ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Moody’s: Συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για να μην γίνει Σίσυφος η Ελλάδα

Moody’s: Συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για να μην γίνει Σίσυφος η Ελλάδα
EPA / KARL-JOSEF HILDENBRAND

Θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία βλέπει η Moody’s Analytics σε ανάλυσή της και προειδοποιεί πως οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν τις δεσμεύσεις τους έναντι των πιστωτών, εφαρμόζοντας τα συμφωνηθέντα, έτσι ώστε η χώρα να μην χάσει την αξιοπιστία που δημιούργησε το πρόγραμμα διάσωσης.

Αναλυτικά η έκθεση της Moody’s Analytics αναφέρει τα εξής:

Η ελληνική κρίση χρέους είναι αρχαία ιστορία. Μετά από πέντε διαδοχικά τρίμηνα ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ, η Ελλάδα έχει εμφανίσει το καλύτερο σερί οικονομικής ανάπτυξής της από το 2005-2006. Αν και η ανάπτυξη ήταν σταθερή, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τις πηγές της ανάπτυξης: Οι εξαγωγές συνήθως ήταν θετικές, όμως όχι και η κατανάλωση και οι επενδύσεις.

Η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Η κατανάλωση θα συμβάλει περισσότερο στο ΑΕΠ, καθώς θα βελτιώνεται η αγορά εργασίας, οδηγώντας σε μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών και ενισχύοντας τα εισοδήματα και τις δαπάνες, που στο τέλος θα επιδράσουν και στην αγορά στέγασης. Ο πληθωρισμός, ο οποίος έχει παραμείνει μέτριος από την αρχή του 2017, σταδιακά θα κλείσει το κενό της μίας ποσοστιαίας μονάδας σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Η ισχυρότερη παγκόσμια ανάπτυξη βοηθά τη χώρα, σε όρους τόσο βελτιωμένων εξαγωγών όσο και μεγαλύτερης εισροής τουριστών.

Η νεκροψία (Post mortem)

Τα οκτώ χρόνια βαριάς λιτότητας και αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας είχαν καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25% από τα επίπεδα του 2008, η ανεργία εκτινάχθηκε ξεπερνώντας το 25% και τα εισοδήματα μειώθηκαν κατά σχεδόν ένα τρίτο. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία παραμένει πολύ πιο πίσω από αυτές των ευρωπαϊκών χωρών.

Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανάπτυξη είναι η μετανάστευση του ελληνικού πληθυσμού. Οι ισχνές οικονομικές συνθήκες σε συνδυασμό με τα ασφυκτικά μέτρα λιτότητας και τις αυξήσεις στους φόρους, οδήγησαν σε ευρείας κλίμακας κλείσιμο επιχειρήσεων. Οι Έλληνες έφυγαν μαζικά από τη χώρα για να βρουν δουλειά αλλού, κάτι που οδήγησε σε μια μείωση του πληθυσμού κατά 4% από το 2010. Το brain drain άλλαξε παράλληλα τη σύνθεση της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς η χώρα δεν μπορούσε να στηρίξει βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας χωρίς εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης.

Περισσότερες δουλειές, περισσότερες δαπάνες

Η βελτίωση της οικονομίας έχει βοηθήσει στη σταθερή ανάκαμψη της αγοράς εργασίας. Με οδηγό τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, η συνολική απασχόληση αυξάνεται σταθερά από το 2014. Η αγορά εργασίας έχει ακόμα δρόμο μπροστά της για να επιστρέψει στα προ της μεγάλης ύφεσης επίπεδα. Η απασχόληση βρίσκεται 20% χαμηλότερα από το υψηλό του 2008, ενώ η ανεργία, που το πρώτο τρίμηνο του 2018 ήταν στο 20,3%, είναι περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τα προ ύφεσης χαμηλά. Το χειρότερο είναι πως το ένα τρίτο των οικογενειών έχουν τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος και από αυτούς που έχουν δουλειά, αυτή πιθανόν πληρώνεται με τον κατώτατο μισθό. Συνδυαστικά, η εργασιακή φτώχεια βρίσκεται σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη.

Ο τουρισμός υπήρξε κρίσιμης σημασίας για την ελληνική αγορά εργασίας, διότι οι δαπάνες των ξένων ενθάρρυναν τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων για την εξυπηρέτηση των τουριστών. Άλλες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν καθώς ο τομέας της μεταποίησης μετέφερε τις πωλήσεις εκτός ελληνικής αγοράς, δίνοντας ώθηση στις εξαγωγές, που τώρα απαρτίζουν το ένα τρίτο της οικονομικής δραστηριότητας, έναντι του ενός τετάρτου πριν την κρίση.

Η αύξηση των θέσεων εργασίας με τη σειρά της αυξάνει τα εισοδήματα. Οι συνολικές αμοιβές των εργαζομένων έχουν αυξηθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οδηγώντας σε αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων. Ως αποτέλεσμα, το καταναλωτικό κλίμα ξεπέρασε στο τέλος του 2017 το υψηλό του προηγούμενου κύκλου και θα αυξηθεί περαιτέρω καθώς θα αυξάνονται οι μισθοί. Οι καταναλωτές διαθέτουν πλέον ικανοτητα για να δαπανήσουν: ο ρυθμός των πραγματικών λιανικών πωλήσεων αυξάνεται για πρώτη φορά από την οικονομική κρίση και αναμένεται πως θα τηρήσει την πορεία του μέχρι το τέλος της δεκαετίας.

