ΚΟΣΜΟΣ

Η μητρική γλώσσα μπορεί να καθορίζει τη σύνδεση τμημάτων του εγκεφάλου μας

Η μητρική γλώσσα μπορεί να καθορίζει τη σύνδεση τμημάτων του εγκεφάλου μας
AP Photo/Keith Srakocic, File

Η μητρική γλώσσα ενός ατόμου ενδέχεται να καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος συνδέει τα τμήματά του που σχετίζονται με την επεξεργασία των πληροφοριών, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα.

Οι διαφορές που παρατηρήθηκαν στο γλωσσικό δίκτυο των εγκεφάλων των ατόμων που συμμετείχαν στην έρευνα, φαίνεται πως σχετίζονταν με τα χαρακτηριστικά που είχαν οι μητρικές τους γλώσσες, που ήταν τα γερμανικά και αραβικά.

«Η διαφορά που εντοπίσαμε δεν μπορεί να οφείλεται στο διαφορετικό εθνικό υπόβαθρο, αλλά στη γλώσσα που μιλούν», δήλωσε ο Alfred Anwander ερευνητής του γερμανικού Ινστιτούτου Max Planck στο Live Science. Η έρευνα δημοσιεύθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στο επιστημονικό περιοδικό NeuroImage.

Παρότι το γλωσσικό δίκτυο είναι ένα από τα ισχυρότερα του εγκεφάλου, οι συνδέσεις μεταξύ των τομέων κατά τη γέννηση ενός ατόμου είναι αδύναμες.

Καθώς μαθαίνουμε να μιλάμε, ενισχύονται οι δεσμοί μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του εγκεφάλου που σχετίζονται με διαφορετικούς τύπους γλωσσικής επεξεργασίας, όπως είναι η αναγνώριση λέξεων μέσω των ήχων και η αντίληψη του νοήματος των προτάσεων, εξήγησε ο ερευνητής.

Οι επιστήμονες μελετούν πως οι γλωσσικές διαφορές επηρεάζουν τη διαμόρφωση των εν λόγω συνδέσεων στον εγκέφαλο.

Προηγούμενες μελέτες, έχουν επισημάνει τις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται κατά τη γλωσσική διαδικασία. Βρίσκονται κυρίως στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου, παρότι και οι δύο πλευρές εμπλέκονται με την ακουστική επεξεργασία και η περιοχή που σχετίζεται με την έκφραση, τον τονισμό και την προφορά των λέξεων βρίσκεται στο δεξί ημισφαίριο.

Κατά τη διάρκεια σεμιναρίου, ο Patrick Friedrich ερευνητής του Ινστιτούτου Νευροεπιστήμης και Ιατρικής του Forschungszentrum Jülich της Γερμανίας, ο οποίος δε συμμετείχε στη μελέτη, σημείωσε ότι το γλωσσικό δίκτυο του εγκεφάλου είναι εν πολλοίς ίδιο μεταξύ των ατόμων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες. Ωστόσο οι επιστήμονες έχουν παρατηρήσει διαφορές σχετικά με το πως ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τη δεύτερη γλώσσα.

Χαρακτήρισε «στ’ αλήθεια ενδιαφέρουσα» την εν λόγω μελέτη, καθώς δείχνει για πρώτη φορά πως υπάρχει μια δομική διαφορά που σχετίζεται με την μητρική γλώσσα και όχι με τις γλώσσες που μαθαίνει ένα άτομο στην πορεία της ζωής του.

Στη μελέτη συμμετείχαν 94 άτομα. Οι μισοί μιλούσαν μόνο γερμανικά και οι άλλοι μισοί μόνο αραβικά και πρόσφατα μετακόμισαν στη Γερμανία. Παρά τις διαφορές στη γλώσσα και την κουλτούρα, οι συμμετέχοντες είχαν κοντινές ηλικίες αλλά και μορφωτικό επίπεδο, παράγοντες που σχετίζονται με τη διασύνδεση των τμημάτων του εγκεφάλου.

Η σάρωση εγκεφάλου στην οποία υποβλήθηκαν, έδειξε ότι οι γερμανόφωνοι είχαν αυξημένη διασύνδεση στις περιοχές του αριστερού ημισφαιρίου που σχετιζόταν με τη γλωσσική επεξεργασία σε σχέση με τους αραβόφωνους.

Ο ερευνητής Anwander, σημείωσε ότι τα Γερμανικά θεωρούνται μια σύνθετη γλώσσα στο συντακτικό, κάτι που σημαίνει πως η έννοια μιας πρότασης σχετίζεται λιγότερο με τη σειρά που έχουν οι λέξεις και περισσότερο από τη γραμματική μορφή των λέξεων.

Συνεπώς, λέξεις που εξαρτώνται η μια από την άλλη για να αποκτήσουν το νόημά τους, μπορεί να βρίσκονται στα αντίθετα άκρα της πρότασης.

Οι περιοχές της συντακτικής επεξεργασίας βρίσκονται κυρίως στο μετωπικό μέρος του αριστερού ημισφαιρίου και είναι λογικό να υπάρχει υψηλότερη σύνδεση με το δεξί ημισφαίριο.

Αντίθετα τα αραβικά είναι μια γλώσσα σημασιολογικά περίπλοκη, καθώς ενώ η σειρά των λέξεων στις προτάσεις είναι πιο συγκεκριμένη, η έννοια των λέξεων μπορεί να είναι πιο δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί.

Αυτό αντικατοπτρίζεται στην αυξημένη σύνδεση μεταξύ του αριστερού και του δεξιού ημισφαιρίου στους αραβόφωνους, που παρατήρησαν οι ερευνητές.

Είναι πιθανό πως το γλωσσικό δίκτυο που διαμορφώνει η κύρια γλώσσα ενός ατόμου, να επηρεάζει άλλες μη γλωσσικές γνωστικές ικανότητες, δήλωσε ο Anwander.

Για παράδειγμα η μνήμη των γερμανόφωνων μπορεί να επηρεάζεται από την ανάγκη τους να ακούσουν μια φράση ολόκληρη πριν κατανοήσουν το πλήρες νόημά της.

Ο David Green, ομότιμος καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του. Εξήγησε στο Live Science, πως πέρα από τα γλωσσικά χαρακτηριστικά μιας γλώσσας, στη διαμόρφωση του εγκεφαλικού δικτύου μπορεί να συμβάλλουν και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των συνομιλιών, όπως οι χειρονομίες που κάνουν οι άνθρωποι ενώ συζητούν.

Επιπλέον η μελέτη δεν καλύπτει όλες τις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη γλωσσική διαδικασία, ούτε περιλαμβάνει μετρήσεις της εγκεφαλικής δραστηριότητας των συμμετεχόντων, που θα μπορούσαν να συγκριθούν.

«Πρέπει να κατανοήσουμε τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί ο εγκέφαλος για να διεκπεραιώσει μια εργασία», τόνισε.

Σε κάθε περίπτωση ο Anwander εκτιμά ότι η εν λόγω έρευνα έχει δυνατότητες και διερωτάται εάν είναι δυνατό να προβλεφθεί η μητρική γλώσσα ενός ατόμου από τη σάρωση του εγκεφάλου. Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του επιθυμούν να επεκτείνουν την εν λόγω έρευνα και σε άλλες γλώσσες προκειμένου να το διαπιστώσουν.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