FOCUS

Επιχείρηση «Φινάλε»: Μια ιστορία για την αυτοδικία, τη δικαιοσύνη και το ανθρώπινο θάρρος

Επιχείρηση «Φινάλε»: Μια ιστορία για την αυτοδικία, τη δικαιοσύνη και το ανθρώπινο θάρρος

Εδώ και λίγο καιρό παίζεται στο Netflix μια ταινία, είχε βγει στους κινηματογράφους το 2018, αλλά δεν πειράζει, η υπόθεση δεν αλλάζει.

Ούτε η ουσία της.

Η ταινία λέγεται Operation Finale και είναι βασισμένη σε ένα βιβλίο το οποίο διηγείται μια πολύ πραγματική ιστορία. Και είναι η ιστορία που μας ενδιαφέρει.

Το 1960 έφτασε στις Ισραηλινές Μυστικές Υπηρεσίες -τις ξέρετε ως Μοσάντ- μια πληροφορία.

Μια κοπέλα εβραϊκής καταγωγής, που ζούσε στο Μπουένος Άιρες, έβγαινε ραντεβού με έναν (προφανώς όχι ιδιαίτερα ευφυή) νεαρό, που της είπε ότι λεγόταν Κλάους Άιχμαν και περηφανεύθηκε κατά τη διάρκεια ενός δείπνου τους ότι ο μπαμπάς του είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στον πόλεμο, προσθέτοντας ότι είναι πολύ κρίμα που είχαν μείνει και κάποιοι Εβραίοι ζωντανοί.

Η κοπέλα γύρισε σπίτι της, το είπε στους γονείς της κι εκείνοι το είπαν εκεί που έπρεπε.

Σύντομα η πληροφορία έφτασε στο Ισραήλ και χτύπησε καμπανάκια.

Ο νεαρός είχε απόλυτο δίκιο. Ο πατέρας του, ο Άντολφ Άιχμαν, δεν είχε απλώς «παίξει σπουδαίο ρόλο στον πόλεμο», ήταν ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες του Ολοκαυτώματος.

Η μοναδική φωτογραφία του Άιχμαν από την εποχή του πολέμου. Με αυτήν έπρεπε να τον αναγνωρίσουν οι πράκτορες της Μοσάντ είκοσι χρόνια αργότερα. (AP Photo)

Μετά το τέλος του πολέμου, ο Άιχμαν συνελήφθη, αλλά δραπέτευσε και διέφυγε τελικά στην Αργεντινή, όπου το καθεστώς του Χουάν Περόν έγραφε μια από τις πιο μαύρες σελίδες του, βοηθώντας μαζί με την Καθολικη Εκκλησία (περισσότερες μαύρες σελίδες) πολλούς Ναζί να ξαναστήσουν τη ζωή τους, με ψεύτικες ταυτότητες.

«Τον θέλω ζωντανό»

Στο Ισραήλ, λοιπόν, μαθαίνουν ότι ο Άιχμαν είναι κατά πάσα πιθανότητα ζωντανός και ζει στην Αργεντινή.

Το πρόβλημα ήταν ότι το 1960 σχεδόν κανείς δεν ασχολείτο με τους φυγόδικους Ναζί και ελάχιστοι με το Ολοκαύτωμα.

Ο κόσμος ήθελε να ξεχασει, καθένας για τους δικούς του λόγους.

Ακόμη και στο ίδιο το -νεαρό- κράτος του Ισραήλ, οι επιζώντες δεν έλεγαν τις ιστορίες τους και παρότι έφταναν σχεδον το 1/4 του πληθυσμού, συμπεριφέρονταν περίπου σαν όλα αυτά να μην είχαν συμβεί ποτέ, είναι η γνωστή ντροπή που νοιώθουν τα θύματα και η υποταγή στην επιταγή «ξεχνάμε τι έγινε, κοιτάμε μπροστά».

Υπήρξε, μάλιστα, και μια διάχυτη στον κόσμο άποψη ότι όσοι επιβίωσαν «έκαναν κάτι κακό». Το τραύμα για τους Εβραίους ήταν τόσο μεγάλο και ακατανόητο που ήταν πιο απλό να το βάλουν στην άκρη παρά να προσπαθήσουν να το επεξεργαστούν.

Η Μοσάντ είχε μια υπηρεσία, παρόλα αυτά, η οποία αναλάμβανε απολύτως εχέμυθα κάτι τέτοιες υποθέσεις, κάτι ξεχασμένους Ναζί, κυρίως στην Ευρώπη, που ένα ωραίο πρωί έφευγαν για τη δουλειά τους και δεν τους ξανάβλεπε ποτέ κανείς.

Ήταν δολοφόνοι-φαντάσματα, κανείς ποτέ δεν συνέδεσε κανένα φόνο μαζί τους, αν και όλοι ήξεραν τι συνέβαινε.

