ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Μαουτχάουζεν - Δύο ζωές» - Ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης

«Μαουτχάουζεν - Δύο ζωές» - Ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης
ΑΡ Photo

Δύο άνθρωποι, δύο ζωές. Ο ένας μέσα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο άλλος έξω από αυτό. Ένα ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα στην Αυστρία, επιχειρεί να καταγράψει μια από τις σκοτεινότερες σελίδες στην παγκόσμια ιστορία.

Τη δραματική ιστορία δύο ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί κατά τη διάρκεια του γερμανοναζιστικού καθεστώτος, ο ένας μέσα, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, ο άλλος έξω, στο χωριό Μαουτχάουζεν, στην 'Ανω Αυστρία, ο ένας από την πλευρά των θυμάτων, ο άλλος από την πλευρά του δραστών, τεκμηριώνει η ταινία ντοκιμαντέρ «Μαουτχάουζεν-Δύο ζωές» του Αυστριακού σκηνοθέτη Σίμον Βίλαντ, η οποία είχε χθες την παγκόσμια πρεμιέρα της στη Βιέννη.

Πρόκειται, όπως επισημαίνει ο σκηνοθέτης, για δύο μοίρες που τρέχουν παράλληλα στον χρόνο και τον τόπο, αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αντίθετες και όμως έχουν τόσες πολλές καταπιεστικές ομοιότητες, για δύο ανθρώπους που είδαν τα τρομερά γεγονότα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, ο γεννημένος στο Λοντζ της Πολωνίας Στάνισλαβ Λεζίνσκι, ως κρατούμενος, και ο Φραντς Χακλ από το χωριό Μαουτχάουζεν, ως μαθητευόμενος σε μηχανουργείο.

Ο Σίμον Βίλαντ κατάφερε να απεικονίσει με ευαίσθητο και πολύπλευρο τρόπο τους δύο πρωταγωνιστές και την αντιπαράθεσή τους με το Μαουτχάουζεν, που είναι συνώνυμο του ναζισμού, του Ολοκαυτώματος, της ενοχής και του απάνθρωπου, με το αποτέλεσμα να είναι, όπως χαρακτηρίζεται, ένα πολύ δυνατό και συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ για την ανθρώπινη και, πάνω απ 'όλα, απάνθρωπη συμπεριφορά σε σχέση με το έγκλημα.

«Αυτό που συνέβη τότε, συνεχίζει να επιδρά μέχρι σήμερα, το βλέπει κανείς στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, αντικατοπτρίζεται στο τοπίο, στο στρατόπεδο, στο χωριό, και η ταινία προσπαθεί να εντοπίσει αυτή την ψυχή της τοπογραφίας σε διαπεραστικές εικόνες», τονίζει ο σκηνοθέτης.

Στο «Μαουτχάουζεν-Δύο ζωές», ο σκηνοθέτης Σίμον Βίλαντ, ο οποίος έχει ασχοληθεί με σύγχρονα ιστορικά θέματα και τις επιπτώσεις τους στην ατομική και συλλογική ψυχή, γυρίζοντας μία σειρά ντοκιμαντέρ, παίρνει τις μοίρες των δύο πρωταγωνιστών, τους οποίους -ακόμα κι αν δεν συναντήθηκαν ποτέ- τους «συναντά» στην ομώνυμη τοποθεσία (Μαουτχάουζεν), σε ένα αποφασιστικό και την ίδια στιγμή το πιο σκοτεινό τμήμα της ζωής τους.

Ο Αυστριακός σκηνοθέτης βασίζεται στη δύναμη της προφορικής ιστορίας αφήνοντας τους δύο ήδη πολύ ηλικιωμένους πρωταγωνιστές να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους για μεγάλα τμήματα του ντοκιμαντέρ του, χωρίς να παραβάλλονται κάποια σχόλια.

