Περισσότερα ακραία φαινόμενα από την αύξηση της θερμοκρασίας στη Γη
Ο φετινός χειμώνας, από τον Δεκέμβριο του 2019 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2020, ήταν ο πιο θερμός στην Ευρώπη από το 1855, όπως ανακοίνωσε η ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus Climate Change Service και την είδηση αυτή επιβεβαιώνει με τις απόψεις της η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών δρ Δήμητρα Φουντά, μιλώντας στο CNN Greece για την κλιματική αλλαγή, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος. Η δρ Φουντά μάλιστα επισημαίνει πως ο παγκόσμιος συναγερμός που έχει σημάνει τα τελευταία χρόνια για το κλίμα έχει κάνει ακόμα και τους πιο σκεπτικιστές να αναθεωρούν τις θέσεις τους, προσθέτοντας πως πλέον το ένα ρεκόρ καταρρίπτεται μετά το άλλο. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, το ρεκόρ που προστέθηκε στη λίστα το φετινό Μάιο, όπου σημειώθηκε ο πιο πρόωρος καύσωνας όλων των εποχών στη χώρα μας, γεγονός που καταγράφηκε ως ρεκόρ τουλάχιστον 160 χρόνων για την περιοχή της Αθήνας.
Οι έξι πιο θερμές χρονιές στην Ελλάδα είναι από το 2010 και μετά
«Από το ιστορικό – κλιματικό αρχείο του Εθνικού Αστεροσκοπείου, που χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα, παρακολουθούμε το κλίμα εδώ στην περιοχή μας για τα τελευταία 160 χρόνια. Μπορώ να σας πω ότι από το 2010 έως το 2019 έχουν καταγραφεί τα έξι θερμότερα έτη τουλάχιστον του τελευταίου ενάμιση αιώνα», προσθέτει η ίδια, επισημαίνοντας πως το πλέον ανησυχητικό στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής είναι ότι οι αλλαγές συμβαίνουν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «Δεν ανακαλύψαμε τώρα την κλιματική αλλαγή. Το κλίμα της Γης πάντα άλλαζε και πάντα θα αλλάζει, γιατί υπάρχουν και πάρα πολλοί φυσικοί παράγοντες που κάνουν το κλίμα της Γης να αλλάζει, όπως είναι οι αστρονομικές μεταβολές, εκρήξεις ηφαιστείων, αυξομειώσεις αερίων θερμοκηπίου κ.ά. Αυτό που μας ανησυχεί είναι ότι οι αλλαγές αυτές, αν και ήταν πάρα πολλές και στο παρελθόν, πλέον συντελούνται σε άλλες χρονικές κλίμακες. Οι αλλαγές της θερμοκρασίας από φυσικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα αστρονομικές μεταβολές, αντιστοιχούν σε πολύ μεγάλες χρονικές κλίμακες, μπορεί και σε δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Αυτό στο οποίο εστιάζουμε τώρα είναι ότι η θέρμανση που σημειώνεται στον πλανήτη, έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα από την αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Δηλαδή από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι πολύ μεγάλη μέσα σε σχετικά πολύ μικρό διάστημα».
Μεταβολή της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας στην Αθήνα από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Πηγή: Ιστορικό κλιματικό αρχείο Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνων. Επεξεργασία. Δρ. Δ. Φουντά
Μεταβολή της συχνότητας εμφάνισης θερμών ημερών στην Αθήνα από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Πηγή: Ιστορικό κλιματικό αρχείο Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνων. Επεξεργασία. Δρ. Δ. Φουντά
«Ένοχος» για την κλιματική αλλαγή ο άνθρωπος τη σύγχρονη εποχή
Η κυρία Φουντά εξηγεί πως η κλιματική αλλαγή συνέβαινε πάντοτε, κυρίως λόγω διάφορων φυσικών παραγόντων, δίνοντάς μας ένα παράδειγμα του πώς μπορεί να επιδρούν οι φυσικοί παράγοντες στο κλίμα: «Ανάμεσα στον 15ο και τον 18ο αιώνα υπήρξε μια ιδιαίτερα ψυχρή περίοδος στην Ευρώπη που ονομάστηκε ‘Μικρή Εποχή των Παγετώνων’ (Little Ice Age) γιατί είχαμε πολλές εκρήξεις ηφαιστείων εκείνο το διάστημα, που εκλύουν τέφρα, σκόνη, σωματίδια και τα οποία, αν διεισδύσουν στη στρατόσφαιρα και μείνουν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, εμποδίζουν ένα μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας να εισέλθει στην ατμόσφαιρα και τελικά προκαλούν ψύξη. Αυτό είχε συμβεί στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, πριν 2-3 αιώνες, όχι πολύ παλιά, είναι ένας φυσικός παράγοντας που προκαλεί ψύξη και δεν γνωρίζει κανείς αν, πότε και σε τι έκταση θα ξανασυμβεί».
Η βασική διαφορά που ανησυχεί την επιστημονική κοινότητα σήμερα είναι ότι «ο ένοχος είναι η ανθρωπογενής συνιστώσα και όχι η φυσική», όπως επισημαίνει η δρ Φουντά. «Εμείς εστιάζουμε σε αυτό το οποίο προκαλούμε εμείς και έχουμε επικεντρωθεί στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, που είναι αυτά που ζεσταίνουν τον πλανήτη μας. Τα αέρια αυτά υπάρχουν ούτως ή άλλως στην ατμόσφαιρα και τα χρειαζόμαστε, γιατί διαφορετικά ο πλανήτης μας θα ήταν πολύ ψυχρότερος, με μέση θερμοκρασία τους -17 βαθμούς Κελσίου, οπότε δεν θα ήταν δυνατή η ζωή όπως την ξέρουμε σήμερα. Άρα, τα χρειαζόμαστε, απλά αυτή τη στιγμή έχουν αυξηθεί πολύ, ιδιαίτερα το διοξείδιο του άνθρακα, που θεωρούμε ότι είναι ο νούμερο ένα παράγοντας που προκαλεί τη μεγαλύτερη θέρμανση στον πλανήτη και έχει πολύ μεγάλο χρόνο ζωής στην ατμόσφαιρα. Ακόμα και μετά τα μέτρα για να μειωθούν οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα – και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν μειωθεί σημαντικά – οι συγκεντρώσεις στην ατμόσφαιρα παραμένουν υψηλές διότι απλά το διοξείδιο του άνθρακα μπορεί να παραμένει αιώνες στην ατμόσφαιρα», εξηγεί και προσθέτει πως επίσης σημαντικό θερμοκηπιακό αέριο είναι το μεθάνιο, στο οποίο πρέπει επίσης να στραφεί το ενδιαφέρον μας. «Το μεθάνιο έχει πολύ μικρότερο χρόνο ζωής στην ατμόσφαιρα, άρα τα μέτρα μείωσής του θα μπορούσαν να είναι γρηγορότερα αισθητά», εξηγεί η δρ Φουντά.
Γιατί η Ευρώπη έχει πλέον συχνούς καύσωνες και τι θα συμβεί από το λιώσιμο των πάγων
Η δρ Φουντά επισημαίνει πως το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αύξηση της θερμοκρασίας στη Γη, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση τα πράγματα θα ήταν πιο απλά. Όμως, τονίζει η ίδια, «ο πλανήτης ζεσταίνεται, αλλά δεν ζεσταίνεται ομοιόμορφα: Αλλιώς ζεσταίνεται ο Ισημερινός, αλλιώς οι Πόλοι, αλλιώς οι ωκεανοί, αλλιώς η ξηρά και αυτό έχει αλλάξει την κατανομή της ατμοσφαιρικής πίεσης σε όλον τον πλανήτη και αυτές οι διαφορές από περιοχή σε περιοχή πυροδοτούν ακραία καιρικά φαινόμενα. Το κλιματικό σύστημα είναι πολύ περίπλοκο και αυτό που φοβόμαστε και είναι το πιο απειλητικό αυτή τη στιγμή, είναι η αύξηση που ήδη παρατηρούμε στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Για παράδειγμα, οι ωκεανοί θερμαίνονται, δημιουργείται εντονότερη εξάτμιση, και πάνω από τους ωκεανούς υπάρχουν πιο ζεστές και πιο υγρές αέριες μάζες, που περικλείουν πολύ περισσότερη ενέργεια, είναι πιο δυναμικές και άρα μπορεί να δημιουργήσουν πολύ πιο έντονα καιρικά φαινόμενα».
Εξηγώντας μας περαιτέρω τα στοιχεία αυτά, η δρ Φουντά δίνει δύο πολύ κατατοπιστικά παραδείγματα, ένα για τους καύσωνες που παρατηρούνται συχνά τα τελευταία χρόνια ακόμα και στη Βόρεια Ευρώπη και ένα για το Ρεύμα του Κόλπου: «Παλαιότερα, οι θερμές αέριες μάζες από την Αφρική δεν μπορούσαν να φτάσουν σε πολύ μεγάλα γεωγραφικά πλάτη. Τώρα όμως που έχει αλλάξει η κατανομή των πιέσεων στον πλανήτη, οι μάζες αυτές φτάνουν πολύ βορειότερα και έτσι βλέπουμε π.χ. τους 35 βαθμούς Κελσίου στο Ελσίνκι – κάτι πρωτοφανές – ή τους συχνούς καύσωνες στη βόρεια Ευρώπη, που δεν τους είχαμε στο παρελθόν. Άλλο κλασικό παράδειγμα που αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του κλιματικού συστήματος και τους αστάθμητους παράγοντες και συνέργειες στο θέμα της κλιματικής αλλαγής είναι αυτό με το Ρεύμα του Κόλπου, το θερμό ωκεάνιο ρεύμα που από τον Κόλπο του Μεξικού μεταφέρει θερμό νερό στη Δυτική Ευρώπη. Εάν σταματήσει το Ρεύμα του Κόλπου, λόγω της συνεχόμενης τήξης των πάγων της Αρκτικής -έχει συμβεί χιλιάδες χρόνια πριν- τότε η Δυτική Ευρώπη θα παγώσει! Να λοιπόν, που η γενική θέρμανση του πλανήτη μπορεί να προκαλέσει ψύξη σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή».
Η δρ Φουντά τονίζει στο CNN Greece πως ειδικά για τη Μεσόγειο, «τα πράγματα δεν είναι καλά. Σύμφωνα με όλα τα κλιματικά μοντέλα η Μεσόγειος θεωρείται hot spot, δηλαδή είναι από τις πιο ευάλωτες και τις πιο ευαίσθητες περιοχές στην κλιματική αλλαγή, ιδίως σε ό,τι αφορά στον θερμικό κίνδυνο και τις ξηρότερες συνθήκες προς το τέλος του αιώνα. Επιπλέον, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι σταυροδρόμι από αέριες μάζες που προέρχονται από γειτονικές αλλά και πιο μακρινές χώρες, ακόμα και από την Κίνα. Έτσι, έρχονται εκπομπές μέσω της κυκλοφορίας της ανώτερης ατμόσφαιρας, συγκεντρώνονται στη Μεσόγειο κι αυτό είναι επίσης επιβαρυντικό για την περιοχή».
Ο ανθρωπογενής παράγοντας είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη απειλή για το κλίμα της Γης και είναι επιβεβλημένο να τηρηθούν τα μέτρα που ήδη έχουν ληφθεί παγκοσμίως, αλλά και να ληφθούν νέα. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια όλους τους αστάθμητους παράγοντες του εξαιρετικά περίπλοκου κλιματικού συστήματος, όπως επισημαίνει η δρ Φουντά και αυτό είναι ένας σημαντικός λόγος ώστε εμείς να κάνουμε αυτή τη στιγμή το καλύτερο δυνατόν, επιχειρώντας ακόμα και καθένας ξεχωριστά, να μειώσουμε το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα.