ΚΟΣΜΟΣ

Η Ρωσία, ο παράγοντας Κίνα και η «προειδοποίηση» Στόλτενμπεργκ στις ΗΠΑ

«Η παρουσία των ΗΠΑ, αλλά και του Καναδά, στην Ευρώπη, είναι θεμελιώδους σημασίας για την ισχύ και την αξιοπιστία του διατλαντικού δεσμού», σημειώνει ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ AP Photo/Olivier Matthys

Στην Κίνα στρέφει τους προβολείς ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, προειδοποιώντας για τους κινδύνους ενδεχόμενης μεταστροφής των Ηνωμένων Πολιτειών προς πιο «συγκρατημένη» στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία.

Με το βλέμμα στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, και πιθανά εκλογικά κέρδη των πιο «σκεπτικιστών» στο Ουκρανικό ζήτημα Ρεπουμπλικανών, ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας επισημαίνει ότι μία αποδυναμωμένη αμερικανική στήριξη στο Κίεβο θα ισοδυναμεί με «μήνυμα» προς αυταρχικά καθεστώτα -οδηγώντας πρωτίστως σε ενδυνάμωση της Κίνας.

Το «μήνυμα» του ίδιου του Γενς Στόλτενμπεργκ προς την Ουάσινγκτον έρχεται σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην επιθεώρηση Politico, στην οποία και εστίασε στην ανάγκη μακροπρόθεσμης αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, και ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών των συμμάχων.

«Η παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών -αλλά και του Καναδά- στην Ευρώπη, είναι θεμελιώδους σημασίας για την ισχύ και την αξιοπιστία του διατλαντικού δεσμού», υπογραμμίζει ο Γενς Στόλτενμπεργκ.

Η ανησυχία είναι έκδηλη στους πολιτικούς κύκλους για μία πιο «επιφυλακτική» στάση των ΗΠΑ αφότου κλείσουν οι κάλπες των επερχόμενων ενδιάμεσων εκλογών, οι οποίες θα μπορούσαν να «δώσουν» τον έλεγχο του Κογκρέσου στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα -και κατ' επέκταση να ενδυναμώσουν τις προσκείμενες στο δόγμα Τραμπ φωνές στις τάξεις του που πιέζουν προς περιστολή της στρατιωτικής βοήθειας του Τζο Μπάιντεν προς την Ουκρανία.

Ο Γενς Στόλτενμπεργκ σημειώνει ότι τα πρόσφατα κέρδη του ουκρανικού στρατού επί του πεδίου δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την υποστήριξη των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων, και εστιάζει στο πιο έντονο αντικινεζικό αίσθημα που διακατέχει και τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μια επικράτηση της Ρωσίας, «θα ήταν κακή για όλους εμάς στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε ολόκληρο το ΝΑΤΟ, γιατί θα στείλει το μήνυμα στους αυταρχικούς ηγέτες -όχι μόνο τον Πούτιν, αλλά και την Κίνα- ότι με τη χρήση βάναυσης στρατιωτικής ισχύος μπορούν να πετύχουν τους στόχους τους», αναφέρει.

Δηλώνει, ωστόσο, αισιόδοξος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα «εξαφανιστούν» σύντομα από την Ευρώπη -ή από την Ουκρανία. Και, πράγματι, μία ομάδα από το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο έχει υποστηρίξει επανειλημμένα τα αιτήματα του Τζο Μπάιντεν για την οικονομική και στρατιωτική στήριξη του Κιέβου.

«Είμαι πεπεισμένος ότι και μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, θα εξακολουθήσει να υπάρχει σαφής πλειοψηφία στο Κογκρέσο -στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία- υπέρ της συνεχιζόμενης σημαντικής υποστήριξης στην Ουκρανία», λέει ο Στόλτενμπεργκ.

Δύσκολες αποφάσεις εν όψει

Η φορτισμένη συζήτηση είναι προϊόν μιας ανησυχητικής πραγματικότητας: Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται πιθανό να διαρκέσει για μήνες, καθώς οι προϋπολογισμοί σφίγγουν και οι οικονομίες κλυδωνίζονται, επισημαίνει το Politico.

