ΚΟΣΜΟΣ

Η ζαριά της Τουρκίας στο τάβλι της Συρίας

Η ζαριά της Τουρκίας στο τάβλι της Συρίας
Η προσέγγιση Βλαντιμίρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν στη σύνοδο κορυφής των G20 στην Αττάλεια της Τουρκίας, στις 15-16 Νοεμβρίου 2015, δεν κράτησε πολύ. REUTERS/Murad Sezer

Αναφέροντας ότι η Τουρκία βοηθά οικονομικά το ISIS, αγοράζοντας πετρέλαιο, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είπε κάτι που δεν ήταν γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ.

Εδώ και πάνω από ένα χρόνο ο διεθνής Τύπος βοά για τις σχέσεις Τουρκίας και Ισλαμικού Κράτους, ιδιαίτερα όπως αυτές αναπτύσσονται στο ζήτημα της χρηματοδότησης των τζιχαντιστών, αγγίζοντας τη μεγαλύτερη αυτή τη στιγμή έγνοια της Δύσης που είναι η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

«Χθες βράδυ, με υπόδειξη του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων (σ.σ. Μπαράκ Ομπάμα) διέταξα τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ να διεξάγουν επιχείρηση στην ανατολική Συρία για τη σύλληψη ενός αρχηγού του ISIL, γνωστού ως Αμπού Σαγιάφ (Abu Sayyaf) και της συζύγου του Ουμ Σαγιάφ (Umm Sayyaf). Ο Αμπού Σαγιάφ έχει εμπλακεί στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ISIL και συνδέεται άμεσα με τις παράνομες εμπορικές και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις του ISIL».

Η ανακοίνωση έγινε από τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Άστον Κάρτερ (Ashton Carter) στις 16 Μαΐου 2015, παράλληλα με σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου. Από την επιχείρηση στην πόλη Ντέιρ εζ-Ζορ (Deir Ezzor) την ομώνυμης συριακής επαρχίας στα σύνορα με το Ιράκ, ο Αμπού Σαγιάφ έπεσε νεκρός, η Ουμ Σαγιάφ συνελήφθη και, παράλληλα, όπως ανέφερε ο Κάρτερ, διεσώθη μια γυναίκα από τη φυλή των Γεζίντι, που οι Σαγιάφ κρατούσαν σκλάβα. Δεν υπήρξαν θύματα από την επίλεκτη ομάδα Delta Force.

Αυτή ήταν η πρώτη επίθεση αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων στη Συρία, που δεν αφορούσε απελευθέρωση ομήρων, αλλά χτυπούσε στον πυρήνα του Ισλαμικού Κράτους.

Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, πίσω από το πολεμικό όνομα «Αμπού Σαγιάφ» κρυβόταν ο Τυνήσιος Φατχί μπεν Αούν μπεν Τζιλντί Μουράτ αλ Τινισί (Fathi ben Awn ben Jildi Murad al-Tunisi), που είχε στοχοποιηθεί ως ο επικεφαλής του Ισλαμικού Κράτους σε ό,τι αφορούσε στο παράνομο εμπόριο πετρελαίου και φυσικού αερίου και τις σχετικές χρηματοδοτικές ροές .

Ανατολικά του Ντέιρ εζ-Ζορ βρίσκονται οι πετρελαιοπηγές του Αλ Ομάρ (al-Omar), οι μεγαλύτερες στη Συρία, που είχαν καταληφθεί από το Ισλαμικό Κράτος τον Ιούλιο του 2014.

Ο θάνατος του Αμπού Σαγιάφ, που θεωρούνταν ότι μιλούσε απευθείας με τον Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι (Abu Bakr al-Baghdadi) ήταν η δεύτερη μεγάλη απώλεια για το Ισλαμικό Κράτος μέσα σε λίγες ημέρες.

Δύο μέρες νωρίτερα, η κυβέρνηση της Βαγδάτης είχε ανακοινώσει ότι σκότωσε σε αεροπορική επιδρομή στο βόρειο Ιράκ το νο.2 του ISIS, γνωστό και ως «Δικαστή των Δικαστών», τον Αμπού Αλαά αλ Αφρί (Abu Alaa al-Afri). Αυτές είναι μέχρι σήμερα οι μεγαλύτερες απώλειες υψηλόβαθμων του Ισλαμικού Κράτους.

Αναλυτές στα διεθνή Μέσα τόνιζαν τότε ότι το σημαντικότερο από αυτήν την κλιμάκωση των επιχειρήσεων κατά του ISIS, δεν ήταν ο θάνατος του Σαγιάφ, αλλά η πρόσβαση στα αρχεία του.

