ΚΟΣΜΟΣ

Μπορεί ο ναρκισσισμός να θεραπευτεί; Η επιστήμη απαντά

Μπορεί ο ναρκισσισμός να θεραπευτεί; Η επιστήμη απαντά
Σύμφωνα με την Ψυχολογία υπάρχουν δύο είδη ναρκισσισμού, ο μεγαλειώδης και ο ευάλωτος Lookstudio / Freepik

Σχεδόν όλοι έχουμε συναντήσει κάποιον που μεταφέρει διαρκώς την ευθύνη στους άλλους, που χαμογελά ειρωνικά όταν τον πιάνουν να ψεύδεται ή που διαστρεβλώνει τα λόγια μας μέχρι να ζητήσουμε συγγνώμη για δικά του λάθη. Συμπεριφορές σαν αυτές οδηγούν συχνά στο ερώτημα: μπορεί ένας άνθρωπος με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά να αλλάξει πραγματικά;

Όταν άτομα με υψηλά επίπεδα ναρκισσισμού νιώσουν ότι υποτιμώνται ή επικρίνονται, απειλείται η εύθραυστη ή υπερδιογκωμένη αυτοεκτίμησή τους και αντιδρούν επιθετικά για να προστατεύσουν την εικόνα τους – κάτι που ενοχλεί τους γύρω τους. Ωστόσο, ο ναρκισσισμός δεν επηρεάζει μόνο τους άλλους. Οι ίδιοι οι ναρκισσιστές μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να αισθάνονται απόρριψη, πιθανώς λόγω της ίδιας της συμπεριφοράς τους που απομακρύνει τους ανθρώπους. Μπορούν, λοιπόν, να αλλάξουν μέσα από ψυχολογική παρέμβαση; – αναρωτιέται το The Conversation.

Δύο βασικοί τύποι ναρκισσισμού

Η Ψυχολογία διακρίνει δύο βασικούς τύπους ναρκισσισμού: τον μεγαλειώδη (αναφέρεται και ως μεγαλοπρεπής ή έκδηλος ναρκισσισμός) και τον ευάλωτο. Ο πρώτος χαρακτηρίζεται από αίσθηση ανωτερότητας, ο δεύτερος από υπερευαισθησία στην κριτική. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ναρκισσιστές μπορεί να είναι αλαζονικοί και εγωκεντρικοί. Εάν αυτά τα χαρακτηριστικά γίνουν ακραία, ένα άτομο μπορεί να διαγνωστεί με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας (NPD) ή παθολογικό ναρκισσισμό.

Οι ναρκισσιστές μπορούν να ενεργούν με παθητικό-επιθετικό τρόπο για να υπονομεύσουν τους άλλους. Για παράδειγμα, μπορεί να τους αποκλείουν κοινωνικά και να τους στερούν την αγάπη και την στοργή ως μορφή τιμωρίας. Άλλες φορές μπορεί να είναι επιρρεπείς στη βία, ακόμη και όταν δεν έχουν προκληθεί.

Ο παθολογικός ναρκισσισμός

Παρότι η NPD είναι μια χρόνια διαταραχή χωρίς «θεραπεία» με την κλασική έννοια, η έρευνα δείχνει ότι η παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων. Η αντιμετώπιση ξεκινά συνήθως με ομιλητικές θεραπείες – την κλασική θεραπευτική προσέγγιση, όπου ένας σύμβουλος κάθεται και μιλάει με τον πελάτη του. Η πιο συνηθισμένη τεχνική που χρησιμοποιεί ένας σύμβουλος για τους ναρκισσιστές είναι η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (CBT), η οποία μπορεί να τους βοηθήσει να εντοπίσουν και να αμφισβητήσουν δυσλειτουργικές σκέψεις.

Ωστόσο, όπως αναφέρεται σε μελέτη του 2015, πολλοί θεραπευτές προτιμούν μια πιο εσωστρεφή, σχεσιακή προσέγγιση. Εκεί, ο θεραπευόμενος εξερευνά συναισθήματα και κίνητρα, ενώ ο σύμβουλος κρατά δεν κρίνει και δείχνει κατανόηση. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς αρκετοί ναρκισσιστές υποθέτουν ότι ο θεραπευτής τους βλέπει ως ευάλωτους – κάτι που δυσχεραίνει ιδιαίτερα τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης. Ορισμένοι προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τον θεραπευτή ή να διατηρήσουν μια εικόνα αυτοπεποίθησης, αντί να παραδεχτούν τυχόν αδυναμίες. Συναισθήματα ανεπάρκειας, ντροπής, ενοχής, επιθετικότητας και θυματοποίησης τροφοδοτούν αυτή την αμυντική στάση των ναρκισσιστών. Οι σύμβουλοι πρέπει να αναγνωρίσουν και να ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια για να είναι επιτυχής η παρέμβαση, κάτι που απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα.

