ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μίκης Θεοδωράκης: Η πραγματική κληρονομιά που μάς άφησε για πάντα

Μίκης Θεοδωράκης: Η πραγματική κληρονομιά που μάς άφησε για πάντα

Ένας χρόνος είναι μικρό διάστημα για να απομακρυνθεί κανείς από τη ζώσα παρουσία ενός ανθρώπου και να τον περάσει ολοκληρωτικά στη σφαίρα της ανάμνησης. Είναι μικρό διάστημα για να πάρει κανείς αποστάσεις από συναισθήματα και πάθη.

Είναι όμως αρκετό διάστημα για να αρχίσει να αποτιμά την κληρονομιά ενός εκλιπόντος, είτε αυτή είναι απτή και υλική, είτε από εκείνες που προσμετρώνται με αυτό που οι αγγλοσάξωνες ονομάζουν legacy· τη διαχρονική του επιρροή.

Ο Μίκης Θεοδωράκης μάς άφησε και τα δύο και εξαιρετικά γενναιόδωρα.

Μουσική μεγαλοφυία

Ακόμη κι αν όλες οι μουσικές παρτιτούρες χαθούν από προσώπου γης, η δική του μουσική κληρονομιά έχει εγγραφεί σε κάτι πολύ πιο ανθεκτικό από τον κάθε σκληρό δίσκο: την πολιτιστική παράδοση· και όχι μόνο την ελληνική, καθώς ως σπουδαίο μέρος αυτής πέρασε στο συλλογικό πολιτιστικό οικοδόμημα της ανθρωπότητας, έγινε ένα από τα δομικά του στοιχεία.

Αυτό δεν έχει να κάνει με μουσικά γούστα. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο αν σε κάποιον δεν αρέσουν οι μελωδίες του Μίκη, ή αν δεν «εγκρίνει» τον τρόπο με τον οποίον προσέγγιζε την πραγματική μεγάλη του αγάπη, τη συμφωνική μουσική.

Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο οποίος του είχε απονείμει ιδιοχείρως το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας για τη Σουίτα αρ.1 για πιάνο και ορχήστρα, τον είχε αποκαλέσει «μουσική μεγαλοφυΐα του 20ου αιώνα», αναγνωρίζοντας τη μουσική πρωτοτυπία του, την εφευρετική του ρυθμικότητα, το άκουσμα εν τέλει που ακροβατούσε ανάμεσα στην κλασική παράδοση και τις καινοτομίες που δεν φοβόταν να επιβάλει στις ορχήστρες.

Όλα αυτά ήταν πράγματα που δεν μπορούσαν να γίνουν εύκολα αποδεκτά, όμως ο Μίκης επέμενε.

Παρόλα αυτά, ο Μίκης άφησε στην άκρη τη συμφωνική μουσική, κάτι που δεν του συγχώρησε ποτέ ο Μάνος Χατζιδάκις, προκειμένου να βουτήξει βαθιά στην ελληνικότητα της έμπνευσής του.

Για το «Άξιον Εστί», είχε πει: «ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στο βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων».

Το χτύπημα της ρομφαίας ήταν η απόφασή του να κάνει «πολιτική» μουσική και το νερό που αναπήδησε από το βράχο ήταν η εισαγωγή βυζαντινών και λαϊκών ήχων και οργάνων -όπως το μπουζούκι- στη συμφωνική ορχήστρα, ένα πάντρεμα που διαφοροποίησε τον Θεοδωράκη από όλους τους μεγάλους συνθέτες της γενιάς του και δημιούργησε ένα νέο είδος μουσικής.

Η απόφαση του Θεοδωράκη να μελοποιήσει στίχους των μεγάλων Ελλήνων ποιητών της «γενιάς του '30» έχει αναλυθεί επαρκώς ως προς το αποτέλεσμά της:

Τους έφερε μέσα σε κάθε σπίτι, έκανε το λαό κοινωνό του μεγαλείου τους, τους έβγαλε από την προθήκη των αναγνωσμάτων της διανόησης και τους ταξίδεψε στις άκρες του κόσμου.

Θα είχαν συμβεί όλα αυτά εάν ο Μίκης δεν ήταν ένας πολιτικοποιημένος και στρατευμένος συνθέτης;

Η πολιτική παρακαταθήκη

Προφανώς όχι.

Ακουγοντας τη μουσική του, εξάλλου, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι ήταν γεννημένος για να επαναστατεί με τις νότες, ακόμη κι αν δεν το είχε κάνει ως φυσική παρουσία.

Τη μέρα που πέθανε, ακριβώς ένα χρόνο πριν, πολλοί στάθηκαν στο τι έκανε, τι δεν έκανε, τι έπρεπε να είχε και να μην είχε κάνει.

Η πολιτική του μεταστροφή στα τελευταία χρόνια της ζωής του θεωρήθηκε προδοτική από πολλούς ανθρώπους της αριστεράς, το κομμουνιστικό του παρελθόν δημιούργησε απαξίωση για τον ίδιον και το έργο του σε πολλούς στο αντίθετο στρατόπεδο.

Προφανώς και είναι θέμα (κάπως στενής) οπτικής γωνίας, όμως η μεγάλη αλήθεια είναι ότι αν ο Μίκης δεν είχε υπάρξει αυτό που υπήρξε, δεν θα είχε δημιουργήσει τίποτε από όλα αυτά που δημιούργησε και ακόμη κι αν στέκεσαι εντελώς εναντίον του δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς μπροστά τους.

Στις εποχές που κλήθηκε να το κάνει, όταν ήταν επιτακτική ανάγκη και εξαιρετικά επώδυνη απόφαση, φυλακίστηκε, εξορίστηκε, έφαγε ξύλο και έδειξε το δρόμο με τη μουσική του, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ο δρόμος παραμένει εκεί.

Κι εκείνος ο Μίκης, ο επαναστάτης, με πολλούς τρόπους, το ίδιο.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