Μόλις στις 20 Νοεμβρίου, ο προσφάτως διορισμένος στη θέση του «Ειδικού Προεδρικού Απεσταλμένου στην Παγκόσμια Συμμαχία κατά του ISIL», Μπρετ Μαγκούρκ (Brett McGurk), δήλωσε ότι ο όγκος των πληροφοριών που περιήλθαν στα χέρια των ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος σε ολόκληρη την ιστορία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν με τον βασιλιά Αμπντάλα (Abdullah) της Ιορδανίας στην προεδρική κατοικία Bocharov Ruchei στο Σότσι, στις 24 Νοεμβρίου 2015. Καλωσορίζοντας τον Ιορδανό μονάρχη, ο Πούτιν έκανε λόγο για «πισώπλατη μαχαιριά» από τους συνεργούς των τρομοκρατών, τονίζοντας ότι το περιστατικό θα έχει σοβαρές συνέπειες στις σχέσεις της Μοσχας με την Άγκυρα - Πηγή: REUTERS/Maxim Shipenkov

Πόλεμος δι’ αντιπροσώπων

Στις 26 Ιουλίου 2015, ο βρετανικός Guardian είχε δημοσιεύσει ρεπορτάζ, επιβεβαιώνοντας ότι σε εκείνη την επιδρομή είχαν βρεθεί «εκατοντάδες στικάκια και έγγραφα», με μία όμως προσθήκη που άλλαζε την εικόνα: όπως αποκάλυπτε η πηγή του ρεπορτάζ, ανώτερος δυτικός αξιωματούχος που είχε δει το υλικό, δήλωσε ότι ήταν πλέον «αδιάψευστες» οι απευθείας συναλλαγές ανάμεσα σε Τούρκους αξιωματούχους και ηγέτες του Ισλαμικού Κράτους. Ο δυτικός αξιωματούχος δήλωνε ότι ήταν «τόσο καθαροί» οι δεσμοί ανάμεσα σε Τούρκους και τζιχαντιστές που «θα μπορούσαν να έχουν βαθιές επιπτώσεις στις σχέσεις μας με την Άγκυρα».

Το δημοσίευμα ερχόταν στον απόηχο της πολύνεκρης τρομοκρατικής επίθεσης του ISIS στην τουρκική πόλη Σουρούτς (Suruç), βορείως του Κομπάνι στις 20 Ιουλίου, και τρεις μέρες μετά από μια σημαντική διπλή εξέλιξη στο μέτωπο του πολέμου. Στις 23 Ιουλίου 2015, τουρκικά αεροσκάφη βομβάρδισαν θέσεις του ISIS εντός Συρίας, απαντώντας ευθέως στην προγενέστερη επίθεση τζιχαντιστών που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός Τούρκου στρατιώτη στο συνοριακό πέρασμα του Κιλίς, 100 χλμ. ανατολικά του Κομπάνι, όπου -σημειωτέον- υπάρχει μεγάλο στρατόπεδο Σύρων προσφύγων. Την ίδια μέρα, η Άγκυρα θα έδινε την έγκρισή της στην αμερικανική πολεμική αεροπορία να κάνει χρήση των βάσεων του Ινσιρλίκ (İncirlik Hava Üssü) και του Ντιγιαρμπακίρ (Pirinçlik Hava Üssü).

Την επόμενη ημέρα, μεταδόθηκε από ανώνυμες τουρκικές πηγές μέσω της τουρκικής Hurriyet ότι η Ούασιγκτον είχε δώσει, ως αντάλλαγμα για τη χρήση των αεροπορικών της βάσεων, αυτό που διακαώς επιθυμούσε η Άγκυρα: ζώνη απαγόρευσης πτήσεων σε βάθος 40-50 χλμ. εντός του συριακού εδάφους και πλάτους 90 χλμ. κατά μήκος των συνόρων ανάμεσα στις συριακές πόλεις Μαρέα (Marea) και Γιαραμπλούς (Jarablus / αρχαία Ιεράπολις) -στρατηγική πόλη πάνω στον οδικό άξονα που ενώνει δυτικά του Ευφράτη τη Ράκα με την Τουρκία)-, περίπου δηλαδή από το Κιλίς έως το Κομπάνι.

Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι βάσει της συμφωνίας η Τουρκία δεν θα στρεφόταν εναντίον των κουρδικών δυνάμεων στη βόρεια Συρία, αν αυτές δεν απειλούσαν τη δημογραφική σύσταση της περιοχής.