Πολλοί ναρκισσιστές που αναζητούν βοήθεια βρίσκονται σε μια φάση ευάλωτου ναρκισσισμού. Καθώς όμως προχωρά η θεραπεία, μπορεί να αναδυθούν χαρακτηριστικά μεγαλειώδους ναρκισσισμού, οδηγώντας τον σύμβουλο στην αναγνώριση στοιχείων NPD και στην ανάλογη προσαρμογή της θεραπείας. Όταν τα εμπόδια παραμένουν σταθερά, ο ασθενής ενδέχεται να τερματίσει πρόωρα τις συνεδρίες. Αν και το ποσοστό εγκατάλειψης της θεραπείας κυμαίνεται γενικά από 10% έως 50%, στους ναρκισσιστές φτάνει το 63–64%. Επιπλέον, είναι σπάνιο άτομα με NPD να αναζητήσουν θεραπεία, καθώς συχνά δεν πιστεύουν ότι έχουν πρόβλημα. Συνήθως απευθύνονται σε ειδικό για εξωτερικά προβλήματα (όπως απώλεια εργασίας ή διαζύγιο) ή για ένα συναισθηματικό ζήτημα (όπως η κατάθλιψη από την αντίληψη της απόρριψης).

Ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις

Οι περισσότερες καινοτομίες στη θεραπεία των διαταραχών προσωπικότητας προέρχονται από τη οριακή διαταραχή προσωπικότητας, και μερικές από αυτές έχουν προσαρμοστεί και δοκιμαστεί για τους ναρκισσιστές. Περιλαμβάνουν τη διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία (DBT), τη θεραπεία βασισμένη στη νοητοποίηση (MBT) και τη θεραπεία σχημάτων.

Η DBT εστιάζει στην αναγνώριση δυσλειτουργικών σκέψεων και έντονων συναισθημάτων, η MBT στην κατανόηση σκέψεων και πεποιθήσεων και τη σύνθεσή τους με τη συμπεριφορά, ενώ η θεραπεία σχημάτων βοηθά στην αμφισβήτηση των μη βοηθητικών νοητικών προτύπων για τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου. Για παράδειγμα, αν κάποιον τον παραμελούσαν ως παιδί, θα μπορούσε να αναπτύξει ένα πρότυπο που λέει ότι οι ανάγκες του δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ από κανέναν.

Ωστόσο, υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις ότι αυτές οι προσεγγίσεις είναι αποτελεσματικές για την NPD. Επιπλέον, αντιμετωπίζουν τα ίδια εμπόδια με τις σχεσιακές προσεγγίσεις, όπως η μεγάλη διάρκεια της θεραπείας και οι δυσκολίες στην οικοδόμηση σχέσεων.

Μια τολμηρή πρόταση

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα ζητήματα, με άρθρο τους στο περιοδικό Frontiers in Psychiatry τον Απρίλιο του 2025 οι ψυχιατρικοί ερευνητές Αλέξα Άλμπερτ και Άντονι Μπακ πρότειναν ότι η χρήση ψυχεδελικών ουσιών κατά τη διάρκεια της θεραπείας θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ευκαιρία οι ναρκισσιστές να είμαι πιο ανοιχτοί και συναισθηματικά δεκτικοί. Το MDMA, πιο γνωστό ως ecstasy, έχει αποδειχθεί ότι ενισχύει την ενσυναίσθηση και τη διάθεση για κοινωνική επαφή, αν και μπορεί επίσης να επιδεινώσει την ψυχική υγεία. Επιπλέον, η θεραπεία με MDMA απαιτεί ακόμη μεγαλύτερο βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ θεραπευτή και ασθενούς, ενώ εμποδίζεται και από νομικούς περιορισμούς. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόταση των Άλμπερτ και Μπακ είναι θεωρητική, χωρίς ολοκληρωμένες κλινικές δοκιμές.

Προς το παρόν, οι θεραπευτές συνεχίζουν να βασίζονται στις δεξιότητές τους για να υπερβούν τα εμπόδια της θεραπείας και να στηρίξουν την αλλαγή σε άτομα με ναρκισσισμό.