ΕΛΛΑΔΑ

Η Παλιγγενεσία της Αρχιτεκτονικής / Η Αρχιτεκτονική της Παλιγγενεσίας

Η Παλιγγενεσία της Αρχιτεκτονικής / Η Αρχιτεκτονική της Παλιγγενεσίας

Γράφει ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Κοσμήτορας Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

Η Παλιγγενεσία που γιορτάζουμε φέτος, ελληνική ή εθνική, αναφέρεται σε μια συνολική Αναγέννηση που πήρε γρήγορα τη μορφή του σχεδιασμού των πόλεων και των κτιρίων του ανεξάρτητου κράτους με ένα τρόπο που να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στο ιδανικό παρελθόν της ελληνικής αρχαιότητας και στα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Η συγκυρία ήταν μοναδική, για εκείνο που αργότερα ονομάστηκε νεοκλασικισμός και ήταν μια πολιτική και πολιτισμική κληρονομιά του Διαφωτισμού. Η πρωτοπορία των ευρωπαϊκών ιδεών στις αρχές του 19ου αιώνα στρεφόταν στο ίδιο ελληνικό παρελθόν που αποτελούσε για εμάς αναφορά της εθνικής ταυτότητας. Με μία Αναγέννηση θα ήμασταν ταυτόχρονα Έλληνες και Ευρωπαίοι.

Από την εποχή του Καποδίστρια ήδη, ο Σταμάτης Βούλγαρης, μηχανικός του Γαλλικού στρατού, ανέλαβε τον σχεδιασμό των πόλεων του Μοριά, ξεκινώντας από την Πάτρα, και λίγο αργότερα ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Eduard Schaubert, που είχαν σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Βερολίνο, ανέλαβαν το σχεδιασμό των δημοσίων κτιρίων του ανεξάρτητου κράτους και ενός σχεδίου για την νέα πρωτεύουσα, στην Αθήνα. Στο μεταξύ ήρθαν οι Βαυαροί και ο Leo von Klenze από το Μόναχο, που βελτίωσε το σχέδιο της πρωτεύουσας και ανέδειξε τη σημασία της Ακρόπολης, την οποία μετέτρεψε από κάστρο σε αρχαιολογικό χώρο. Το παλάτι και τα νέα κτίρια της Αθήνας ανέλαβαν να σχεδιάσουν οι ευρωπαίοι αρχιτέκτονες γιατί δεν υπήρχαν, στο οθωμανικό παρελθόν μας, ούτε σπουδασμένοι αρχιτέκτονες με ευρωπαϊκά πρότυπα, ούτε μάστορες ικανοί να χτίσουν τα κτίρια που θα είχαν πρότυπο την αρχαιότητα. Η ανάγκη της κατάλληλης εκπαίδευσης, ως γενική και ως πρακτική παιδεία, ήταν επιτακτική αλλά κυρίως πολιτική.

Στις 31 Δεκεμβρίου 1836 ή τις 12 Ιανουαρίου 1837, με το παλιό ή το νέο ημερολόγιο, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα, που είχε τίτλο «Περί εκπαιδεύσεως εις την Αρχιτεκτονικήν».

«Θεωρούντες την επίρροιαν, την οποίαν η αρχιτεκτονική έχει εις τον πολιτικόν βίον εν γένει», το Διάταγμα καταλήγει στη σύσταση ενός «Σχολείου» στην Αθήνα, στο οποίο θα μπορούσαν να διδαχθούν δωρεάν όσοι επιθυμούσαν να μορφωθούν «εις την αρχιτεκτονικήν». Στο Σχολείο αυτό δίδαξαν τότε σημαντικοί ξένοι αρχιτέκτονες, όπως οι αδελφοί Χριστιανός και Θεόφιλος Χάνσεν. Το 1843 αναβαθμίστηκε σε «Σχολείο των Τεχνών», που είχε ένα καθημερινό τμήμα για τη διδασκαλία «βιομηχάνων τεχνών», δηλαδή την «πρακτική διδασκαλία εις εργοστάσιον δια μεταλλουργούς, ξυλουργούς, ωρολογοποιούς, πλάστας και λιθοξόους», μαζί με τα αναγκαία «γράμματα», και ένα «ανώτερο» για τη διδασκαλία των «ωραίων τεχνών», στις οποίες περιλαμβάνονταν η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική. Διευθυντής του ορίστηκε ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, αρχιτέκτονας της Ακαδημίας του Αγίου Λουκά της Ρώμης, ο οποίος ανέλαβε εκ του ρόλου του να σχεδιάσει τα κτίρια του Σχολείου, που σήμερα αποτελούν το εμβληματικό νεοκλασικό σύνολο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Όλα αυτά τα χρόνια, ως τον εικοστό αιώνα, μαθήτευσαν στο Σχολείο αυτό οι τεχνίτες, οι αρχιτέκτονες, οι ζωγράφοι και οι γλύπτες που σχεδίασαν και κατασκεύασαν τη νεοκλασική Αθήνα στη μακρά πορεία της προς τη μοντέρνα εποχή. Εκεί έμαθαν να «δουλεύουν» κίονες, κιονόκρανα, αγάλματα και τοιχογραφίες, που «στολίζουν» σήμερα τις πόλεις μας, και αργότερα εκπαιδεύτηκαν μηχανικοί που οικοδόμησαν με νέα τεχνικά έργα τη σύγχρονη Ελλάδα. Η συνολική αναδιάρθρωση του Πολυτεχνείου που ψηφίστηκε το 1914 και επικυρώθηκε το 1917, από τις κυβερνήσεις του Βενιζέλου, ανέδειξε τον καθοριστικό ρόλο του Σχολείου της «ανωτάτης τεχνικής μορφώσεως» για τις ανάγκες της χώρας. Το 2017 η Σχολή Αρχιτεκτόνων γιόρτασε τα 100 χρόνια της ανεξάρτητης λειτουργίας της μέσα στα 180 από την ίδρυση του Τεχνικού Σχολείου στο όνομα της Αρχιτεκτονικής. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων η Σχολή Αρχιτεκτόνων διαμόρφωσε ένα χαρακτήρα δημιουργικό και ερευνητικό, σε επαφή με το νεωτερικό πνεύμα αναζητήσεων της εποχής, και ανέδειξε πολύπλευρα διεπιστημονικά ενδιαφέροντα για το κτίριο, την πόλη, το περιβάλλον, τις καλές τέχνες, τις τεχνολογίες, την ιστορία και την προστασία του παρελθόντος, όπως αρμόζει στην Αθήνα, που είναι από μόνη της ένα ανεξάντλητο πεδίο μελέτης και εφαρμογής.

Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, η εκπαίδευση στην Αρχιτεκτονική είναι σήμερα διεπιστημονική, τεχνική και ανθρωπιστική ταυτόχρονα, επιβεβαιώνοντας το πνεύμα της Παλιγγενεσίας που είχε καλλιεργήσει ο Διαφωτισμός. Χειρίζεται έντεχνα τις υλικές δομές για να οικοδομήσει ένα χωρικό σύστημα που θα ικανοποιεί τις ανάγκες της ζωής και τη βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ πραγματεύεται ιδέες, θεωρίες και συμβολικά συστήματα που κατασκευάζουν το πολιτισμικό περιβάλλον μας. Επιβεβαιώνει έτσι το πνεύμα του νομοθέτη που ήθελε, ιδρύοντας το Σχολείο των Τεχνών πριν 185 χρόνια, να έχει η Αρχιτεκτονική μεγάλη επιρροή «εις τον πολιτικόν βίον εν γένει».

Με πλήρη επίγνωση της ιστορίας και της πολυμήχανης καινοτομίας που επιβάλει η νεωτερικότητα των ιδεών και των κατασκευών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο συμμετέχει στις γιορτές για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση με πολλές δραστηριότητες και εκδηλώσεις από όλες τις Σχολές. Ανάμεσά τους οργανώνεται και ένα συνέδριο για την Παλιγγενεσία της Αρχιτεκτονικής σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών. Ανάμεσα στους στόχους είναι οι συνθήκες αναφοράς στην ελληνική αρχαιότητα, που είχαν διαμορφωθεί πολύ πριν το 1821 και είχαν στρέψει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων στον ελλαδικό χώρο, σε αναζήτηση πνευματικών, πολιτικών και αρχιτεκτονικών συσχετισμών. Από τα χρόνια εκείνα ως τις μέρες μας, οι αναφορές αυτές αποτελούν ιδεολογικό έδαφος για την οικοδόμηση του νέου ελληνισμού και όλων των νεωτερικών προβολών του. Από την αρχιτεκτονική που επιδιώκει να εκφράσει την ελληνική αναγέννηση ως την αρχιτεκτονική που ξαναγεννιέται σε ελληνική γη, διαμορφώθηκε το πεδίο των πολλαπλών διασταυρώσεων των ιδεών και των πρακτικών που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, 200 χρόνια από την Επανάσταση.

Η θεματολογία που προτείναμε είναι ο συνδυασμός των παραμέτρων που συνέθεσαν, στο χώρο της αρχιτεκτονικής και της πόλης, την υλική και την πνευματική αναγέννηση. Αφορούν τον σχεδιασμό των πόλεων και των υποδομών του ανεξάρτητου κράτους, την αναβίωση της αρχαιότητας με έρευνες και ανασκαφές αρχιτεκτόνων που οδήγησαν στην αρχαιολογία, την αρχιτεκτονική που ανέλαβε να εκφράσει και να οικοδομήσει την ελληνική αναγέννηση, και την εκπαίδευση στην αρχιτεκτονική που ανέλαβε να διαμορφώσει τους μαΐστορες της Παλιγγενεσίας.

Τα 200 χρόνια είναι μια ευκαιρία για αναστοχασμό. Η κριτική θεώρηση του παρελθόντος και η αποτίμηση του δρόμου που τραβήξαμε ως εδώ είναι μαθήματα για τη συνείδηση του εαυτού. Η πορεία προς το μέλλον πατάει οπωσδήποτε σε αυτό το παρελθόν, αλλά είναι χρήσιμη όταν μας διδάσκει χωρίς να μας δεσμεύει. Ο σχεδιασμός του χώρου στον 21ο αιώνα έχει ανάγκη τόση νεωτερικότητα όση είχε η Παλιγγενεσία πριν 200 χρόνια: Με λογισμό και με όνειρο, με αρετή και τόλμη.

Δείτε εδώ το μεγάλο αφιέρωμα του CNN Greece στην επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821

ΔΗΜΟΦΙΛΗ