Παπάζογλου: Κρίσιμη η προσέλκυση των επενδύσεων για την επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης
Τον Φεβρουάριο, ανακοινώθηκε μία νέα στρατηγική συνεργασία μεταξύ της ΕΥ Ελλάδος και του InvestGR Forum. Ποιο είναι το αντικείμενο της συνεργασίας αυτής;
Το InvestGR Forum αποτελεί ένα πολύτιμο βήμα για την προσέγγιση και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ της ελληνικής Πολιτείας και των ξένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται ή σκέφτονται να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα, γύρω από το κρίσιμο θέμα των ξένων επενδύσεων. Από την πλευρά μας, στην ΕΥ, δουλεύουμε καθημερινά με αυτές τις επιχειρήσεις και παρακολουθούμε συστηματικά τους προβληματισμούς και τις προσδοκίες της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για το επενδυτικό περιβάλλον της χώρας μας. Έχουμε, δε, υποβάλει σειρά προτάσεων για τη βελτίωση της ελκυστικότητας της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.
Στο πλαίσιο του 3ου InvestGR Forum – το οποίο θα διεξαχθεί ψηφιακά – θα έχουμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε, για πρώτη φορά, τα ευρήματα της έρευνας, “EY Attractiveness Survey: Ελλάδα 2020”, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού, μέσα σε μία παγκόσμια οικονομία που δοκιμάζεται από την πανδημία του COVID-19. Καθώς, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία, αναμένεται μεγάλη ύφεση και για τη χώρα μας τους προσεχείς μήνες, το θέμα της προσέλκυσης των επενδύσεων κρίνεται πιο φλέγον από ποτέ, και αποτελεί έναν από τους πρωταρχικούς παράγοντες που θα κρίνουν, εν πολλοίς, το πόσο γρήγορα θα επιστρέψει η Ελλάδα σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά το πέρας της κρίσης.
Αντίστοιχη έρευνα είχατε παρουσιάσει και το 2019. Ποια ήταν τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας εκείνης; Πόσα έχουν αλλάξει στο μεσοδιάστημα, αν λάβουμε υπόψη και την κρίση της πανδημίας;
Πράγματι, το καλοκαίρι του 2019 παρουσιάσαμε τα ευρήματα της έρευνας που πραγματοποιήσαμε στη χώρα μας, στο πλαίσιο του ευρύτερου προγράμματος, EY Αttractiveness Survey Europe. Πρόκειται για μία εξαιρετικά σημαντική έρευνα – και, από ό,τι γνωρίζω, η μοναδική έρευνα τέτοιας έκτασης γύρω από τις επενδυτικές προοπτικές της Ελλάδας – καθώς διεξήχθη σε μία μεταβατική περίοδο, κατά την οποία η χώρα μας είχε μόλις ολοκληρώσει τα προγράμματα προσαρμογής και άρχιζε να αναζητεί ενεργά τη θέση που της αναλογεί στο ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο επενδυτικό περιβάλλον.
Η βασική εικόνα που προκύπτει από την έρευνα εκείνη, είναι ότι η Ελλάδα βρισκόταν στο στόχαστρο των διεθνών επενδυτών, οι οποίοι, όντας ιδιαίτερα αισιόδοξοι για τη βελτίωση των προοπτικών, δήλωναν έτοιμοι να εξετάσουν επενδυτικά σχέδια στη χώρα, ανέμεναν, όμως, να δουν συγκεκριμένες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις για να περάσουν από τη φάση του σχεδιασμού, στην υλοποίηση.
Από την πρώτη έκδοση της έρευνας, τον Ιούλιο του 2019, μέχρι πρόσφατα, είχαν συντελεστεί σημαντικές μεταρρυθμιστικές αλλαγές, αλλά και σημαντικά γεγονότα – όπως η έξοδος στις αγορές με ιστορικά χαμηλά επιτόκια και οι υψηλές επιδόσεις του Χρηματιστηρίου Αθηνών – που είχαν δημιουργήσει μία θετική δυναμική για τη χώρα μας, δίνοντας προοπτικές για την επιστροφή της σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Η δυναμική αυτή, βεβαίως, προσέκρουσε στο ξαφνικό ξέσπασμα της πανδημίας του COVID-19.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, για τον λόγο αυτό, κρίναμε σκόπιμο να μεταθέσουμε την έναρξη της φετινής μας έρευνας, ούτως ώστε να συμπέσει με τη σταδιακή άρση του lockdown σε αγορές που παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλό ενδιαφέρον. Σε αυτό το πλαίσιο, εμπλουτίσαμε το ερωτηματολόγιο της έρευνάς μας με ερωτήματα σχετικά με τις επιπτώσεις του COVID-19 στην οικονομία, για να μπορέσουμε να «πιάσουμε» τον παλμό της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια.
Αναμένουμε, λοιπόν, με εξαιρετικό ενδιαφέρον τα επικαιροποιημένα ευρήματα για το 2020, για να εξετάσουμε το πώς η πανδημία έχει διαμορφώσει την αντίληψη των ξένων επενδυτών για το επενδυτικό περιβάλλον της Ελλάδας, αλλά και τον βαθμό στον οποίο επιθυμούν να υλοποιήσουν νέα επενδυτικά έργα στη χώρα μας, υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων.
Ποια είναι, από τη σκοπιά των επενδυτών, τα ισχυρά και τα αδύνατα χαρτιά της χώρας μας;
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, βάσει των ευρημάτων της προηγούμενης έκδοσης της έρευνάς μας, βασικό στοιχείο ελκυστικότητας είναι η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα. Πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι ξένοι επενδυτές αξιολογούν ως δεύτερο, κατά σειρά, συγκριτικό μας πλεονέκτημα, το επίπεδο των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Έχουμε, πράγματι, ένα υψηλό ποσοστό αξιόλογων πτυχιούχων. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας εφησυχάζει, καθώς η τεχνολογία σήμερα, αλλάζει τα πάντα με ταχύτατους ρυθμούς και, αν δεν παρακολουθήσουμε τις αλλαγές που συντελούνται, οι δεξιότητές μας θα καταστούν ξεπερασμένες σε ελάχιστο χρόνο. Μία προτεραιότητα πριν την κρίση του COVID-19, ήταν – και πιστεύω, θα συνεχίσει να είναι – η ανάγκη να εκσυγχρονίσουμε τα προγράμματα σπουδών, εναρμονίζοντάς τα με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας, καθώς και να φέρουμε τα πανεπιστήμιά μας πιο κοντά στην αγορά και την επιχειρηματικότητα, καλλιεργώντας μία κουλτούρα καινοτομίας.
Στα συγκριτικά μειονεκτήματα της χώρας – σύμφωνα με την έκδοση του 2019 – περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η φορολογία των επιχειρήσεων, το γραφειοκρατικό και διοικητικό περιβάλλον, η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, καθώς και ζητήματα που αφορούν το νομοθετικό πλαίσιο και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Μένει να δούμε κατά πόσο οι επιπτώσεις της πανδημίας έχουν υπερτονίσει ορισμένες από αυτές τις παθογένειες, ή, αντίθετα, οι πρόσφατες τεχνολογικές, και όχι μόνο, μεταρρυθμίσεις και οι εξαγγελίες για περαιτέρω σημαντικές μεταρρυθμίσεις, έχουν αμβλύνει κάποια από τα συγκριτικά μειονεκτήματα της χώρας μας για την προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων.
Συνεπώς, τι πρέπει να αλλάξει στη χώρα για να καταστεί πραγματικά ελκυστικός επενδυτικός προορισμός;
Είναι πολλά, αλλά θα περιοριστώ στα τέσσερα σημαντικότερα – σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα της έρευνας του 2019. Ως πρώτο ζητούμενο αναδεικνύεται η αναμόρφωση του φορολογικού περιβάλλοντος, με προτεραιότητα τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά και την καθιέρωση ενός απλού, σταθερού και προβλέψιμου φορολογικού πλαισίου. Δεύτερο ζητούμενο είναι ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού – αυτό, περιλαμβάνει και την επανακατάρτιση μέρους αυτού. Είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς όλες οι έρευνες δείχνουν ότι στην εποχή μας, η διαθεσιμότητα ικανού ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί ίσως το βασικότερο κριτήριο για την επιλογή της χώρας όπου θα επενδύσει μία επιχείρηση με ισχυρή προστιθέμενη αξία.
