ΕΚΤ: Χωρίς ισχυρούς θεσμούς η Ελλάδα δεν θα συγκλίνει με την ευρωζώνη
Η θεσμική ανεπάρκεια είναι η «κατάρα» που κατατρέχει την Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια και ο βασικός λόγος που η χώρα δεν μπορεί να συγκλίνει με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Αυτό είναι σε ελεύθερη απόδοση το συμπέρασμα έκθεσης που δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τίτλο «Πραγματική σύγκλιση στη ζώνη του ευρώ: Μια μακροπρόθεσμη προοπτική».
Σε «στενή απόδοση» οι τέσσερις συντάκτες της έκθεσης, διαπιστώνουν ότι η Ελλάδα όπως και κάποιες άλλες χώρες του ευρώ άρχισαν να αντιμετωπίζουν μια «παγίδα μη σύγκλισης» πολύ πριν από τα χρόνια υπαγωγής στην ευρωζώνη. «Η εμπειρία της Ελλάδας δείχνει ότι η μακροοικονομική σταθεροποίηση μπορεί να μην επαρκεί για την επίτευξη πραγματικής σύγκλισης σε βιώσιμη βάση, εκτός εάν υποστηρίζεται από ένα επαρκές επίπεδο θεσμικής ποιότητας», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Στην έκθεση σημειώνεται πως η Ελλάδα από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα γνώρισε δύο περιόδους έντονης πραγματικής σύγκλισης με την Ευρώπη, οι οποίες όμως συνοδεύθηκαν ακολούθως από σοβαρές ανατροπές. Οι περίοδοι στις οποίες κατεγράφη μεγάλη υστέρηση στην αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ σε σχέση με το ΑΕΠ της πάλαι ποτέ Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 ήταν τη δεκαετία του 1980, τη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα την περίοδο μετά το 2008, διαστήματα που σηματοδοτήθηκαν επίσης από μειωμένα ποσοστά απασχόλησης.
Όπως τονίζεται στην έκθεση η Ελλάδα ήταν μια επιτυχημένη οικονομία στη δεκαετία του 1960, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να είναι κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ στις αρχές της δεκαετίας του '70. Η διαδικασία αυτή σταμάτησε για το υπόλοιπο της δεκαετίας του '70 και στη συνέχεια αντιστράφηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90 για διάφορους λόγους.
«Η ελληνική κρίση που ξεκίνησε το 2010 έφερε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο επίπεδο που ήταν πριν από δύο δεκαετίες, δείχνοντας έτσι το βαθμό στον οποίο οι οικονομικές αδυναμίες της χώρας είναι μακροχρόνιες και βαθιά ριζωμένες», σημειώνεται σχετικά στην έκθεση.
Για την περίοδο 1984-1990 τονίζεται πως η απόκλιση της χώρας από την ΕΕ των 15 οφείλεται στις μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, στη χαμηλή ελκυστικότητα άμεσων ξένων επενδύσεων, στην ανεπαρκή χρήση των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ, αλλά και στην έντονη επιδείνωση της ποιότητας των θεσμών, η οποία συνέβαλε αρνητικά στις δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές.
«Η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία είναι χώρες που παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλότερο δείκτη θεσμικής ποιότητας (institutional quality), γεγονός που συνδέεται σαφώς με την χειρότερη ανθεκτικότητα των οικονομικών τους δομών και, ως εκ τούτου, με την αδύναμη σύγκλιση τους», τονίζεται μεταξύ άλλων στην έκθεση
Η έκθεση αναφέρει πως το έλλειμμα θεσμών επέτρεψε την άκρατη επέκταση του δημόσιου τομέα τη δεκαετία του 1980, την θέσπιση ενός εξαιρετικά περιοριστικού και άκαμπτου καθεστώτος αγοράς εργασίας που παρείχε εκτεταμένη προστασία έναντι των απολύσεων, στην αύξηση των μισθών στο Δημόσιο σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα και ακολούθως στην αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, με αρνητικές συνέπειες για τη διεθνή ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.
Αυτό το χαρακτηριστικό, αθροιζόμενο με την αδυναμία προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, λόγω της εξαιρετικής δυσκαμψίας των ελληνικών αγορών προϊόντων και εργασίας, καθώς και των αδυναμιών στις υποδομές, απότοκο της μη επαρκούς αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων -σημαντικό μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για την επιχορήγηση ανεπαρκών δημόσιων επιχειρήσεων - δεν βοήθησαν στο να συγκλίνει η χώρα με την ΕΕ.
Οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν πως η στήριξη της εγχώριας ζήτησης μέσω της πιστωτικής ώθησης, η οποία συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, οδήγησε σε υπερεκτίμηση του αναπτυξιακού δυναμικού της Ελλάδας, κάτι που φάνηκε τα χρόνια της κρίσης. Τα χρόνια αυτά η προσέλκυση κεφαλαίων σταμάτησε κάτι που η έκθεση αποδίδει στην έντονη υποβάθμιση των συνθηκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, στη μείωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών λόγω ανησυχιών για τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, αλλά και στην αυξημένη πολιτική αβεβαιότητα.
«Οι χαμηλότερες προοπτικές αύξησης της εγχώριας ζήτησης κατά τη διάρκεια της κρίσης είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις επενδύσεις κατά την περίοδο της οδυνηρής οικονομικής προσαρμογής. Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι μια αρκετά κλειστή οικονομία, με έναν εξαγωγικό τομέα περιορισμένου μεγέθους, η εξωτερική ζήτηση αντισταθμίζει την πτώση της εγχώριας ζήτησης πολύ λιγότερο από ό, τι έκανε σε χώρες όπως η Ιρλανδία ή οι χώρες της Βαλτικής», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση της ΕΚΤ.