Στην Ουάσιγκτον, η συζήτηση εντείνεται εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών της 8ης Νοεμβρίου. Και μια μερίδα συντηρητικών είναι όλο και πιο απρόθυμη να συναινέσει στο να δαπανήσει η χώρα τεράστια ποσά για βοήθεια προς την Ουκρανία.

Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, την 24η Φεβρουαρίου, οι ΗΠΑ έχουν προσφέρει στην Ουκρανία περισσότερα από 17 δισ. δολάρια σε βοήθεια για την ασφάλεια, ποσό που ξεπερνά την οικονομική στήριξη που έχει δεσμευτεί να διαθέσει συλλογικά η Ευρώπη.

Ο Στόλτενμπεργκ δηλώνει πεπεισμένος ότι η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία «εν μέρει διότι εάν ο [Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ] Πούτιν κερδίσει στην Ουκρανία, αυτό θα είναι καταστροφή για τους Ουκρανούς».

Αλλά δίνει επίσης έμφαση στον «παράγοντα Κίνα» σε μια στιγμή που το Πεκίνο βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού πολλών Αμερικανών πολιτικών -συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τους ίδιους συντηρητικούς που προβάλλουν αντιρρήσεις ως προς το ύψος της βοήθειας προς την Ουκρανία.

Στο νέο αμυντικό δόγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, η κυβέρνηση Μπάιντεν περιγράφει την Κίνα ως «την πιο συστημική γεωπολιτική πρόκληση» για τη χώρα.

Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η Κίνα κατατάσσεται ξεκάθαρα πάνω από τη Ρωσία ως εν δυνάμει απειλή: «Η Ρωσία αποτελεί άμεση και συνεχή απειλή για την περιφερειακή τάξη ασφαλείας στην Ευρώπη και είναι πηγή αστάθειας παγκοσμίως, αλλά υπολείπεται [σ.σ. της Κίνας] σε όλο το φάσμα δυνατοτήτων».

Ωστόσο, η μακρά σύγκρουση στην Ουκρανία, οι πιέσεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ και η αυξανόμενη επικέντρωση στο Πεκίνο επαναφέρουν στο προσκήνιο μια μακροχρόνια συζήτηση για την κατανομή των «βαρών» εντός του ΝΑΤΟ.

Το 2014, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να «στοχεύσουν» στην κατεύθυνση του να δαπανούν το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα έως το 2024. Με την προθεσμία αυτή να πλησιάζει -και την παραδοχή ότι οι στρατιωτικές απειλές αυξάονται- οι ηγέτες των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ «παλεύουν» με το τι θα ακολουθήσει. Θα αυξήσουν τον ποσοτικό στόχο; Θα διατυπώσουν διαφορετικά τους στόχους δαπανών;

«Αναμένω ότι οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ στη Σύνοδο Κορυφής στο Βίλνιους του επόμενου έτους θα δεσμευτούν να επενδύσουν περισσότερα στην άμυνα», αναφέρει ο Γενς Στόλτενμπεργκ, σημειώνοντας παράλληλα ότι «είναι πολύ νωρίς να πούμε» σε ποιο πλαίσιο θα συμφωνήσουν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ.

Οι ΝΑΤΟϊκοί εταίροι έχουν υιοθετήσει διαφορετικές προσεγγίσεις έναντι της Κίνας, με ορισμένους να εξακολουθούν να υιοθετούν μια πολύ πιο ήπια γραμμή συγκριτικά με την Ουάσινγκτον.

Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ αναγνωρίζει αυτές τις αποκλίσεις. Ωστόσο, επιχειρηματολογεί ότι η Συμμαχία είχε σημειώσει πρόοδο στην αντιμετώπιση του Πεκίνου, τονίζοντας την πρόσφατη απόφαση του ΝΑΤΟ να χαρακτηρίσει ρητά την Κίνα ως απειλή στο δόγμα μακροπρόθεσμης στρατηγικής του.

«Είναι σημαντικό για τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να σταθούν μαζί και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ανόδου της Κίνας -και σε αυτό συμφωνούμε, και αυτό ακριβώς κάνουμε», επιμένει.

