ΕΛΛΑΔΑ

Κυριόπουλος: Χρειαζόμαστε εθνική υπηρεσία Δημόσιας Υγείας και δίκτυα πρωτοβάθμιας φροντίδας

Κυριόπουλος: Χρειαζόμαστε εθνική υπηρεσία Δημόσιας Υγείας και δίκτυα πρωτοβάθμιας φροντίδας
Γιάννης Κυριόπουλος, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας (ΕΣΔΥ) και πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας / ΙΝΤΙΜΕ

Ο Γιάννης Κυριόπουλος έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα 11 Απριλίου, σε ηλικία 77 ετών, στη ΜΕΘ COVID του Ευαγγελισμού, προκαλώντας βαθιά θλίψη στον επιστημονικό κόσμο. Η συνέντευξη αυτή στο CNN Greece ήταν η τελευταία που παραχώρησε ο διακεκριμένος επιστήμονας.
--------------------

Η πανδημία της Covid-19 υπήρξε ο απόλυτος αιφνιδιασμός της παγκόσμιας κοινότητας, ενώ πρωτίστως ανέδειξε το έλλειμμα στη διεθνή συνεργασία και την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας.

Όμως, καθώς «ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας των ιών και της κατάθλιψης», είναι σαφές, ότι χρειάζεται να επενδύσουμε στη δημόσια υγεία και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως, μια αξιόπιστη εθνική (κρατική) υπηρεσία δημόσιας υγείας, καθώς επίσης και πρόσθετη χρηματοδότηση δεδομένου ότι είναι υποδιπλάσια της ΕΕ-27 και υποτετραπλάσια των πλέον προηγμένων χωρών.

Τα παραπάνω διατυπώνει στο ειδικό αφιέρωμα Focus στην Υγεία του CNN Greece ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας (ΕΣΔΥ) και πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, Γιάννης Κυριόπουλος. Η χώρα έχει αρνητική επίδοση σε ό,τι αφορά στην ισότητα στην πρόσβαση και τα αποτελέσματα της υγειονομικής περίθαλψης, ενώ ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών έχει ανάγκη για ιατρική περίθαλψη αλλά δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει την ανάγκη του αυτή, τονίζει εμφατικά. Αναφορικά με το μεγάλο ζήτημα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και για ποιο λόγο τελικά δεν έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό πλέγμα, ο καθηγητής επισημαίνει με νόημα, ότι «η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν είναι το πλέον ελκυστικό πεδίο για επενδύσεις πολιτικού ή επιχειρηματικού χαρακτήρα. Όμως το πρόβλημα είναι εξόχως πολιτικό. Και η λύση του είναι επίσης πολιτική. Δηλαδή μείζονες διαρθρωτικές αλλαγές με πυρήνα τα Δίκτυα Ολοκληρωμένης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας». Αλλά και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της Covid-19, η απάντηση είναι η επένδυση στις κατάλληλες και ειδικές μονάδες και η εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας.

Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:

Κύριε καθηγητά, θα ήθελα να σας ρωτήσω, πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η μεταπανδημική εποχή τόσο για τα συστήματα υγείας, όσο και για την κοινωνία και την οικονομία. Ποιες αλλαγές βλέπετε, τι καλό πρέπει να κρατήσουμε από την πρωτοφανή υγειονομική περιπέτεια και τι να αφήσουμε πίσω μας.

Η πανδημία της Covid-19 υπήρξε ο απόλυτος αιφνιδιασμός της παγκόσμιας κοινότητας. Η πανδημική κρίση κατέλειπε σοβαρά πλήγματα στην υγεία και την οικονομία στο σύνολο σχεδόν των χωρών του πλανήτη. Τα μαθήματα από την περιπέτεια αυτή είναι πολλά και ισχυρά.