Εξίσου σημαντικοί παράγοντες, είναι η υποστήριξη των κλάδων της υψηλής τεχνολογίας και της καινοτομίας, καθώς εκεί κατευθύνεται σήμερα η μερίδα του λέοντος των επενδύσεων παγκοσμίως, καθώς και η στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Οι ΜμΕ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, χαρακτηρίζονται, όμως, από κατακερματισμό, χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλή εξωστρέφεια. Για να αντιστραφεί αυτό, χρειάζεται να περάσουμε από μία φάση συνεργασιών και συγχωνεύσεων, ούτως ώστε οι ελληνικές ΜμΕ να μπορέσουν να επιτύχουν τις αναγκαίες οικονομίες κλίμακας που θα τους επιτρέψουν να αναπτυχθούν, σε ένα όλο και πιο ανταγωνιστικό παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον. Για αυτό τον σκοπό, ως EY, συμμετέχουμε, σε συνεργασία με το ΕΒΕΑ, στο πρόγραμμα παροχής συμβουλευτικής σε μικρές επιχειρήσεις “Advice for Small Business”, το οποίο επιδοτείται από την EBRD.
Πώς συγκρίνεται η εικόνα για την Ελλάδα, σε σχέση με την ευρύτερη εικόνα για την Ευρώπη;
Προφανώς, τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα. Με βάση τα στοιχεία του EY European Investment Monitor για την τελευταία δεκαετία, η χώρα μας κατατάσσεται στην 32η θέση, ως προς τον αριθμό των ΑΞΕ που προσέλκυσε, ενώ βρίσκεται στη 10η θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τον πληθυσμό, και στην 22η θέση, ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Στο ίδιο διάστημα, η Σερβία αναρριχήθηκε από την 23η στη 12η θέση, η Λιθουανία από την 31η στη 16η, και η Βοσνία & Ερζεγοβίνη από την 36η στη 18η. Πιο απογοητευτικά, όμως, είναι τα ποιοτικά στοιχεία.
Μέχρι και το ξέσπασμα της πανδημίας, παρατηρούμε ότι, σε ολόκληρη την Ευρώπη κυριαρχούν οι επενδύσεις στους τομείς της τεχνολογίας και της καινοτομίας. Για έκτη συνεχή χρονιά, ο τομέας της ψηφιακής τεχνολογίας προσέλκυσε τον μεγαλύτερο αριθμό ΑΞΕ στην Ευρώπη (19% του συνόλου), καταγράφοντας αύξηση 5% έναντι του 2017. Αντίθετα, για την Ελλάδα, ο τομέας της τεχνολογίας δεν εμφανίζεται μεταξύ των επιλογών των επενδυτών, όταν τους ρωτούμε σε ποιους τομείς της οικονομίας θα κατεύθυναν ενδεχόμενες επενδύσεις στη χώρα μας. Αυτό, προσωπικά, με ανησυχεί περισσότερο από την ποσοτική υστέρηση των επενδύσεων των τελευταίων ετών.
Όταν ρωτήθηκαν τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα, ποιες πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αναδείξουν τον επόμενο τεχνολογικό κολοσσό, οκτώ από τις είκοσι δημοφιλέστερες ήταν στην Ευρώπη. Θα ήθελα πολύ, σε κάποια από τις επόμενες εκδόσεις της έρευνάς μας, η Αθήνα να συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών. Ίσως η τρέχουσα κρίση, αποτελέσει το έναυσμα για να επισπεύσουμε περαιτέρω τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας μας και να επενδύσουμε συνειδητά στον τομέα της τεχνολογίας.