Ωστόσο, αν και οι ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοι συμφώνησαν να «αντιμετωπίσουν» την άνοδο της Κίνας, δεν είναι εξίσου σαφές «ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό» για την προσπάθεια, σχολιάζει το Politico. Ορισμένοι βουλευτές, ακαδημαϊκοί και εμπειρογνώμονες των ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διαχείριση των τοπικών προκλήσεων ασφάλειας, ώστε οι ΗΠΑ να μπορούν να επικεντρωθούν περισσότερο στον Ινδο-Ειρηνικό.

Ο Ντάνιελ Χάμιλτον, αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατά τη διάρκεια του κύματος διεύρυνσης του ΝΑΤΟ τη δεκαετία του 1990, κάνει λόγο για «μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική ευθύνη». Αυτή η προσέγγιση, προσθέτει ο Χάμιλτον, νυν ανώτερος συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, προϋποθέτει οι Ευρωπαίοι να παρέχουν, εντός 10 ετών, «το ήμισυ των δυνάμεων και δυνατοτήτων» που απαιτούνται «για την αποτροπή και τη συλλογική άμυνα κατά της Ρωσίας».

Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι, υποστηρίζουν ορισμένοι ειδικοί, είναι απλώς πολύ «χαλαροί» ως προς την εξάρτησή τους από την Ουάσινγκτον.

«Τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ υποσχέθηκαν πολλά και απέδωσαν λίγα για δεκαετίες», δηλώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Στίβεν Γουόλτ, κορυφαίος μελετητής διεθνών υποθέσεων. Οι Ευρωπαίοι, αναφέρει, «δεν θα καταβάλλουν μία συστηματική προσπάθεια για την οικοδόμηση των δικών τους αμυντικών δυνατοτήτων, εάν μπορούν να βασίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι θα σπεύσουν να τους βοηθήσουν με τη πρώτη ένδειξη προβλήματος».

Κατά την επόμενη δεκαετία, προσθέτει ο Στίβεν Γουόλτ, «η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει την πρωταρχική ευθύνη για τη δική της άμυνα, ενόσω οι Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώνονται στην Ασία και ο ρόλος τους μετεξελίσσεται σε «σύμμαχο έσχατης ανάγκης»» για την Ευρώπη.

Ο Γενς Στόλτενμπεργκ αντικρούει μία τόσο αυστηρή προσέγγιση.

Η αποσύνδεση της Βόρειας Αμερικής από την Ευρώπη «δεν είναι καλό μοντέλο, γιατί αυτό θα μειώσει τη δύναμη, την αξιοπιστία του δεσμού μεταξύ της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης», υπογραμμίζει.

Ωστόσο, καλεί την ευρωπαϊκή πτέρυγα του ΝΑΤΟ -που θα περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου δυτικά της Ρωσίας μόλις εγκριθεί η ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας -να εξακολουθήσει να αυξάνει τις αμυντικές της δαπάνες.

«Πιστεύω ακράδαντα ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι πρέπει να κάνουν περισσότερα», λέει ο Γενς Στόλτενμπεργκ, προσθέτοντας ότι «πιέζει σκληρά» επ' αυτού. «Τα καλά νέα», σημείωσε, «είναι ότι όλοι οι σύμμαχοι, αλλά και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι έχουν αυξηθεί, και τώρα επενδύουν περισσότερα».

Ωστόσο, τα απλά μαθηματικά καταδεικνύουν ότι η Ευρώπη δεν είναι κοντά στο να είναι αυτόνομη στο πεδίο της άμυνας.

«Η πραγματικότητα είναι ότι το 80% των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ προέρχονται από συμμάχους εκτός ΕΕ», επισημαίνει ο Στόλτενμπεργκ. Η διάταξη της Συμμαχίας «καθιστά επίσης σαφές ότι χρειάζεται ένας διατλαντικός δεσμός και σύμμαχοι εκτός ΕΕ για την προστασία της Ευρώπης», προσθέτει.

«Αλλά πρωτίστως, αυτό έχει να κάνει με την πολιτική -δεν πιστεύω μόνο στην Ευρώπη, δεν πιστεύω μόνο στη Βόρεια Αμερική», καταλήγει ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης