ΠΡΟΣΩΠΑ

«Τη Λόλα απ' τη φωτιά ποιος θα τη βγάλει;»:Ο άνθρωπος πίσω από τις διαφημίσεις που άφησαν ιστορία

«Τη Λόλα απ' τη φωτιά ποιος θα τη βγάλει;»:Ο άνθρωπος πίσω από τις διαφημίσεις που άφησαν ιστορία
CNN Greece / Γιώργος Αποστολόπουλος

«Οι Γκλούτον θέλουνε να αρπάξουνε τη Λόλα, μα ένα καλαμάκι τους τα αλλάζει όλα…». Ο στίχος αυτός, και η σχεδόν εθιστική μουσική που τον συνόδευε, αποτελεί για αρκετούς Έλληνες μια γλυκιά ανάμνηση των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Και πρόκειται για ένα μόνο παράδειγμα των διαφημίσεων του παρελθόντος, που έγραψαν τη δική τους... ιστορία.

Περί τα 800 jingles -μουσικές συνθέσεις περίπου 30 δευτερολέπτων που «ντύνουν» τα διαφημιστικά- από παλιές και αγαπημένες διαφημίσεις, έχουν δημιουργηθεί από τον μουσικό και συνθέτη Γιάννη Κύρη.

Σε συνέντευξή του στο CNN Greece, ο συνταξιούχος πλέον Γιάννης Κύρης ανοίγει ένα «παράθυρο» στη… χρυσή εποχή της ελληνικής διαφήμισης, μιλάει για την τριακονταετή πορεία του στο χώρο και θυμάται μουσικές που, όσο περίεργο και αν ακούγεται, έχουν συνδεθεί με τα παιδικά χρόνια όσων μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Τα μουσικά του κομμάτια συνόδευαν τον Carnation και τη Λόλα στην προσπάθειά τους να σταματήσουν τους «άτιμους» Γκλούτον, έβαζαν… χρώμα στη ζωή μας και μας προέτρεπαν να δείξουμε άφοβα τα χέρια μας!

Τα τραγούδια ορισμένων εξ’ αυτών των διαφημίσεων -όπως αυτές του Carnation, της Softex, του La vache qui rit, του Purlan και του Ava Perle- είχαν κάνει τόσο μεγάλο… σουξέ, που τελικώς συνδέθηκαν άρρηκτα με τα προϊόντα που διαφήμιζαν.

«Εγώ νόμιζα ότι με τις διαφημίσεις απευθύνομαι σε μεγάλους ανθρώπους. Υπήρχαν βέβαια και τα παιδικά προϊόντα αλλά τα παιδιά δεν ψωνίζουν, δεν έχουν πορτοφόλι. Ξέρετε τι μου είχε κάνει εντύπωση; Ήμουν χειμώνα στην Άνδρο σε μια ταβέρνα άδεια και βγαίνει ξαφνικά η κόρη του ταβερνιάρη -άντε να ήταν επτά χρονών- και τραγουδούσε διαφημιστικά μου. Έπαθα την πλάκα μου. Χόρευε γύρω από το τραπέζι και τραγουδούσε διαφημιστικά. Είναι τρομερό πόσο επιρροή είχε στα παιδιά» λέει στο CNN Greece o Γιάννης Κύρης και συνεχίζει: «Τα παιδιά εκείνης της εποχής που τώρα είναι μεγάλοι άνθρωποι, τα θυμούνται αυτά τα διαφημιστικά. Τους έχουν μείνει στο μυαλό. Και μου λένε “Εσύ έκανες το Purlan;”. Και όταν τους ρωτάω πού το θυμούνται, μου απαντούν: “Ήμουν πέντε, έξι χρονών”. Αν είναι δυνατόν… Αυτό γίνεται γιατί καρφώνεται η μουσική στο μυαλό… Όταν ένα κείμενο έχει νότες, το θυμάσαι πιο εύκολα».

Αντισυμβατικός και ανήσυχος, ο Γιάννης Κύρης δεν περιορίστηκε μόνο στα jingles και τη διαφήμιση. Έπαιξε μουσική σε συγκροτήματα, έκανε live συναυλίες, συνέθεσε μουσική για την Eurovision, έφτιαξε σήματα για ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, ασχολήθηκε με τη μουσική επένδυση ταινιών μικρού μήκους και δημιούργησε θέματα για μεγάλες αθλητικές ή πολιτιστικές διοργανώσεις.



Την «υπογραφή» φέρει το επίσημο μουσικό θέμα του Eurobasket του ’87, παρότι τελικώς η μεγάλη αυτή νίκη της εθνικής Ελλάδος ταυτίστηκε στη συνείδηση του κόσμου με το τραγούδι «Τhe Final Countdown» του συγκροτήματος «Europe».

Συνέθεσε επίσης, μουσική για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, μια διοργάνωση υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού.

«Είναι πολλά, τα αγαπάω όλα…»

Και ποιες είναι ορισμένες από τις αγαπημένες του δημιουργίες για διαφημιστικά; «Καμαρώνω για τις Coca Cola που έκανα δέκα χρόνια, που δεν τις έγραφα εγώ, ερχόντουσαν έτοιμες από το εξωτερικό αλλά εγώ και οι συνεργάτες μου τις τροποποιούσαμε και βάζαμε ελληνικό στίχο… Φυσικά δεν ξεχνάω πόσο άρεσαν και κάποιες διαφημίσεις όπως του “La vache qui rit”, του Carnation, του Proderm, του Purlan ή των Goody’s» θυμάται ο ίδιος, και συνεχίζει: «Εμένα μου άρεσε πολύ και το Ava Perle, μια δουλειά για το Auto Moto Sports, η μουσική για το Eurobasket αλλά και για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα το 2004 για το υπουργείο Πολιτισμού… Είναι πολλά, τα αγαπάω όλα».

Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, ο ίδιος λέει ότι από τα 800 jingles του καμαρώνει για τα 200 περίπου από αυτά.


Μια επιλογή από τα γνωστότερα jingles του Γ. Κυρη

«Μπήκα στο χώρο από τύχη…»

Όπως είπε στο CNN Greece, ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική στη διαφήμιση εντελώς τυχαία. «Εγώ ήμουν φωτογράφος αλλά με χόμπι από πιτσιρικάς τη μουσική. Είχα ένα στούντιο στο σπίτι και ερχόντουσαν διάφοροι φίλοι και έπαιζαν μουσική και τους έγραφα. Ξαφνικά είδα ότι κάποιοι από αυτούς που ερχόντουσαν και έγραφαν για πλάκα έκαναν διαφημίσεις και έβλεπα ότι ήταν προσοδοφόρο το επάγγελμα αυτό» ανέφερε ο ίδιος, και συμπλήρωσε: «Είχα πάντα μια εγωιστική αντίληψη για τη μουσική –όπως την έχω και για το φαγητό και μαγειρεύω μόνος μου. Άκουγα ένα κομμάτι στα πάρτι πιτσιρικάς και έλεγα, εγώ μπορώ να το κάνω καλύτερο αυτό… Καθαρός εγωισμός, ούτε ωδείο είχα πάει ούτε τίποτα… Η μητέρα μου είχε ένα πιάνο στο σπίτι και σιγά-σιγά άρχισα να παίζω τα κομμάτια που αγαπούσα και να φτιάχνω και δικά μου. Αυτά από ηλικία περίπου δέκα χρονών».



«Ένας παλιός μου συμμαθητής από το γυμνάσιο, που ήταν διευθυντής σε μια μεγάλη πολυεθνική διαφημιστική μου είπε: “Ρε Γιάννη, αφού εσύ που ασχολείσαι με τη μουσική δεν μας κάνεις ένα jingle για τη Softex” και όταν τον ρώτησα: “Τι” μου απάντησε: “Βάλτε χρώμα στη ζωή σας. Αυτό το σλόγκαν πάρε”» λέει ο κ. Κύρης, αναφερόμενος στο πρώτο jingle που έκανε κατά τη διάρκεια της 30ετούς καριέρας του στον χώρο της διαφήμισης.

Όπως εξηγεί, το jingle αυτό είχε μεγάλη επιτυχία και ξαφνικά άνοιξαν πολλές πόρτες στον χώρο, ευκαιρίες που εκτιμά ότι ίσως να μην είχαν δημιουργηθεί ποτέ εάν δεν ξεκινούσε την πορεία του με αυτό τον τρόπο. Θυμάται, ωστόσο, ότι ρόλο είχαν παίξει και τα καλά λόγια που είχε πει για αυτόν ο Σταμάτης Σπανουδάκης, που ασχολήθηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα με τη διαφήμιση πριν ασχοληθεί με το έργο του. «Γνωριζόμαστε από 15 χρονών, είχαμε κάνει παλιά και ένα συγκρότημα μαζί… Όταν βαρέθηκε έδωσε το όνομά μου και, να είναι καλά ο άνθρωπος, έπαιξε και αυτό ρόλο. Δεν πήγα ποτέ να πω “παιδιά κάνω και εγώ διαφημίσεις να κάνω κάτι;”. Τίποτα, χτύπαγε το τηλέφωνο και η μια δουλειά έφερε την άλλη» αναφέρει ο ίδιος.

Η «χρυσή εποχή» της διαφήμισης


Η «χρυσή» εποχή της διαφήμισης συνέπεσε με τη… χρυσή εποχή της τηλεόρασης, δηλαδή την περίοδο που έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα τα πρώτα ιδιωτικά κανάλια.

«Εκείνη την χρυσή εποχή ήταν χρυσή και η διαφήμιση» θυμάται ο κ. Κύρης.



Εκφράζει δε, την άποψη ότι η διαφήμιση σήμερα έχει χάσει την επικοινωνία με τον κόσμο. «Εκείνη την εποχή, η σφραγίδα του προϊόντος ήταν το λογότυπο και η μουσική. Δεν υπήρχε προϊόν χωρίς τη μουσική του. Και όχι ένα τραγούδι από κάποιο δίσκο, μουσική με στίχο που να έχει το όνομα του προϊόντος και τι κάνει αυτό» αναφέρει ο ίδιος, και συμπληρώνει: «Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Σήμερα βλέπουμε διαφημίσεις που μπορεί να έχουν πολύ ωραία υπόθεση και μετά τελειώνει η διαφήμιση και ο κόσμος δεν θυμάται το προϊόν. Βλέπεις μια ωραία γυναίκα, έναν ωραίο άντρα, μια ωραία υπόθεση και μετά λες: “Tι προϊόν ήταν;"».

Σήμερα, οι διαφημιστές «ποντάρουν» περισσότερο στην εικόνα και λιγότερο στη μουσική. Έτσι, πρώτα γυρίζονται τα πλάνα και στη συνέχεια «ντύνεται» με μουσική.

Παλαιότερα, όμως, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: «Όλες οι διαφημίσεις “χτιζόντουσαν” πάνω στη μουσική. Μου έλεγαν ποιο είναι το προϊόν και περίπου πώς φανταζόντουσαν την ταινία. ‘Όταν έγραφα τη μουσική, έστηναν την ταινία γύρω από αυτή τη μουσική. Γύριζαν τα πλάνα και ακουγόταν από πίσω η μουσική μου για να ακολουθεί και η κάμερα με κάποιον τρόπο τον ήχο. Η μουσική ήταν πάνω από όλα».



«Εκείνη την εποχή και τηλεόραση να μην έβλεπες άκουγες το τραγουδάκι»

Παρότι τα μουσικά jingles θεωρούνται πλέον παρωχημένα, οι «παλιοί» της διαφήμισης συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να πιστεύουν ότι ήταν αποτελεσματικότερα για την προώθηση προϊόντων.

«Πότε παίζονται οι διαφημίσεις; Παίζονται όταν διακόπτεται μια εκπομπή ή ταινία. Εκείνη λοιπόν την ώρα, που ο άνθρωπος έχει κάτσει μια ώρα στην πολυθρόνα του, θα σηκωθεί να φτιάξει έναν καφέ, να κλείσει το θερμοσίφωνο ή να κάτι τέλος πάντων κάτι. Εκείνη την εποχή και τηλεόραση να μην έβλεπες άκουγες το τραγουδάκι» αναφέρει ο κ. Κύρης, και συνεχίζει: «Εγώ που έγραφα διαφημίσεις είχα επηρεαστεί σε σούπερ μάρκετ και αγόραζα προϊόντα επειδή μου άρεσε το τραγουδάκι που είχε γράψει ένας συνάδελφός μου!».

Επιχειρηματολογεί δε, λέγοντας ότι η μουσική ενός γνωστού καλλιτέχνη μπορεί να επισκιάσει το προϊόν και να μην φέρει τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα.



«Πες ότι σου χαρίζει τις μουσικές της η Beyoncé. Kάνω λοιπόν εγώ τη διαφήμιση, τραγουδάει η Beyoncé το μεγαλύτερο σουξέ της και ο κόσμος την βλέπει και τρελαίνεται. Ποιο είναι το προϊόν, όμως; Την Beyoncé και το κομμάτι της θα θυμούνται… Δεν πρέπει να κλέβει την παράσταση ο τραγουδιστής αλλά ο στίχος που θα μιλάει για το προϊόν» εξηγεί ο ίδιος.

Όποια, όμως, και αν είναι η αντιμετώπιση προς τη διαφήμιση -η παλαιότερη ή η μοντέρνα- ένα είναι το σίγουρο: Η διαφήμιση είναι η μεγαλύτερη τέχνη του 20ου αιώνα, όπως είχε πει κάποτε ο Καναδός επικοινωνιολόγος Μάρσαλ Μακ Λούαν. Και όχι μόνο του 20ου…

ΔΗΜΟΦΙΛΗ