Ο χάρτης απεικονίζει την περιοχή της βόρειας Συρίας, όπου διακυβεύονται τα συμφέροντα Τουρκίας και Ρωσίας. Η Άγκυρα επιθυμεί ζώνη απαγόρευσης πτήσεων δυτικά του Ευφράτη από τη Μαρέα έως τη Γιαραμπλούς, πόλη στα συροτουρκικά σύνορα πάνω στον Ευφράτη που συνδέει τη Ράκα, προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, με την Τουρκία, ώστε να αποκοπεί το Κομπάνι από το καντόνι του Αφρίν δυτικά της Μαρέα, που πολιορκείται από το ISIS, στερώντας έτσι από τους Κούρδους τον διάδρομο προς τη Μεσόγειο - Πηγή: Google Maps

Δεν υπήρξε καμία επίσημη επιβεβαίωση ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο της συμφωνίας. Αντιθέτως, την ίδια μέρα, ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου (Ahmed Davutoglu) δήλωνε σε συνέντευξη Τύπου ότι οι αεροπορικές επιδρομές της προηγούμενης ημέρας ήταν ανεξάρτητες από τις αμερικανοτουρκικές συνομιλίες.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Αυγούστου, η αμερικανική κυβέρνηση εγκαλούσε το Κρεμλίνο για την επίσκεψη στη Μόσχα, στα τέλη Ιουλίου, του υποστράτηγου του ιρανικού στρατού Κασέμ Σολεϊμανί (Qasem Soleimani), κατηγορώντας τη ρωσική κυβέρνηση ότι παραβίαζε το διεθνές εμπάργκο κατά του Ιράν.

Η είδηση έλαβε αμέσως διαστάσεις στα αμερικανικά ΜΜΕ, καθώς ο Ιρανός αξιωματικός συμπεριλαμβανόταν από το 2007 στη διεθνή λίστα των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Από την πλευρά τους, τα ιρανικά ΜΜΕ μετέδιδαν ότι οι συζητήσεις του Σολεϊμανί στη ρωσική πρωτεύουσα αφορούσαν εξοπλιστικά προγράμματα.

Ο βετεράνος του πολυετούς πολέμου Ιράν-Ιράκ, που το BBC είχε φέτος χαρακτηρίσει ως «ανερχόμενο αστέρα του Ιράν», είναι από το 1998 ο αρχηγός της Sepāh-e Qods (Δύναμη της Ιερουσαλήμ), μιας αντίστοιχης Delta Force εντός των Φρουρών της Επανάστασης. Ο ανώτατος αξιωματικός του Ιρανικού στρατου είχε δώσει τα διαπιστευτήριά του τον περασμένο Μάρτιο, όταν διοικούσε τις επίλεκτες ιρανικες μονάδες που επιχειρούσαν στο βόρειο Ιράκ για την ανακατάληψη του Τικρίτ από το ISIS.

Η επίσκεψή του στη Μόσχα γινόταν ακριβώς την εποχή που φούσκωναν οι φήμες για επικείμενη αμερικανοτουρκική συμφωνία στη Συρία.

Όπως αποκαλύφθηκε σε μεταγενέστερο ρεπορτάζ του Reuters, o Σολεϊμανί ήταν αυτός που έπεισε τη Μόσχα σε εκείνη την επίσκεψή του να προχωρήσει στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς δύο μήνες μετά, στις 30 Οκτωβρίου, μετά από επίσημη πρόσκληση της Δαμασκού, που νομιμοποιούσε τη στρατιωτική αυτή επέμβαση. Οι ιρανικές ειδικές δυνάμεις θα επιχειρούσαν από το έδαφος με τη συνδρομή της ρωσικής αεροπορίας, δίνοντας στρατηγικό πλεονέκτημα στον στρατό του Άσαντ απέναντι σε αντικαθεστωτικούς και τζιχαντιστές.

Ο τρόπος που λειτούργησε τότε η Μόσχα, αθόρυβα και αποτελεσματικά, αλλάζοντας τα δεδομένα στη Συρία, είναι ενδεικτικός αναφορικά με τις εικασίες για το ποια μπορεί να είναι η απάντηση του Πούτιν στο σημερινό χτύπημα της Άγκυρας.

Η Συμφωνία του Ινσιρλίκ και οι Τουρκομάνοι

Αμερικανικά μαχητικά F-15E Strike Eagle ελάχιστα λεπτά μετά την προσγείωσή τους στην αεροπορική βάση του Ινσιρλίκ στην Τουρκία, στις 12 Νοεμβρίου 2015. Τα έξι μαχητικά της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ, που απεικονίζονται στη φωτογραφία, υποστηρίζουν την Operation Inherent Resolve (που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως «Εγγενής Επίλυση» ή «Έμφυτη Αποφασιστικότητα»). Από τον Ιούνιο του 2014, όταν άρχισαν οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί κατά του ISIS στο Ιράκ, έως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, το Πεντάγωνο δεν είχε αποδώσει όνομα στις επιχειρήσεις αυτές, προκαλώντας έντονη δημόσια κριτική. Στις 15 Οκτωβρίου, το γενικό επιτελείο Μέσης Ανατολής και Κεντρικής Ασίας ανακοίνωσε το όνομα Operation Inherent Resolve, εξηγώντας ότι αυτό αντανακλά την «ακλόνητη αποφασιστικότητα και ισχυρή δέσμευση ΗΠΑ και εταίρων στην περιοχή και σε όλο τον κόσμο, για την εξάλειψη της τρομοκρατικής ομάδας του ISIL και την απειλή που συνιστούν για το Ιράκ, την περιοχή και την ευρύτερη διεθνή κοινότητα», τονίζοντας ότι συμβολίζει «την προθυμία και την αφοσίωση της συμμαχίας να συνεργαστεί στενά με τους φίλους μας στην περιοχή και να εφαρμόσει όλες τις διαθέσιμες διαστάσεις εθνικής κυριαρχίας –διπλωματικές, πληροφοριακές, στρατιωτικές και οικονομικές- που απαιτούνται για την υποταγή και τελική καταστροφή του ISIL» - REUTERS/USAF/Tech. Sgt. Taylor Worley/Handout via Reuters