Πρωτίστως ανέδειξε το έλλειμμα στη διεθνή συνεργασία και την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας. Ταυτόχρονα όμως ανέδειξε την μεγάλη σημασία των κλασικών μέτρων προστασίας της υγείας («καραντίνα», εμβολιασμοί, κ.ά.).

Για τον έλεγχο και την διαχείριση των πανδημικών φαινομένων τα οποία πρόκειται να συνεχίσουν την εμφάνισή τους στο μέλλον. Εξάλλου όπως έχει ειπωθεί «ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας των ιών και της κατάθλιψης».

Η πανδημία ανέδειξε επίσης τα όρια της βιωσιμότητας του συστήματος υγείας και την ανάγκη υπέρβασης αυτών. Με την εισαγωγή διαρθρωτικών αλλαγών, επενδύσεων και πρόσθετων πόρων κυρίως στη δημόσια υγεία και την πρωτοβάθμια φροντίδα.

Πριν λίγο καιρό, μαζί με 10 ακόμη καθηγητές, παρουσιάσατε μία ενδιαφέρουσα μελέτη, με τίτλο: «Η νέα Δημόσια Υγεία στον 21ο αιώνα & η ανάγκη για ένα οργανωμένο σύστημα Δημόσιας Υγείας». Όπως αναφέρεται στην έκδοσή σας, η πανδημία, ανέδειξε την ανάγκη ενός καλά οργανωμένου συστήματος υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και ταυτόχρονα, την ανάγκη για δημιουργία μιας κρατικής δημόσιας υπηρεσίας υγείας, η οποία θα αναπτύξει μια ολιστική προσέγγιση για τη μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας στη χώρα μας. Παρόλα αυτά, η δημόσια υγεία στη χώρα μας, βρίσκεται στο περιθώριο, απορροφώντας μόλις το 0,1% του ΑΕΠ. Ποιες είναι οι υγειονομικές προτεραιότητες για την Ελλάδα στη νέα εποχή;

Η πανδημία άνοιξε τον δρόμο για την ολική επαναφορά στη δημόσια υγεία. Η αναφορά αυτή συνιστά μια επιτακτική αναγκαιότητα επειδή τα μεγάλα επιδημικά επεισόδια των μεταδιδόμενων νοσημάτων είναι παρόντα και πρόκειται να συνεχιστούν και στο μέλλον.

Αλλά και για έναν σοβαρό πρόσθετο λόγο. Την δυσμενή επίδραση των μειζόνων παραγόντων κινδύνου για την υγεία που συνδέονται με τη συμπεριφορά (κάπνισμα, παχυσαρκία, κ.ά.) και τους κοινωνικούς προσδιοριστές (στρες, ανεργία, φτώχεια, κ.ά.).

Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι η χώρα χρειάζεται μια αξιόπιστη εθνική (κρατική) υπηρεσία δημόσιας υγείας. Η οποία οφείλει να εκτείνεται από την κεντρική διοίκηση, στην περιφέρεια και την τοπική αυτοδιοίκηση και βασίζεται σε ένα καλά εκπαιδευμένο σώμα λειτουργών δημόσιας υγείας.

Επίσης χρειάζεται πρόσθετη χρηματοδότηση δεδομένου ότι είναι υποδιπλάσια της ΕΕ-27 (1.27% έναντι 2.77%) και υποτετραπλάσια των πλέον προηγμένων χωρών. Ώστε να υπηρετηθεί η στρατηγική αποτελεσματικού ελέγχου και διαχείρισης των μειζόνων παραγόντων κινδύνου και η βελτίωση της ποιότητας της ζωής που συνδέεται με την υγεία.

