και στα νησιά. Η φουστανέλα, κατά μία άποψη, ξεκίνησε ως πολεμικό ένδυμα των μισθοφόρων, αρχικά των Ρωμαίων, στη συνέχεια των Βυζαντινών και μετά των Οθωμανών. Είναι οι γνωστοί μας κλέφτες και οι αρματολοί οι οποίοι κατ’ εξοχήν φόρεσαν τη φουστανέλα! Η θεωρία για την καταγωγή της φουστανέλας από την αρχαία Ελλάδα δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι ο ανδρικός χιτώνας είναι βραχύς και άπτυχος.

Eugène Delacroix, Σπουδή για τις Σουλιώτικες Φορεσιές (1824-1825)

Λαγκιόλια και χοιρινό λίπος

Η «φουστανέλα» οφείλει το όνομά της στην ιταλική λέξη fustana, fustagno για το φουστάνι και το υποκοριστικό -ella. Ετυμολογικά δε, προέρχεται και αυτήν από την αραβική λέξη Fustat, το όνομα προαστίου του Καΐρου, όπου υφαινόταν ένα ορισμένο είδος βαμβακερού υφάσματος για τη χρήση του ως πανιού στα κουρσάρικα πλοία (fusta), απ΄ όπου προήλθε και το τούρκικο fıstan. Πρόκειται τελικά για έναν λατινογενή όρο που καθιερώθηκε και στα υπόλοιπα Βαλκάνια. Επομένως, η φουστανέλα υπήρξε τελικά ένα βαμβακερό ένδυμα. Είναι ραμμένη με ιδιόρρυθμο τρόπο και τα τρίγωνα (λαγκιόλια) που την συνθέτουν, κατά μια άλλη άποψη, η οποία ωστόσο στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης, μπορεί να φτάσουν τα 400, συμβολίζοντας τα 400 χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η συγκεκριμένη μυθοπλασία δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά αποτελεί μια «επινοημένη παράδοση», η οποία έχει σκοπό να ενσταλάξει με εύσχημο τρόπο μέσω συμβολισμών αξίες και ιδανικά και να τονίσει τη συνέχεια του ταιριαστού ιστορικού παρελθόντος. Στο ίδιο πνεύμα, το λευκό της χρώμα συμβόλιζε τον «άσπιλο» αγώνα ενάντια στον κατακτητή! Η πραγματικότητα όμως υπήρξε πολύ διαφορετική. Η φουστανέλα ήταν εντελώς βρώμικη και λιγδιασμένη με χοιρινό λίπος (για να είναι αδιάβροχη). Οι φουστανελοφόροι χρησιμοποιούσαν τις δίπλες της φουστανέλας σαν πετσέτα, για να σκουπίζουν τα χέρια τους, και σαν πατσαβούρα, για να καθαρίζουν το χαρμπί και τα μαχαίρια τους. Μόνο κάποιοι ανώτεροι αξιωματικοί διατηρούσαν πιο λευκές τις φουστανέλες τους.

Ο φέρων την φουστανέλα ονομαζόταν φουστανελάς ή, σύμφωνα με τη ρωμέικη ονομασία, τσολιάς (από το τουρκικό çul = κουρέλι, παλιόρουχο, εξ ου τσόλι). Σε μια προσπάθεια ευφημισμού του τσολιά (αυτού που φορά τσόλια, κουρέλια), χρησιμοποιήθηκε η λέξη εύζωνας (=καλλίζωνος), κυρίως ως χαρακτηρισμός των αντρών της ανακτορικής φρουράς. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, οι άντρες της προεδρικής πλέον φρουράς αποκαλούνται περισσότερο τσολιάδες παρά εύζωνες.

Eugène Delacroix, Σπουδή για τις Σουλιώτικες Φορεσιές (1824-1825)

Φολκόρ, ρομαντισμός και «Αμαλίες»

Σύμφωνα με τη Ν. Μαχά-Μπιζούμη, καθηγήτρια Λαογραφίας του Δ.Π.Θ., στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος η κατασκευή ενός ρομαντικού εθνικού ενδύματος, εκπορευόμενου από τη βασιλική αυλή, φαίνεται ότι ανταποκρίθηκε στην ανάγκη του λαού για τη δημιουργία ενός ενοποιητικού συμβόλου. Αυτή η νέα μορφή κατασκευασμένης «επιλεγμένης παράδοσης» λειτούργησε ως σημείο εθνικής ταυτότητας, εκφραζόμενη μέσα από την τυποποιημένη εικόνα ενός συνόλου που κυριάρχησε δυναμικά στο ενδυματολογικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, εις βάρος παλαιότερων ενδυματολογικών σχημάτων.

Η καθιέρωση μιας εθνικής φορεσιάς κρίθηκε απαραίτητη, καθώς στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος παρατηρείται μια κοινωνική ρευστότητα λόγω της συνύπαρξης ανθρώπων ποικίλης προέλευσης. Κύριο στοιχείο αυτής της φορεσιάς ήταν η φουστανέλα, παράλληλα με το αντίστοιχο γυναικείο ρομαντικό φολκλορικό αυλικό ένδυμα της «Αμαλίας», επινοημένο από την πρώτη βασίλισσα.

Δημιουργήθηκε έτσι μια πλασματική ενδυματολογική εικόνα της προβιομηχανικής κοινωνίας, κατά την οποία παρατηρούνται τοπικά ενδυματολογικά σύνολα πλούσια, στολισμένα με κεντήματα και κοσμήματα, διαφορετικά μέσα στην ομοιομορφία τους. Απαραίτητο στοιχείο η φουστανέλα. Κάτι σαν απολιθώματα που έμειναν ανέγγιχτα (χωρίς αλλαγές) στον χρόνο, χωρίς την παραμικρή εξέλιξη και παραλλαγή, οδηγώντας στην ταύτιση του λαϊκού πολιτισμού με ένα αδιαφοροποιημένο και ενιαίο εθνικό πολιτισμό, δίχως κοινωνικά στρώματα ή ομάδες. Μία εξιδανικευμένη, άχρονη και αταξική έννοια ενός εθνικού συνόλου!

«Σπαρτιάτες» και συκοφάντες

Ένα άλλο κεφάλαιο στις περιπέτειες της πολύπαθης φουστανέλας είναι η εσκεμμένη, επιμελώς «αφελής» χρήση της από τα δικτατορικά καθεστώτα, που διόλου δεν έλειψαν από τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου: φορέθηκε από «Σπαρτιάτες» σε κακόγουστα θεάματα επίδειξης εθνικοφροσύνης και κατασυκοφαντήθηκε φορεμένη από γερμανοτσολιάδες. Όλα στο όνομα της εθνικής κάθαρσης κατά (ανύπαρκτων) εσωτερικών εχθρών, οδηγώντας έτσι σε μια στρέβλωση της ιστορικής αλλά και ενδυματολογικής, επιστημονικής αλήθειας. Οποιαδήποτε μελέτη της φουστανέλας αλλά και του ελληνικού παραδοσιακού ενδύματος οφείλει να λάβει υπόψη και αυτή την παράμετρο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. N. Macha (2012), Amalia Dress: The Invention of a New Costume Tradition in the Service of Greek National Identity, Catwalk: The Journal of Fashion, Beauty and Style, vol. 1, no. 1, Inter-Disciplinary Press

2. N. Macha (2014), The “Amalia” Costume: The Visual Symbol of the Transition from the Oriental Past to Western Modernity (19th Century), Κατάλογος της Έκθεσης «Patterns of Magnificence. Tradition and Reinvention in Greek Women’s Costume» (pp. 48-55), Λονδίνο: Hellenic Centre

3. J. Reinach, C. Maurras, J. Moreas, Ανταποκρίσεις από την Ελλάδα, 1879-1897, Αθήνα: Εκδόσεις Ολκός

4. Μ. Βρέλλη-Ζάχου (2002), Η Ενδυμασία στη Ζάκυνθο μετά την Ένωση (1864-1910), Αθήνα: Ίδρυμα Αγγ. Χατζημιχάλη & Μ. Βρέλλη-Ζάχου / Μεταίχμιο

5. Λ. Δρούλια (1999), Οι Ενδυματολογικές Μεταλλαγές στα Χρόνια της Εθνικής Διαμόρφωσης του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας

6. Α. Κεραμόπουλου (1953/1954), Η φουστανέλλα, «Λαογραφία», τόμ. 15.

7. Α. Κόλλια (1985), Αρβανίτες και η Καταγωγή των Ελλήνων, Αθήνα: Εκδόσεις Αριστείδη Κόλλια

8. Τ. Λάππα (1950), Φορεσιά κι άρματα στην επανάσταση, Αθήνα: Νέα Εστία, τ. 546

9. Ζ. Παπαντωνίου (1932), Η Φουστανέλλα, Αθήνα: Νέα Εστία, τ. 121

10. Η. Πετρόπουλου (1993), Η Φουστανέλλα, Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη.

11. Κ. Σιμόπουλου (1999), Πώς Είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ΄21, Αθήνα: Πολιτιστικές Εκδόσεις

12. Κ. Σιμόπουλου (2001), Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Αθήνα: Εκδόσεις Στάχυ

Δείτε εδώ το μεγάλο αφιέρωμα του CNN Greece στην επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821