Μπορεί στην πορεία των πραγμάτων η ιρανορωσική συνεννόηση να αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική από την αμερικανοτουρκική, δεν ήταν όμως αυτή η εντύπωση που είχε μείνει από τις επαφές Αμερικανών και Τούρκων το προηγούμενο διάστημα.

Στις 2 Αυγούστου 2015, η Άγκυρα υποδεχόταν τον Μπρετ Μαγκούρκ για να οριστικοποιηθούν οι τεχνικές λεπτομέρειες της χρήσης των αεροπορικών της βάσεων κατά του ISIS στη Συρία.

Σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου από την Hurriyet, ο αξιωματούχος του State Department δήλωνε ότι «δεν μπορούμε να πετύχουμε κατά του ISIL χωρίς την Τουρκία», σημειώνοντας ότι οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί που είχαν ξεκινήσει την προηγούμενη ημέρα συνιστούν πραγματική «αλλαγή του παιχνιδιού», καθώς η διάρκεια μιας πτήσης από το Ινσιρλίκ στη Συρία είναι 15 λεπτά, πολύ συντομότερη από τις τρεις ώρες που χρειάζεται ένα μαχητικό να απογειωθεί από το Μπαχρέιν και να βομβαρδίσει στόχους στη Συρία. «Η κυβέρνηση της Άγκυρας κατέστησε σαφές ότι δεσμεύεται πλήρως στον αγώνα κατά του ISIL», τόνισε, αναδεικνύοντας το μείζον ζήτημα που απασχολεί διαχρονικά τον Λευκό Οίκο.

Αποκωδικοποιώντας τα όσα είπε ο Μαγκούρκ, η δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη σταχυολόγησε τα σημαντικότερα σημεία αυτής. Πρώτα και κύρια, αυτό που έπρεπε να κρατήσει το αναγνωστικό κοινό της Τουρκίας ήταν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Άγκυρα για το άνοιγμα του Ινσιρλίκ διήρκησαν εννέα μήνες και οριστικοποιήθηκαν στις 7-8 Ιουλίου. Και όπως το έθετε ο Μαγκούρκ, «πολλά συνέβησαν μεταξύ 8 και 22 Ιουλίου».

Πράγματι, στις 22 Ιουλίου, δύο μέρες μετά το χτύπημα του ISIS στο Σουρούτς, οι πρόεδροι των δύο χωρών είχαν τηλεφωνική επικοινωνία, όπου ο Ερντογάν διαβεβαίωσε τον Ομπάμα πως στηρίζει την εκστρατεία των ΗΠΑ, ανοίγοντας τον δρόμο για τη «Συμφωνία του Ινσιρλίκ».

Η Hurriyet εκτιμούσε ότι οι εξελίξεις αυτές ισχυροποιούσαν τη διεθνή θέση της Τουρκίας, καθώς πλην των ΗΠΑ κανένας άλλος από τους συμμάχους των Αμερικανών δεν έβαλλε αεροπορικώς κατά των τζιχαντιστών στη Συρία (σ.σ. οι Βρετανοί βομβαρδίζουν στο Ιράκ). Αυτό, βεβαίως, ήταν κάτι που θα άλλαζε με την είσοδο της Γαλλίας στη συριακή διαμάχη, ύστερα από το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι, καταρρίπτοντας έτσι πρόωρα άλλη μια τουρκική θέση.

Επιπλέον, το μεγάλο αγκάθι ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις παρέμενε. ΗΠΑ και Τουρκία είχαν διαφορετική προσέγγιση στο κουρδικό. Οι ΗΠΑ θα συνέχιζαν, κατά δήλωση του Μαγκούρκ, να στηρίζουν τους Κούρδους της Συρίας, διαχωρίζοντας το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) από το PKK. Ο Αμερικανός αξιωματούχος ήταν κατηγορηματικός: «προφανώς τους βοηθούμε από αέρος να αποδυναμώσουν το Daesh στις περιοχές αυτές». Ο Μαγκούρκ σημείωνε ότι ο στρατηγικός στόχος των ΗΠΑ είναι «η φθορά και, τελικώς, η νίκη κατά του Daesh, εξηγούσε ότι η συνεργασία με τους Κούρδους της Συρίας είναι «εξαιρετικά επιτυχής» και τόνιζε ότι η «απομόνωση της Ράκα (Raqqa) είναι το κλειδί για την επιτυχία της εκστρατείας μας».

Ως προς το τουρκικό αίτημα για ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στη βόρεια Συρία, ο Μαγκούρκ απάντησε ότι οι ΗΠΑ δεν στηρίζουν κάτι τέτοιο «για διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης», αντιτείνοντας ότι προέχει να εκκαθαριστεί από τους τζιχαντιστές η ζώνη ανάμεσα στο Αζάζ (σ.σ. βορειοδυτικά της Μαρέα και απέναντι απ’ το Κιλίς) έως τη Γιαραμπλούς, ώστε σε μεταγενέστερο χρόνο να επιστρέψουν εκεί οι πρόσφυγες.

Η ανάλυση της Hurriyet κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ προσπάθησαν να καλύψουν τη μισή απόσταση που τις χώριζε από την Τουρκία, και εστίαζε στη συμφωνία των δύο πλευρών για ενίσχυση των «μετριοπαθών ανταρτών». Η τουρκική εφημερίδα υπενθύμιζε ότι στους μετριοπαθείς συμπεριλαμβάνονται ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός και «οι ταξιαρχίες των Τουρκομάνων», που σήμερα έκαναν την εμφάνισή τους στο διεθνές προσκήνιο με την κατάρριψη στις περιοχές τους του ρωσικού μαχητικού.

Το κοινό μυστικό μεταξύ φίλων

Οι διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία διήρκησαν εννιά μήνες έως τον Ιούλιο του 2015, δηλαδή ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2014. Ανατρέχοντας στα δημοσιεύματα της εποχής, διαπιστώνει κανείς ότι ήταν η περίοδος που άρχισαν να πυκνώνουν οι αναφορές στον διεθνή Τύπο για τις σχέσεις της Άγκυρας με το Ισλαμικό Κράτος.

Άρθρο του Μάικλ Στίβενς (Michael Stephens) στο BBC με ημερομηνία 1 Σεπτέμβριου 2014 έθετε το ερώτημα, «ποιος στηρίζει το Ισλαμικό Κράτος»; Ο Στίβενς, επικεφαλής στο Κατάρ του παλαιού βρετανικού think tank Royal United Services Institute for Defense and Security Studies, υποστήριζε ότι, αν και είναι γνωστό πως η Τουρκία έχει αμφισβητούμενο ρόλο στη φύλαξη των συνόρων της -απ’ όπου περνούν όπλα και χρήματα στη Συρία με τη στήριξη Κατάρ και Σαουδικής Αραβίας-, το ζήτημα της χρηματοδότησης του ISIS κατάτι πιο περίπλοκο. Ο γνωστός αναλυτής υποστήριζε ότι το Ισλαμικό Κράτος είναι ουσιαστικά μια «πολεμική οικονομία» που επιβιώνει, γιατί είναι ενσωματωμένη στις ισορροπίες της περιοχής, από τη στιγμή που οικονομικές του δραστηριότητες δεν ευνοούν μόνο αυτό, αλλά και τους αντιπάλους του.

Στις 2 Οκτωβρίου 2014, σε συνέντευξή του στο Radio Bremen o Γερμανός καθηγητής και πρόεδρος του Γερμανοαραβικού Συνδέσμου Μίκαελ Λιούντερς (Michael Lüders) υποστήριζε ότι η διεθνής κατακραυγή από τη δράση του ΙSIS δεν πρόκειται να αλλάξει τη στάση της Άγκυρας, καθώς «υπάρχει μεγάλη οργανωτική και υλικοτεχνική συνεργασία ανάμεσα στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και το Ισλαμικό Κράτος». Όπως σημείωσε, «είναι γνωστό ότι μαχητές του ISIS λαμβάνουν ιατρική περίθαλψη σε τουρκικά νοσοκομεία και ότι υπάρχουν κέντρα στρατολόγησης στη χώρα». Ο Λιούντερς αναφέρθηκε και στην πρόσφατη τότε απελευθέρωση 49 Τούρκων ομήρων στη Μοσούλη, υποστηρίζοντας ότι ως αντάλλαγμα η Άγκυρα απέλασε στη Συρία πάνω από 150 τζιχαντιστές –αναμεσά τους και μαχητές με ευρωπαϊκή προέλευση. Ο Γερμανός αναλυτής χαρακτήρισε «επικίνδυνο» τον στρατηγικό στόχο της Τουρκίας να καθυποτάξει τα απελευθερωτικά κινήματα των Κούρδων στη Συρία και προέβλεψε ότι «έχουν ανοίξει οι πόρτες για τη διεθνοποίηση αυτής της κρίσης».