Πώς μπορούμε να προετοιμαστούμε για μία νέα πανδημία; Πιστεύετε τελικά ότι οι περίφημες συμπράξεις (ΣΔΙΤ) μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μπορούν να αιμοδοτήσουν το σύστημα υγείας και να στηρίξουν την πρόληψη και την περίθαλψη των πολιτών την ώρα της ανάγκης;

Σχετικά με τις ΣΔΙΤ έχει αναδειχθεί μια εκτεταμένη σύγχυση και παράδοξη πλάνη σε αμφότερες τις πλευρές του πολιτικού συστήματος. Η απουσία μεταρρυθμιστικής κουλτούρας ωθεί συχνά σε «ευρήματα» και «ιδεολογήματα» που επικαλύπτουν την αμηχανία και την απραξία της πολιτικής παρέμβασης.

Τα ΣΔΙΤ συνιστούν απλά ένα «εργαλείο» ανεύρεσης πόρων και μάνατζμεντ των επενδύσεων με την προϋπόθεση ότι είναι σε κάθε περίπτωση με θετική σχέση κόστους-αποδοτικότητας.

Η αναγόρευση των ΣΔΙΤ ως «απελευθερωτικού» ή διαζευκτικά «καταστροφικού» στοιχείου της ανάπτυξης υπηρετεί μόνον ρητορικές απόκρυψης της προγραμματικής πενίας.

Εν κατακλείδι, η απομυθοποίηση αυτού του εγχειρήματος μπορεί να συνδράμει στην προσπάθεια αναγνώρισης μιας αυτονόητης αλήθειας, ότι: η δημόσια υγεία (όχι η ιατρική περίθαλψη) αναφέρεται σε δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, η διανομή των οποίων αποτελεί υποχρέωση του κράτους.

Σύμφωνα με επιδημιολογικά δεδομένα, ο κορωνοϊός το 2021 ήταν η τρίτη αιτία θανάτου, μετά τις καρδιοπάθειες και τον καρκίνο. Η έρευνα που συντελείται σε καθημερινό επίπεδο είναι πρωτοφανής, δίνοντάς μας, εκτός από τα εμβόλια, κυτταρικές θεραπείες, μονοκλωνικά αντισώματα, αντιικά και καινοτόμα φάρμακα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης. Θα ήθελα να ρωτήσω, εάν το σύνδρομο long COVID- που ταλαιπωρεί μεγάλο αριθμό πολιτών- βρεθεί και αυτό στις πρώτες αιτίες θανάτου τα επόμενα χρόνια;

Η αύξηση της θνησιμότητας στη διάρκεια της πανδημίας έχει -πλην της Covid-19- πρόσθετη αιτιολογία που σχετίζεται με την επιβάρυνση των χρόνιων νοσημάτων και τα φαινόμενα μη έγκαιρης φροντίδας για τη χρήση των αναγκαίων υπηρεσιών.

Εξ αυτών καταγράφεται υπερβάλλουσα θνησιμότητα η οποία σχετίζεται σε κάποιο βαθμό με την διαχείριση της Covid-19, αλλά τα μεγάλα μεγέθη εισαγωγής στη νοσοκομειακή περίθαλψη και η υψηλή θνητότητα συνιστούν «ερωτηματικά» τα οποία χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση.

Η πανδημία της COVID, δυστυχώς ανέδειξε μία δεύτερη πανδημία, αυτή της ψυχικής υγείας, με εκατομμύρια ανθρώπους να υποφέρουν από προβλήματα κατάθλιψης. Εκτιμάται ότι 53 εκατ. άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν σήμερα από μείζονα κατάθλιψη ενώ καταγράφονται και 76 εκατ. περιπτώσεις αγχώδους διαταραχής. Πώς οικοδομούμε την ανθεκτικότητά μας και πώς πρέπει να λειτουργήσει η Πολιτεία όσον αφορά στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας;

Πραγματικά η αθέατη πλευρά της πανδημίας είναι το στρες και η καταθλιπτική συνδρομή σε συνδυασμό με τις ισχυρές ενδείξεις για την αύξηση του καπνίσματος, της παχυσαρκίας και της επιβάρυνσης των χρόνιων νοσημάτων. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα σύνδρομα μεταCovid-19 και μακροCovid-19 τα οποία τροφοδοτούν την δεξαμενή αυξημένης νοσηρότητας, υπερβάλλουσας και πρώιμης θνησιμότητας.