Πάρε με στο σπίτι (Take me home)

Η βελτίωση στην αγορά εργασίας και η βελτίωση στα εισοδήματα, σταδιακά θα δώσει νέα πνοή στη στεγαστική ζήτηση και με τη σειρά της θα δώσει ώθηση στην αγορά ακινήτων. Η μείωση του πληθυσμού, οι περιοριστικές πιστωτικές συνθήκες, και η υψηλή φορολογία ακινήτων λειτούργησαν πολύ επιβαρυντικά τα τελευταία οκτώ χρόνια. Οι νέες κατασκευές κατοικιών συνεχίζουν να απογοητεύουν καθώς έχουν σημειώσει βραδεία άνοδο τα τελευταία τρία χρόνια, από τα χαμηλά του 2012. Οι τιμές των κατοικιών τώρα μόλις αρχίζουν να αυξάνονται σε αξία, όμως παραμένουν σχεδόν στο ήμισυ του επιπέδου που βρίσκονταν το 2008.

Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός πως τα ενοίκια και οι τιμές των κατοικιών μειώνονται με ρυθμό χαμηλότερο από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα οι μειώσεις στις πραγματικές τιμές των ακινήτων να είναι χειρότερες απ’ ότι φαίνεται, βλάπτοντας την πρόσβαση των νοικοκυριών στην πίστωση. Η χαμηλή ζήτηση για κατοικίες και ο μεγάλος αριθμός διαθέσιμων κατοικιών έχουν ομοίως περιορίσει τις θέσεις εργασίας στις κατασκευές, που έχουν μειωθεί κατά περίπου 50% σε σχέση με το αποκορύφωμα του 2007, ενώ η αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα έχει επιβραδυνθεί σημαντικά τελευταία.

Η ανάκαμψη στην στεγαστική αγορά θα εμφανίσει γεωγραφικές διαφορές: θα είναι ισχυρότερη σε περιοχές γύρω από την Αθήνα ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα θα δυσκολευτεί να καλύψει το χαμένο έδαφος. Η Αττική είναι επίσης το επίκεντρο της ζήτησης κατοικιών, με την περιοχή να αντιστοιχεί σε περίπου το ένα πέμπτο των αδειών κατασκευής της χώρας από την αρχή του έτους.

Ανοικτή για δουλειές

Οκτώ χρόνια μετά την κρίση έγινε αρκετή πρόοδος ώστε να χαλαρώσουν οι πιστωτές τους περιορισμούς και πρακτικά να επιτρέψουν στους Έλληνες να μπουν ξανά στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Η ολοκλήρωση της ελληνικής διάσωσης στα τέλη Αυγούστου σηματοδοτεί το τέλος στη μακροχρόνια κρίση χρέους της ευρωζώνης, που έθεσε υπό αμφισβήτηση την επιβίωση του κοινού νομίσματος της Ευρώπης κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας.

Με την ολοκλήρωση του προγράμματος η χώρα θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές και από τα υφιστάμενα τα αποθέματά της. Αυτό θα εξαλείψει επίσης το ενδεχόμενο η Ελλάδα να υποστεί πρόσθετα δημοσιονομικά και οικονομικά μέτρα σαν αυτά που ζητούσαν οι διεθνείς πιστωτές της, ως προϋπόθεση για τη διάσωση της χώρας.

Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε με την μετατροπή του ελλείμματος ύψους 15,1% το 2008 σε πλεόνασμα 0,3% πέρυσι, με την αναμόρφωση του ασφαλιστικού, την βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τη δημιουργία ανεξάρτητης φορολογικής διοίκησης. Ωστόσο, όλα αυτά ήρθαν με ένα κόστος. Οι συντάξεις σημείωσαν μείωση 40% και η επιθετική φορολογία οδήγησε σε αύξηση της εισοδηματικής φτώχειας (όταν ένα άτομο έχει λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος μετά από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις).

Επιπλέον, η Ελλάδα δεν έχει ακόμη βγει έξω από το δάσος. Παρόλο που υπάρχει περισσότερος χώρος αναπνοής για το οφειλόμενο χρέος τα επόμενα δέκα χρόνια, η Ελλάδα θα συνεχίσει τις αποπληρωμές χρέους μέχρι το 2060.

Η αποφυγή του Σίσυφου

Οι κίνδυνοι αφθονούν για τους Έλληνες να χάσουν την πρόοδο που έχουν κάνει, όπως ο μυθικός Σίσυφος - ο οποίος αναγκαζόταν να σπρώξει ένα βράχο πάνω σε ένα βουνό κάθε μέρα μόνο για να το δει να επιστρέφει πίσω τη νύχτα-. Αν και υπάρχουν πολλές εξωτερικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να διαταράξουν την οικονομική ανάκαμψη (όπως η αύξηση των προστατευτικών πολιτικών και οι συνεχιζόμενοι εμπορικοί πόλεμοι), η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο κύριους εγχώριους κινδύνους που απειλούν τη βιώσιμη επιστροφή στις διεθνείς αγορές. Πρώτον, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν τις δεσμεύσεις τους έναντι των πιστωτών, εφαρμόζοντας τα συμφωνηθέντα, έτσι ώστε η χώρα να μην χάσει την αξιοπιστία που δημιούργησε το πρόγραμμα διάσωσης. Δεύτερον, η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολιτικούς κινδύνους. Ειδικότερα, η κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει πρόωρες εκλογές στις αρχές του 2019 που θα προσθέσουν στην αβεβαιότητα για το εάν η χώρα θα ενεργοποιήσει τις απαραίτητες πολιτικές για να εξασφαλίσει ότι το χρέος παραμένει βιώσιμο.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