Στις 22 Οκτωβρίου 2014, ρεπορτάζ του Newsweek από το Κομπάνι περιέγραφε αρνητικά το ρόλο της τουρκικής κυβέρνησης στην δραματική πολιορκία της πόλης από τους τζιχαντιστές, αναφέροντας ότι οι αρχές εμπόδιζαν την είσοδο τραυματισμένων Κούρδων μαχητών που αναζητούσαν περίθαλψη στο παρακείμενο Σουρούτς, εμπόδιζαν τη διέλευση Κούρδων Πεσμεργκά που κατέφταναν από το Ιράκ για να βοηθήσουν τους Κούρδους του Κομπάνι, αλλά άφηναν ελεύθερο έδαφος στους τζιχαντιστές που έφτασαν ένα βήμα από το να απαγάγουν ανώτερο στρατιωτικό διοικητή της μετριοπαθούς συριακής αντιπολίτευσης, ο οποίος νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Σουρούτς. Επίσης, γινόταν αναφορά στη φράση του Ερντογάν «το Κομπάνι θα πέσει σύντομα», την οποία απηύθυνε σε τηλεοπτικό του μήνυμα στο Γκαζιαντέπ, μεταφρασμένο και στα αραβικά. Τότε, ο νεοεκλεγείς Τούρκος πρόεδρος ήθελε να στείλει το μήνυμα ότι οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί από αέρος δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, αντιπροτείνοντας χερσαία επέμβαση και ζώνη ασφαλείας εντός Συρίας.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2014, το κύριο άρθρο της Wall Street Journal (WSJ) ζητούσε από την αμερικανική κυβέρνηση να ψάξει άλλο σύμμαχο στη Μέση Ανατολή, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι το «αναπόφευκτο συμπέρασμα» από τη στάση της Άγκυρας στη Συρία. Μετά από εξήντα χρόνια παρουσίας στο Ινσιρλίκ, ίσως ήταν καιρός η Ουάσιγκτον να έφτιαχνε μια νέα βάση στις κουρδικές περιοχές του βορείου Ιράκ, έγραφε. Για τη συντηρητική εφημερίδα, η «πραγματικότητα» συνίστατο στο ότι η Άγκυρα είχε πάψει εδώ και καιρό να φέρεται ως σύμμαχος των ΗΠΑ ή φίλος της Δύσης. Προς απόδειξην του ισχυρισμού της, η WSJ επικαλούνταν προγενέστερες δηλώσεις του Φράνσις Ριτσιαρντόνε (Francis Ricciardone), πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Άγκυρα (2011-2014) και πολύπειρου διπλωμάτη σε ζητήματα Μέσης Ανατολής, ο οποίος αποκάλυπτε ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε «ειλικρινώς συνεργαστεί» με το μέτωπο Αλ Νούσρα, παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία.

Ρεπορτάζ των New York Times στις 13 Σεπτεμβρίου 2014 ανέφερε ότι οι ΗΠΑ ζητούν βοήθεια από την Τουρκία, ώστε να στερηθεί ο ISIS τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου. Το δημοσίευμα ανέφερε ότι, δημοσίως, η αμερικανική κυβέρνηση δεν έδειχνε διάθεση να ασκήσει κριτική στην Τουρκία για την επανειλημμένη αποτυχία της να καταπολεμήσει το λαθρεμπόριο πετρελαίου στα σύνορά της. Αλλά, στο παρασκήνιο οι συνομιλίες ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν πολύ έντονες. Παρόλα αυτά, επίσημες πηγές της Ουάσιγκτον εξέφραζαν την πεποίθηση ότι η Τουρκία θα μπορούσε να ανακόψει τις ροές αυτές, «αν το προσπαθούσε».

Αναλυτές μετέφεραν στην αμερικανική εφημερίδα την εκτίμησή τους ότι η Τουρκία γίνεται μέρος της παραοικονομίας που χρηματοδοτεί το ISIS και ότι οι Τούρκοι «κάνουν τα στραβά μάτια», επωφελούμενοι από τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου στη μαύρη αγορά, ανάμεσά τους και «κυβερνητικοί αξιωματούχοι». Δυτικός διπλωμάτης ανέφερε δε ότι κάποια από τα δίκτυα διακίνησης, που υπάρχουν ήδη από την εποχή του Σαντάμ Χουσεΐν, «ωφελούν μια ισχυρή τουρκική ελίτ».

Αναγνωρίζοντας ότι είναι πολύ δύσκολο να παρθούν μέτρα παρόμοια με τις κυρώσεις στο Ιράν, οι αναλυτές τόνιζαν ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος της Ουάσιγκτον είναι να πείσει την Άγκυρα να συνεργαστεί και, παράλληλα, να παύσει η λειτουργία των διυλιστηρίων που επεξεργάζονται το πετρέλαιο του Ισλαμικού Κράτους. Όπως τόνιζαν, αυτές οι ενέργειες είναι αρκετά δύσκολο να ολοκληρωθούν, καθώς «η συγκέντρωση των πληροφοριών γίνεται αργά». Έπρεπε να περάσει άλλο ένα εξάμηνο και να επέμβει η ομάδα Delta για να βρεθούν αυτές οι πληροφορίες στην πηγή του προβλήματος: τις πετρελαιοπηγές του Ευφράτη.

Στιγμιότυπο από βίντεο που δημοσιοποίησε το ρωσικό υπουργείο Άμυνας στις 23 Νοεμβρίου 2015 και όπου απεικονίζονται αεροπορικά χτυπήματα σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις που ελέγχονται από το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία. Έχοντας επικρατήσει στο ανατολικό τμήμα της Συρίας, το Ισλαμικό Κράτος ελέγχει σχεδόν όλες τις πετρελαιοπηγές της χώρας, από τις οποίες αντλεί 30.000 βαρέλια αργού ημερησίως, που του αποφέρουν σύμφωνα με τις επικρατέστερες εκτιμήσεις περί τα 50 εκατ. δολάρια κάθε μήνα. Ελέγχοντας το 40% των συροτουρκικών συνόρων μήκους 909 χλμ., οι τζιχαντιστές είναι σε θέση να ελέγχουν το λαθρεμπόριο πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Τουρκία, όπου πλέον θεωρείται αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι βρίσκουν αγοραστές σε υψηλό επίπεδο – Πηγή: REUTERS/Ministry of Defence of the Russian Federation/Handout via Reuters

Η αρχή του κακού

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2014, η γαλλική κυβέρνηση διοργάνωσε στο Παρίσι συνάντηση υπουργών από σαράντα περίπου δυτικές και αραβικές χώρες, όπου αποφασίστηκε η σύσταση συμμαχίας κατά του Ισλαμικού Κράτους. Η Άγκυρα αρνήθηκε, προφασιζόμενη την ομηρία των Τούρκων πολιτών στη Ράκα, και δήλωσε ότι θα επιτρέψει μόνο ανθρωπιστικές και υλικοτεχνικές επιχειρήσεις από τις νατοϊκές της βάσεις.

Στις 19 Σεπτεμβρίου, η Γαλλία ξεκινούσε για πρώτη φορά αεροπορικές επιδρομές κατά θέσεων του ISIS στο Ιράκ.

Στις 20 Σεπτεμβρίου, απελευθερώθηκαν οι 46 Τούρκοι και τρεις Ιρακινοί που κρατούσε ομήρους το Ισλαμικό Κράτος από την κατάληψη της Μοσούλης τον προηγούμενο Ιούνιο. Τους ομήρους, αστυνομικούς, διπλωματικούς υπαλλήλους και τα παιδιά τους, τους είχε υποδεχτεί ο ίδιος ο Νταβούτογλου στη Σανλιούρφα στη νότια Τουρκία, το πλησιέστερο διοικητικό κέντρο σε ακτίνα δράσης από το Κομπάνι και πόλη με ιδιαίτερη συμβολική αξία στο νεοοθωμανικό πάνθεο του ερντογανικού καθεστώτος.

Την πορεία σύγκρουσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία, «έναν απαραίτητο σύμμαχο», περιέγραφε άρθρο του Business Insider στις 25 Νοεμβρίου 2014. Το αμερικανικό περιοδικό επικαλούνταν πρόσφατη τότε έκθεση του νεοσυντηρητικού think tank Foundation for Defense of Democracies, το οποίο αναφερόταν στην παραοικονομία που ανθεί στα τουρκοσυριακά σύνορα, αλλά και στις «απευθείας συνομιλίες Άγκυρας Ισλαμικού Κράτους για την απελευθέρωση των 49 με αντάλλαγμα την απελευθέρωση 180 μαχητών του ISIS».

Στην Ουάσιγκτον δεν είχαν ξεχάσει το πάθημα του 2003, όταν τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς τουρκικό κοινοβούλιο απαγόρευσε στις χερσαίες δυνάμεις της «Συμμαχίας των προθύμων» να χρησιμοποιήσουν το Ινσιρλίκ για να εισβάλλουν στο Ιράκ. Τότε, ο πρώιμος Ερντογάν απέδειξε ότι ξέρει να ελισσεται εντός και εκτός συνόρων, ακολουθώντας πιστά την εθνική γραμμή, όπως αυτή που περνούσε πάνω από το κουρδικό έθνος. Τελικά, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας έδωσε το πράσινο φως για τη χρήση του εναέριου χώρου της Άγκυρας από πολεμικά αεροσκάφη των δυτικών, αποφασίζοντας ταυτόχρονα να στείλει τουρκικά στρατεύματα στο βόρειο Ιράκ, καθώς η Άγκυρα φοβόταν ότι η κατάρρευση του Σαντάμ θα άνοιγε το δρόμο για τη δημιουργία κουρδικής οντότητας στα σύνορά της.

Η πορεία κλιμάκωσης φάνηκε να επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον στα μάτια της συντηρητικής Αμερικής, όταν η Wall Street Journal έπιασε το θέμα τον Φεβρουάριο του 2015, παραθέτοντας δηλώσεις δυτικού διπλωμάτη, που υποστήριζε ότι «η Τουρκία είναι τώρα παγιδευμένη – δημιούργησε ένα τέρας και δεν ξέρει πώς να το μεταχειριστεί»

Οι πιο εμβληματικές, όμως, δηλώσεις για το θέμα είχαν γίνει από τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν (Joe Biden), που μιλώντας σε φοιτητές στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ στις 2 Οκτωβρίου προκάλεσε σχεδόν διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Άγκυρα.

«Οι σύμμαχοί μας στην περιοχή είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα στη Συρία», είπε, εξηγώντας ότι οι Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ήταν «τόσο αποφασισμένοι να ρίξουν τον Άσαντ», που κατά κάποιο τρόπο ξεκίνησαν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων Σουνιτών-Σιιτών», διοχετεύοντας «εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια και δεκάδες χιλιάδες τόνους όπλα» προς οποιονδήποτε πολεμούσε κατά του Άσαντ. «Και δεν μπορέσαμε να τους πείσουμε να σταματήσουν». Αναφέρθηκε μάλιστα και στον Ταγίπ Ερντογάν: «Ο Ερντογάν μου είπε, είναι παλιός μου φίλος, ότι είχες δίκιο, αφήσαμε πολλούς ανθρώπους να περάσουν, τώρα προσπαθούμε να σφραγίσουμε τα σύνορα».

«Εάν ο Μπάιντεν τα είπε αυτά, τότε είναι ξεγραμμένος για ‘μένα. Ποτέ δεν είπα τέτοια πράγματα», απάντησε ο Τούρκος πρόεδρος μετά από πρωινή προσευχή σε τζαμί στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Οκτωβρίου. Λίγα εικοσιτετράωρα μετά, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ θα ζητούσε συγγνώμη από τον πρόεδρο της Τουρκίας.

Το 2014 έκλεινε, κάπως, άδοξα για την Τουρκία, που κινδύνευε να απομονωθεί στο μέτωπο της Συρίας, όπως την ίδια εποχή είχε απομονωθεί διεθνώς η Ρωσία για τις δικές της υποθέσεις στην Ουκρανία. Η Τουρκία βρισκόταν αντιμέτωπη με τις ασφυκτικές πιέσεις των δυτικών, όπως η Ρωσία. Η Τουρκία ήξερε να κερδίζει χρόνο και να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες εχθρών και φίλων, μένοντας προσηλωμένη στους στρατηγικούς της στόχους, όπως η Ρωσία.

Έναν χρόνο μετά, η Άγκυρα νιώθει έτοιμη να επανέλθει δυναμικά και να φέρει τον πόλεμο στα μέτρα της. Όπως η Ρωσία. Και αυτό είναι το μεγάλο της πρόβλημα.

Ο Αχμέτ Νταβούτογλου μιλά σε βουλευτές του κόμματός του κατά τη διάρκεια συνεδρίασης στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας, στις 25 Νοεμβρίου 2015. O Τούρκος πρωθυπουργός έστειλε αυστηρό μήνυμα στη Ρωσία να μην πραγματοποιεί επιθέσεις προς τους Τουρκομάνους της Συρίας με το πρόσχημα του πολέμου κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ταυτόχρονα, είπε ότι η Άγκυρα κρατά ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας με τη Μόσχα. Την ίδια ημέρα στο τουρκικό κοινοβούλιο, παρουσιάζοντας οι προγραμματικές δηλώσεις τις νέας κυβέρνησης με τον Νταβούτογλου να θέτει στόχους την υποχώρηση του πληθωρισμού μονίμως σε μονοψήφια ποσοστά, την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και την ανάδειξη της τουρκικής μεταποίησης σε κινητήριο δύναμη της ανάπτυξης. Υποστήριξε, επίσης, ότι το σύστημα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ευνοεί την αστάθεια και ως εκ τούτου το προεδρικό σύστημα είναι αυτό που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες της Τουρκίας. Τέλος, ανέφερε πως στο νέο Σύνταγμα δεν θα περιλαμβάνεται η εθνικότητα και το θρήσκευμα στον ορισμό της υπηκοότητας. Η πολιτική ζωή συνεχίζεται - Πηγή: REUTERS/Umit Bektas