DW: To μεγάλο στοίχημα της ΕΕ με τα μικροτσίπ
Ανανεώθηκε:
Η ΕΕ έχει χαμηλές επιδόσεις στην παραγωγή ημιαγωγών - προηγμένων μικροτσίπ, ωστόσο τώρα προτίθεται να τοποθετηθεί ξανά στον διεθνή ανταγωνισμό, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της Deutsche Welle.
Η ΕΕ ανακοίνωσε μέσα στον Μάρτιο ότι σχεδιάζει να υπερδιπλασιάσει την παραγωγή μικροτσίπ στo μπλοκ των «27» ανεβάζοντάς την στο 20% της παγκόσμιας παραγωγής έως το 2030, σημειώνει η DW.
Η ανακοίνωση πραγματοποιήθηκε μετά από διακοπή της προσφοράς μικροτσίπ στην αρχή της χρονιάς, ιδίως για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, τον βασικότερο βιομηχανικό κλάδο της Ευρώπης. Σύμφωνα με την εταιρεία αναλύσεων αγοράς IHS Markit οι ελλείψεις οδήγησαν στην παραγωγή ενός εκατομμυρίου λιγότερων αυτοκινήτων -που αντιστοιχεί στο 5% της παγκόσμιας παραγωγής- κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021 σε σχέση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους.
Tι προβλέπουν τα ευρωπαϊκά σχέδια
Το φιλόδοξο σχέδιο «Ψηφιακή Ψυξίδα» (Digital Compass) βασίζεται σε μια επένδυση 140 δισ. ευρώ στον ψηφιακό τομέα τα επόμενα δύο με τρία χρόνια. Στόχος των Βρυξελλών είναι να επιστρέψουν ευρωπαϊκές εταιρείες στην παραγωγή μικροτσίπ δύο νανομέτρων, μετά από δύο δεκαετίες απουσίας και ανάθεσης στην ουσία αυτού του τομέα παραγωγής σε τρίτες χώρες. Η νέα στρατηγική της ΕΕ ανακοινώθηκε από τη Δανή αντιπρόεδρο της Κομισιόν Μαργκρέτε Βεστάγκερ και τον Επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν. Αναμένεται η δημοσίευση των λεπτομερειών του ευρωπαϊκού σχεδίου μετά από επαφές με την Intel και την Samsung.
Τα σχέδια της ΕΕ λέγεται ότι περιλαμβάνουν είτε τη δημιουργία μιας νέας εταιρείας είτε μια συνεργασία με την TSMC ή τη Samsung. Ο Τιερί Μπρετόν φέρεται να στηρίζει την δημιουργία εργοστασίου μικροτσίπ από κορυφαίο εκπρόσωπο του κλάδου επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ένα «eurofab» -μονάδα παραγωγής μικροτσίπ που θα υποστηρίζεται από την ΕΕ- θα μπορούσε να έχει την έδρα της στη Γαλλία ή στη Γερμανία, ενώ και η Πολωνία ακούγεται επίσης ως πιθανή τοποθεσία.
Η ΕΕ στον στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού
Πίσω από την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία βρίσκεται μια γεωπολιτικής φύσης επιθυμία: να μην βρεθεί η ΕΕ παγιδευμένη στη μέση της εφοδιαστικής αλυσίδας εν μέσω της διαμάχης ΗΠΑ-Κίνας για την παραγωγή μικροτσίπ. Η κυβέρνηση Τραμπ είχε λάβει μέτρα προκειμένου να εμποδίσει την πρόσβαση της Κίνας σε νέες τεχνολογίας και το Πεκίνο αντέδρασε με την αύξηση της εγχώριας παραγωγής μικροτσίπ. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ αναζητά στο μεταξύ αύξηση της χρηματοδότησης κατά 37 δις δολάρια για την αμερικανική βιομηχανία μικροτσίπ.
Από την άλλη πλευρά, ενώ το 2012 η ευρωπαϊκή βιομηχανία μικροτσίπ παρήγαγε το 70% των βασικών συστατικών της επί ευρωπαϊκού εδάφους, πέρυσι το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 54% σύμφωνα με την βιομηχανική ένωση ZVEI. Μεταξύ των δέκα κορυφαίων κατασκευαστών ημιαγωγών στον κόσμο, μόνο ένας είναι από την Ευρώπη, η ολλανδική NXP. Και αυτή ενδέχεται να χαθεί, καθώς ο αντίπαλός της από τις ΗΠΑ, η Qualcomm, σχεδιάζει να την εξαγοράσει.
Από τη Nokia στην TMSC και την Samsung
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι πριν από δύο δεκαετίες η Ευρώπη ήταν πρωτοπόρος στη βιομηχανία ηλεκτρονικών ειδών, με τα κινητά τηλέφωνα πρώτης γενιάς των Νokia, Siemens, Ericsson. Μετά την πτώση της δημοφιλίας τους, η βιομηχανία μικροτσίπ μεταφέρθηκε στην Ασία. «Τοποθεσίες εκτός Ευρώπης έχουν προς το παρόν σαφή πλεονεκτήματα - αφενός, αναφορικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού και την προσφορά εργασίας και αφετέρου αναφορικά με τους αγοραστές των τεχνολογιών μας», ανέφερε στην DW o Aντρέας Γκέρστενμάιερ, διευθύνων σύμβουλος της AT&S Austria Technologie & Systemtechnik.
Η κατασκευή ενός μεγάλου, υπερσύγχρονου εργοστασίου παραγωγής μικροτσίπ μπορεί να κοστίσει 20 δισ. δολάρια, σύμφωνα με έκθεση της Ένωσης Βιομηχανιών Ημιαγωγών των ΗΠΑ (SIA), ενώ μπορεί να χρειαστούν χρόνια πριν ένα τέτοιο εργοστάσιο αρχίζει να αποφέφει κέρδη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ταϊβάν παράγει το 20% των ημιαγωγών παγκοσμίως, η Νότια Κορέα το 15% και η Σιγκαπούρη το 7%. Η TSMC από την Ταϊβάν και η Samsung από τη Νότια Κορέα κυριαρχούν στον χώρο.
Η κατασκευή ενός ευρωπαϊκού εργοστασίου θα μπορούσε, υπό αυτά τα δεδομένα, να αποδειχθεί ίσως στρατηγικό λάθος, καθώς η ήπειρος στερείται ισχυρής αγοράς, εκτιμούν ειδικοί.
Όπως σημειώνει ο Αντρέας Γκερστενμάιερ: «Πρόκειται για ένα πολύ απαιτητικό και φιλόδοξο έργο ως προς την εφαρμογή του. Κι αυτό επειδή δεν υπάρχουν πραγματικά μεγάλες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας στην Ευρώπη, όπως η Google, η Apple ή η Amazon. Λείπει έτσι η κινητήρια δύναμη. Βρισκόμαστε μόνο στην αρχή του ταξιδιού.»