Η απάντηση είναι η επένδυση στις κατάλληλες και ειδικές μονάδες και η εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της Covid-19. Κυρίως είναι ένα ζήτημα δημόσιας υγείας και πρωτοβάθμιας φροντίδας που συνδέεται με τις διαρθρωτικές αλλαγές στους τομείς αυτούς.

Η κάθε κρίση αναδεικνύει δυστυχώς τις ανισότητες και πολλές κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις. Πώς μπορούν να αμβλυνθούν και τι οφείλουμε να διδαχθούμε από τις αλλαγές αυτές;

Η χώρα έχει αρνητική επίδοση σε ότι αφορά στην ισότητα στην πρόσβαση και τα αποτελέσματα της υγειονομικής περίθαλψης. Ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών (13.1%) αναφέρει ότι έχει ανάγκη για ιατρική περίθαλψη αλλά δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει, ενώ το 8.1% αφορά σε εμπόδια που σχετίζονται με το κόστος. Επιπροσθέτως 8.9% των νοικοκυριών υφίσταται καταστροφικές δαπάνες με την επιβάρυνση των φτωχών νοικοκυριών να είναι 20πλάσια με την αντίστοιχη των πλέον εύπορων.

Η κατάσταση αυτή συνιστά μια συμβολή στον «μηχανισμό απονομιμοποίησης» του υγειονομικού συστήματος του οποίου η βιωσιμότητα απειλείται εξαιτίας της υποχρηματοδότησης και των δομικών στρεβλώσεων.

Γιατί όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχουμε οικοδομήσει ένα ισχυρό και τόσο αναγκαίο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας;

Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών υπήρξε μια έντονα αυξητική τάση στην βιοϊατρική τεχνολογία. Σε συνδυασμό με τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο επενδύσεων στην υγειονομική περίθαλψη μετέφεραν οικονομικούς πόρους στον νοσοκομειακό τομέα.

Ως εκ τούτου η παραγωγή επιστημονικής και πολιτικής αξίας αλλά και οικονομικής και κοινωνικής κερδοφορίας εστιάστηκε σε αυτόν τον τομέα. Αναπόφευκτα για τη δημόσια υγεία και την πρωτοβάθμια φροντίδα η εξέλιξη αυτή σημαίνει πολιτική υποβάθμιση και χρηματοδοτική περιστολή. Σε μια περίοδο μείωσης της δημόσιας δαπάνης υγείας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η διατύπωση αυτή είναι εμφανής δεδομένου ότι η ετήσια δαπάνη στις χώρες της ΕΕ ανέρχεται σε 9.9% έναντι 7.8% στη χώρα μας.

Η κατανομή της δαπάνης στην ΕΕ είναι 29.0% στα νοσοκομεία, 18.0% στα φάρμακα και τα αναλώσιμα και 30.0% στην ιατρική περίθαλψη έναντι 44.0%, 30.0% και 23.0% αντίστοιχα στη χώρα μας. Ενώ στην μακροχρόνια φροντίδα τα σχετικά μεγέθη είναι 16.3% και 1.7% αντίστοιχα.

Με βάση αυτά τα μεγέθη -διαχρονικής σταθερότητας- είναι σαφές ότι η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν είναι το πλέον ελκυστικό πεδίο για επενδύσεις πολιτικού ή επιχειρηματικού χαρακτήρα.

Όμως το πρόβλημα είναι εξόχως πολιτικό. Και η λύση του είναι επίσης πολιτική. Δηλαδή μείζονες διαρθρωτικές αλλαγές με πυρήνα τα Δίκτυα Ολοκληρωμένης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Δείτε εδώ όλο το αφιέρωμα Focus στην Υγεία του CNN Greece



ΔΗΜΟΦΙΛΗ