Ήταν βολικό για όλους ν' αφήνουν τους Εβραίους να καθαρίζουν τη βρωμιά αθόρυβα.

Η αρχική αντίδραση της Μοσάντ ήταν, συνεπώς, απλή: Μπαίνουμε στο Μπουένος Άιρες, τον καθαρίζουμε, βγαίνουμε, κανείς δεν παίρνει χαμπάρι τίποτα.

Είχε συμβεί πολλές φορές, θα συνέβαινε μια ακόμη, αλλά ένας άνθρωπος άλλαξε την τύχη του Άιχμαν και υπό μια έννοια την ιστορία του κράτους του Ισραήλ.

Ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, για τον οποίο ο Άμος Οζ έγραψε ότι «ήταν ένα περιφερόμενο θαυμαστικό, ένας σφιχτός, τραχύς άνθρωπος με έναν φωτοστέφανο από ασημένια μαλλιά και ένα σαγόνι που έδειχνε τρομερή δύναμη θέλησης και ηφαιστειώδη ιδιοσυγκρασία», έκανε ίσως τη σπουδαιότερη κίνηση της ζωής του:

Είπε «όχι, θα τον φέρουμε εδώ».

Ο Μπεν Γκουριόν ήθελε να περάσει τον Άιχμαν από δίκη, στρέφοντας τα βλέμματα όλου του κόσμου όχι μόνο στο ίδιο το Ολοκαύτωμα, αλλά και στην ανάγκη να υπάρχει ένα ισχυρό κράτος του Ισραήλ, ώστε κάτι τέτοιο να μην επαναληφθεί ποτέ.

Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ίσως ήθελε απλώς να κεφαλαιοποιήσει το Ολοκαύτωμα, για τους πολιτικούς του σκοπούς. Ακόμη κι έτσι, πρόσφερε μια μεγάλη υπηρεσία στην ανθρωπότητα. (AP Photo)

Σε όλη του την -αμφιλεγόμενη- πολιτική καριέρα είχε μόνο αυτήν την ατζέντα. Κάποιες φορές την επεδίωξε με τη βία. Κάποιες άλλες, όπως στη συγκεκριμένη, φέρνοντας τον κόσμο μπροστά σε μια πολύ άβολη αλήθεια.

Φροντίζοντας το δολοφόνο σου

Σε μια αδιανόητη επιχείρηση, Ισραηλινοί πράκτορες πήγαν όντως στο -πολύ εχθρικό για τους Εβραίους- Μπουένος Άιρες, έπιασαν τον Άιχμαν και αφού τον κράτησαν εννέα ημέρες σε απομόνωση, τον φυγάδευσαν στο Ισραήλ. Η επιχείρηση ξεπερνάει σε φαντασία το καλύτερο κατασκοπικό θρίλερ, αξίζει να το δείτε/διαβάσετε.

Μερικά χρόνια αργότερα, ο συγγραφέας Νιλ Μπάσκομπ έγραψε το βιβλίο «Επιχείρηση Φινάλε» για την ιστορία και μίλησε με τους πρωταγωνιστές της.

Σε μια ομιλία του έχει πει για τους πράκτορες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση:

«Όλοι τους ήταν επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος. Είχαν όλοι δικούς τους ανθρώπους που πέθαναν στα στρατόπεδα. Κάποιοι είχαν περάσει από αυτά. Κατά κανόνα ένας πράκτορας της Μοσάντ είναι ένας απόλυτα ανέκφραστος άνθρωπος. Είναι απίστευτα εκπαιδευμένοι και σκληροί. Όταν μιλούσα μαζί τους, όμως, όλοι έσπασαν».

«Κάποιοι έβαλαν τα κλάματα όταν περιέγραφαν τις εννέα μέρες που πέρασαν μ' αυτόν τον άνθρωπο: Τον έπλεναν, τον φρόντιζαν, τον τάιζαν στο στόμα, μιλούσαν μαζί του και τον κρατούσαν ζωντανό και υγιή. Έναν άνθρωπο που είχε σκοτώσει τους δικούς τους, το λαό τους».

Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία κατά την οποία ο πράκτορας της Μοσάντ Πίτερ Μάλκιν (εξαιρετικός Όσκαρ Άιζαακ) ξυρίζει με λεπίδα τον Άντολφ Άιχμαν (ακόμη πιο εξαιρετικός Μπεν Κίνγκσλεϊ) και όταν η λεπίδα φτάνει στο λαρύγγι του, τη νοιώθεις και στο δικό σου.

Ο Πίτερ Μάλκιν, επικεφαλής της επιχείρησης για τη σύλληψη του Άιχμαν.

Ο Μάλκιν, γεννημένος στην Πολωνία, έχασε όλη του την οικογένεια στο Ολοκαύτωμα. Θέλει πάρα πολύ να καρφώσει τη λεπίδα στη σάρκα, αλλά δεν το κάνει. Η αλήθεια είναι ότι όλοι μας θέλουμε να καρφώσει τη λεπίδα. Ελάχιστοι από μας θα το έκαναν, όμως.