Ο Φραντς Χακλ ήταν έντεκα χρονών όταν η Αυστρία με την εισβολή των ορδών του Χίτλερ, στις 12 Μαρτίου του 1938, προσαρτήθηκε στη ναζιστική Γερμανία, και, όπως πολλοί άλλοι το βρήκε ως αιτία χαράς, και ο ίδιος εξηγεί ανοιχτά ότι αυτός και οι συνομηλίκοί του υποδέχτηκαν με λουλούδια τους στρατιώτες του Βέρμαχτ. Στον πατέρα του αυτό δεν άρεσε ακόμη και τότε, αλλά και η δική του αφελής άποψη για τον Εθνικοσοσιαλισμό άρχισε να αλλάζει όταν οι νέοι από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μαουτχάουζεν, εξαναγκάστηκαν σε στράτευση στη Βέρμαχτ και ενάμισι χρόνο μετά την προσάρτηση, να ξαναβρεθούν, με την εισβολή στην Πολωνία, καταμεσής στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο γεννημένος το 1922, Στάνισλαβ Λεζίνσκι, ένιωσε τη βαρβαρότητα του γερμανοναζιστικού καθεστώτος από την πρώτη στιγμή, όταν η εβραϊκή κοινότητα στη γενέτειρά του, την πολωνική πόλη Γουτς, συσσωρεύτηκε σε ένα γκέτο, όπου η μητέρα με θανάσιμο κίνδυνο μπόρεσε να εισχωρήσει για να παράσχει επείγουσα βοήθεια ως μαία. Επειδή ένας από τους αδελφούς του είχε προσχωρήσει σε μια ομάδα αντίστασης, οι κατακτητές έβαλαν στο στόχαστρό τους όλη την οικογένεια μετάγοντας την σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τον Στάνισλαβ στο Μαουτχάουζεν.

Ως μαθητευόμενος κλειδαράς σε μηχανουργείο όπου οι κρατούμενοι του στρατόπεδου συγκέντρωσης βρίσκονταν σε καταναγκαστικά έργα, ο Φραντς Χακλ είδε τις φρικαλεότητες στις οποίες αυτοί εκτίθεντο, κατανοώντας τότε ότι οι εγκληματίες δεν ήταν αυτοί που ήταν κλεισμένοι στο στρατόπεδο, όπως αναφέρει ο ίδιος στην αφήγησή του που προκαλεί σοκ.

@ΑP Photo

Οι περιγραφές του Στάνισλαβ Λεζίνσκι για τις βιαιότητες που επικρατούσαν καθημερινά στο Μαουτχάουζεν και στο «παράρτημα» του στο Γκούζεν, καθιστούν σαφές σε ποια κόλαση ήταν οι κρατούμενοι. Αυτό που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι ότι ο ίδιος στην μαρτυρία του αλλάζει από τα πολωνικά στα γερμανικά όταν μιλά για τις απάνθρωπες πράξεις.

Και αυτό, γιατί η γλώσσα των δραστών φαίνεται στον ηλικιωμένο πρωταγωνιστή, ο οποίος πέθανε λίγο μετά τα γυρίσματα το 2017, το μέσο για να μεταδώσει επαρκώς την έκταση της βαρβαρότητας.

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μαουτχάουζεν, έξω από το ομώνυμο χωριό 170 χιλιόμετρα δυτικά της Βιέννης, ιδρύθηκε από τους Γερμανούς ναζιστές, πριν από 82 χρόνια, τον Αύγουστο του 1938, λίγους μήνες μετά από την προσάρτηση της Αυστρίας στο γερμανοναζιστικό Τρίτο Ράιχ στις 12 Μαρτίου 1938, αρχικά για να μεταφερθούν εκεί κρατούμενοι από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου και μετά από το 'Αουσβιτς.

Μέχρι την απελευθέρωσή του, από συμμαχικά στρατεύματα στις 5 Μαΐου 1945, πάνω από 206.000 κρατούμενοι από όλη την Ευρώπη, γνώρισαν στο Μαουτχάουζεν ό,τι πιο απάνθρωπο μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.

Για τους 122.797 από αυτούς, ανάμεσά τους και 3.700 Έλληνες, η απελευθέρωση ήλθε πολύ αργά, είχαν ήδη αφήσει στα κρεματόρια του Μαουτχάουζεν την τελευταία τους πνοή.

@ΑP Photo

Μετά τον πόλεμο οι εγκαταστάσεις του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης μετατράπηκαν σε μουσείο και τόπο προσκυνήματος με μνημεία των χωρών που είχαν εκεί τα θύματά τους, και κάθε χρόνο, στην επέτειο απελευθέρωσης του, συρρέουν στο Μαουτχάουζεν πολλές χιλιάδες προσκυνητές από τα πέρατα της Ευρώπης, αλλά και οι ελάχιστοι πλέον εν ζωή από τους επιζώντες του.

Το μνημειώδες έργο του «Μαουτχάουζεν» ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε το 1965 σε ποίηση του εκλιπόντα το 2011, μεγάλου θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο οποίος υπήρξε για δυόμιση χρόνια κρατούμενος στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