Τι σημαίνει η νέα συλλογική σύμβαση των τραπεζών για την αγορά εργασίας
Ανανεώθηκε:
Η νέα συλλογική σύμβαση εργασίας, την οποία και συμφώνησε η ΟΤΟΕ με τις διοικήσεις των τραπεζών φέρνει νέα δεδομένα για τον τραπεζικό τομέα.
Την ίδια στιγμή όμως, αποτελεί και «τροχιοδεικτικό» και προάγγελο αντίστοιχων εξελίξεων και συμφωνιών σε άλλους κλάδους, καθώς παραδοσιακά οι τράπεζες «τραβούν το κάρο» των εξελίξεων.
Αναλυτικά, η σύμβαση θα έχει διάρκεια 3 ετών και προβλέπει σωρευτικά αυξήσεις στους μισθούς 5.5%. Συγκεκριμένα, προβλέπονται αυξήσεις 2% από 1/10/2022, 1% από 1/12/2023 και 2.5% από 1/12/2024. Αντίστοιχα, ο εισαγωγικός μισθός για τους υπαλλήλους διαμορφώνεται στα 1019,13 ευρώ.
Επιπλέον -και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τους εργαζομένους στις τράπεζες- η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρα διατήρησης της απασχόλησης, καθώς οι τράπεζες δηλώνουν ότι θα λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας και δεσμεύονται ότι δε θα προχωρήσουν σε απολύσεις προσωπικού για οικονομοτεχνικούς λόγους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας αποτελεί με τη σειρά της βάση διαπραγμάτευσης για την κάθε τράπεζα ξεχωριστά, καθώς στη συνέχεια οι σύλλογοι των εργαζομένων καταλήγουν σε επιχειρησιακές συμβάσεις, κατά κανόνα με βελτιωμένους όρους και αποδοχές.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες του CNN.gr, το γεγονός ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ανακοίνωσαν σημαντική κερδοφορία για το 2021 καθώς και αντίστοιχη βελτίωση των ισολογισμών τους, αναμένεται να οδηγήσει σε αυξήσεις μισθών που θα ξεπερνούν τη ΣΣΕ. Μάλιστα, καθώς και με τον νέο νόμο για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ανοίγει ο δρόμος για τη χορήγηση επιπλέον μπόνους στα στελέχη, εντείνονται οι πιέσεις για οριζόντιες αυξήσεις.
Ο αντίκτυπος στην αγορά
Όπως όμως τονίζουν στελέχη της αγοράς, ο αντίκτυπος των παραπάνω εξελίξεων είναι πολύ ευρύτερος, ειδικά σε μια περίοδο αναδιαμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων αλλά και εκτίναξης των τιμών. Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, η αύξηση του κατώτατου μισθού που προανήγγειλε ο πρωθυπουργούς, η εκτίναξη του πληθωρισμού και συνεπώς και του κόστους ζωής αλλά και η κερδοφορία που ανακοίνωσαν μια σειρά από επιχειρήσεις και ολόκληροι κλάδοι συντελούν στη δημιουργία κλίματος ευρύτερης αύξησης των μισθών.
Παράλληλα, η κίνηση της ΟΤΟΕ δίνει το έναυσμα συζητήσεων και για άλλους κοινωνικούς εταίρους, όπως για παράδειγμα ο ΣΕΒ, καθώς παραδοσιακά η βιομηχανία παρακολουθεί τις εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί βέβαια ότι δεν μιλάμε για οριζόντιες αυξήσεις, καθώς υπάρχουν αντίστοιχα κλάδοι που πλήττονται από τη συγκυρία και όχι μόνο δεν συζητούν καν για αυξήσεις μισθών αλλά αντίθετα εξετάζουν μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών που βιώνουν.
Σε κάθε περίπτωση, για παράδειγμα, στον κλάδο των συμβουλευτικών εταιρειών -που σε κάποιο βαθμό είναι συναφής με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα- ήδη υπάρχουν περιπτώσεις σημαντικών αναπροσαρμογών προς τα πάνω, ειδικά λόγω της σημαντικής αύξησης της κερδοφορίας που φέρνουν τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης. Μάλιστα, σε πολλές συμβουλευτικές εταιρείες παρατηρείται έντονη κινητικότητα στο προσωπικό, γεγονός που οδηγεί σε αυξήσεις μισθών προκειμένου να διατηρηθούν οι εργαζόμενοι. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή δεν μιλάμε για Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, ενδεχομένως ούτε καν για Επιχειρησιακές, όμως μεσοσταθμικά προκύπτει η αύξηση από τις ατομικές συμβάσεις.
Ένα ακόμη παράδειγμα είναι ο κλάδος της πληροφορικής, όπου η ραγδαία ανάπτυξη αλλά και η δυνατότητα εξ΄ αποστάσεως παροχής υπηρεσιών, ακόμη και προς το εξωτερικό έχει προκαλέσει εκτίναξη των αμοιβών. Και εδώ μιλάμε για προσωπικές συμφωνίες και συμβάσεις, όμως μεσοσταθμικά προκύπτει σημαντική άνοδος.
Αντίστοιχα, κινητικότητα και διαπραγματεύσεις μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων υπάρχουν και στον κλάδο της ενέργειας, ειδικά λόγω της συγκυρίας, ενώ και στις κατασκευές -έναν κλάδο που είχε παραμείνει «σε ύπνο» τα τελευταία χρόνια- η προκήρυξη και η έναρξη υλοποίησης μιας σειράς από έργων οδηγεί σε διαπραγματεύσεις για βελτίωση των αμοιβών.