Έχουμε πολλούς και πολύ βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι κατά τη διάρκεια αυτών των εννέα ημερών, η «λεπίδα» έφτασε πολύ συχνά κοντά στο λαρύγγι του Άιχμαν.

Οι πράκτορες, με μεγάλο κίνδυνο φυγάδευσαν τελικά τον Άιχμαν μεταμφιεσμένο σε πιλότο της EL AL, ο Μπεν Γκουριόν αγνόησε τις σφοδρές διαμαρτυρίες της Αργεντινής και η δίκη ξεκίνησε στην Ιερουσαλήμ στις 11 Απριλίου 1961.

Η κοινοτυπία του κακού αποκαλύπτεται

Ήταν πράγματι η δίκη του αιώνα.

Κατά τη διάρκειά της, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά σε όλον τον κόσμο χιλιάδες ντοκουμέντα από το Ολοκαύτωμα και ακούστηκαν χιλιάδες μαρτυρίες.

Οι επιζήσαντες απελευθερώθηκαν από το μαρτύριο της σιωπής, ανέβηκαν στο βήμα, είπαν τις ιστορίες τους, ο κόσμος είδε, έμαθε, κατάλαβε.

Το Ολοκαύτωμα πήρε επιτέλους υπόσταση και ήταν τότε που η Χάνα Άρντεν έγραψε στο περίφημο κείμενό της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ» περί της «κοινοτυπίας του κακού»: Ένα αμελητέο, μικρό και ασήμαντο ανθρωπάκι γίνεται ο πιο στυγερός εγκληματίας όταν οι συνθήκες είναι οι κατάλληλες.

Η επιχειρηματολογία της αμφισβητήθηκε, αλλά δεν έχει καμία σημασία.

Κατά τη διάρκεια των εννέα ημερών στο Μπουένος Άιρες, ο Άιχμαν έκλαιγε και παρακαλούσε διαρκώς τους ανθρώπους της Μοσάντ να του πουν ότι η οικογένειά του είναι καλά.

Ο δολοφόνος των δικών τους οικογενειών, εκατομμυρίων οικογενειών, είχε συρρυκνωθεί στην ανθρώπινη κατάσταση ενός ατόμου που αγωνιά για τη δική του οικογένεια.

Είτε ο Άιχμαν όντως συγκινήθηκε, είτε έπαιζε θέατρο, η Άρντεν είχε δίκιο: Μπορείς να σπαράξεις για ένα σκυλάκι που πεινάει και αμέσως μετά να πυροβολήσεις ένα ανθρώπινο μωρό στο κεφάλι. Το κακό δεν είναι μόνο κοινότυπο, είναι και θέμα ερμηνείας για όσους διακατέχονται από ιδεοληψίες ή αφήνονται έρμαια στα πάθη τους.

Ή για τους πλήρως διαταραγμένους.

Ο Άντολφ Άιχμαν, πίσω από το αλεξίσφαιρο κλουβί του, ακούει την ετυμηγορία των δικαστών. Κατά τη διάρκεια της δίκης έπαιξε το ρόλο «ήμουν ένα απλό γρανάζι μιας μεγάλης μηχανής», αλλά δεν εξέφρασε καμία μετάνοια. (AP Photo)

Στην Ιερουσαλήμ δεν δικάστηκε ο Άιχμαν μόνο.

Δικάστηκαν όλοι και όλα πίσω από το Ολοκαύτωμα.

Κι αυτό εγινε κατά πολύ χάρη στη γενναιότητα των ανθρώπων που ξανάζησαν το δικό τους Ολοκαύτωμα εκείνες τις εννέα μέρες και δεν υπέκυψαν στην προσωπική τους ανάγκη για εκδίκηση.

Ο Άιχμαν καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό.

Σε μια μικρή αλλά πολύ σημαντική λεπτομέρεια, στο κράτος του Ισραήλ δεν υπάρχει θανατική ποινή, ούτε τότε υπήρχε, δεν υπήρξε ποτέ από ιδρύσεώς του.

Ο Μπεν Γκουριόν, μέσα σε τεράστια αντιπαράθεση, έκανε μια εξαίρεση.

Το λόγο εξήγησε ο δημόσιος κατήγορος, Γκίντιον Χάουσνερ, στην αρχική του ομιλία:

«Δεν βλέπετε κανέναν δίπλα μου, αλλά δεν είμαι εδώ μόνος: Περιτριγυρίζομαι από έξι εκατομμύρια κατηγόρους που απλά δεν μπορούσαν να είναι παρόντες στη σημερινή δίκη, επειδή είναι μικρά βουναλάκια από στάχτες στο Άουσβιτς και την Τρεμπλίνκα, ή ένας σωρός από οστά στα δάση της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Και σήμερα ζητούν δικαίωση».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